Επί του Παρνασσού
Επί του Παρνασσού
![]() |
Εν ώρα εργασίας σε κάποιο "κουδουνάδικο" της Άμφισσας. |
Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Το φως της μέρας έγειρε σιγά-σιγά στο ζεστό του κρεβάτι. Ήταν τόσο αποσταμένο… Σήμερα είχε πολλή δουλειά. Φώτιζε την τελευταία μέρα του χρόνου. Κι έκανε τόσο κρύο, είχε τόσο πολύ χιονίσει, ξεπάγιασε στα πόδια του ολημερίς, βλέποντας κόσμο να τρέχη πάνω-κάτω, αριστερά, δεξιά. Το ’νοιωθε ότι κάτι συνέβαινε.
Έβλεπε ένα πλήθος από νέους, νέες, γέρους και κάθε ηλικίας ανθρώπους, να τρέχουν σε καταστήματα, σε σπίτια, σε αποθήκες, με τα μάγουλα και τη μύτη κατακόκκινα απ’ την παγωνιά του Δεκέμβρη, αλλά με πρόσωπο γελαστό και μάτια λαμπερά. Το ’νοιωθε ότι όλο τούτο το πλήθος ετοιμαζόταν να δεχτή το καινούργιο χρόνο. Να δεχτή το νεαρό αυτό, που γεμάτος ελπίδες, υποσχέσεις, όνειρα και γοητεία για το άγνωστο, ερχόταν στολισμένος χαμογελαστός. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν πανέτοιμες ν’ ανοίξουν τα μεσάνυχτα και να τον δεχτούν με λαχτάρα.
Αναμνήσεις στην Αράχωβα. Συνέχεια...
Της Άλτα Φίλου - Πατσαντάρα
Είχε το «μαγαζί» του, μια τρύπα δηλαδή, στο ισόγειο του Χαρίτου, κοντά στο Δημοτικό. Όλη τη βδομάδα ήταν θεόκλειστο, το βλέπαμε που περνούσαμε για να πάμε στο σχολείο.Μόνο την Παρασκευή άνοιγε διάπλατα την ξύλινη πόρτα του, οκτώ με δέκα το βράδυ και την ίδια ώρα πάλι την επόμενη, το σαββατόβραδο. Πουλούσε κυρίως γυναικείο ρουχισμό, από εσώρουχα μέχρι φορέματα, μπλούζες και φούστες, που τις είχε σε κρεμάστρες στους τοίχους δεξιά και αριστερά μπαίνοντας μέσα, γιατί βιτρίνα της προκοπής δεν είχε βέβαια το μαγαζί. Ακόμα και είδη προικόςέφερνε, αν του γινόταν επί τούτου παραγγελία. Ήταν, έλεγαν, μεγάλος και τρανός έμπορας στην Άμφισσα με μεγάλο μαγαζί και εξίσου μεγάλη επιγραφή απ΄έξω, «Γυναικεία ενδύματα, Χαράλαμπος Ξηρός». Εκεί το μαγαζί είχε και βιτρίνες από πάνω μέχρι κάτω στους τοίχους, που τραβούσαν σα μαγνήτης τα μάτια των γυναικών από τα γύρω χωριά, που κατέβαιναν επί τούτου για τις αγορές τους. Θα τον θυμούνται σίγουρα οι παλιές Δελφιώτισσες, Χρισσαϊτισσες και Ιτιώτισσες. Θαρρώ πως μόνο στο δικό μας χωριό ερχόταν ανελλιπώς και αυτοπροσώπως κάθε βδομάδα με ένα παλιό κλειστό φολκσβάγκεν και με την πραμάτεια του μέσα σε βαλίτσες. Λέγανε, πως παλιότερα περνούσε κι αυτός στο χωριό με τους μπόγους του από γειτονιά σε γειτονιά, όπως έκαναν και άλλοι πλανόδιοι έμποροι. Έτσι γνώριζε προσωπικά την κάθε νοικοκυρά και το νοικοκυριό της.
Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60
Εν Αραχώβη τη 10 Δεκεμβρίου 1918.
Η από 20-2-41 επιστολή σας βρήκε την ομήγυρι όλων των παιδιών της Αραχώβης, μαζί με τον εξ Αμφίσσης Κώστα Μαρτίνον, στο λεωφορείον του Αρμούτη, στο οποίο τις διαβάστηκε σε κατανυκτική σιγή.
Η χαρά μας αγαπητέ Κε Ανδρέα ήταν απερίγραπτος. Με δακρυσμένα μάτια απ’ τη συγκίνησι, χτύπησαν τα λόγια σας και τυπώθηκαν βαθιά στην καρδιά μας, και μας έδωσαν καινούργιο θάρρος και δύναμη διά την συνέχισιν των υψηλών καθήκον των, τα οποία μας ανέθεσεν η γλυκιά μας πατρίδα.
Δυο σελίδες από μπλοκάκι του καφενείου «ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ», που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της Αράχωβας (οι πιο πολλοί το θυμούνται), με βερεσέδια της Δημαρχείας της Αράχωβας, από 22/4/56 παραμονή του Αγίου Γεωργίου έως τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Πάντως απ’ ότι βλέπουμε σε 7 μήνες εξυπηρέτησης από το καφενείο, μόνο ΔΟΥΝΑΙ είναι, από ΛΑΒΕΙΝ… τίποτα.
Πρώτη σελίδα
Καφφενείον «Κέντρον»
Δημαρχείον
Δούναι
22 – 4 – 56 Στη πλατεία
4 καφφ. 6 Λεμον. 2 Νιγρίτες, 6 Γλυκά δρ. 28
23 – 4 – 56 Στη πλατεία στο χορό
10 καφ. 15 Γλυκά, 15 Λεμον. 10 Λουκούμια 70
24 – 4 – 56 Στο Γραφείο 4 καφφέδ.
6 Γλυκά, 4 Λεμονάδες 21
25 – 4 – 56 Γραφείο και Πλατεία
4 καφφ. 6 Λεμον. 12 Γλυκά, 2 Νιγρίτες 37
1 – 5 – 56 Με κ. Νομάρχη, 3 καφφ.
1 τσάϊ, 1 Νιγρίτα, 2 Γλυκά 11