Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ



Βούιζε η καμπάνα, κι ο αχός της διαλάλησε τη χαρμόσυνη είδηση σ’ όλα τα πέρατα του χωριού αυτή τη νύχτα!

Πρώτη Ανάσταση!

Η εκκλησούλα γέμισε από το πλήθος των χωρικών. Τα παράθυρά της φεγγοβολούν μέσα στα μεσάνυχτα από τις αναμμένες λαμπάδες και μοιάζει όλη σα να’ νε ένα βενέτικο φανάρι.

Έξω τα κυπαρισσάκια που την περικυκλώνουν με την ψιλόλιγνη μαύρη κορμοστασιά τους, και μαρτυρούν την ύπαρξή της σ’ αυτή την άκρη του χωριού, φωτίζονται παράξενα, καθώς αναταράζονται απ’ τ’ ολόδροσο αεράκι που φυσάει θαρρείς από μέσα απ’ τ’ ουρανού τα βάθη, κι ο καμπανοκρούστης σκαρφαλωμένος επάνω στο καμπαναριό ή στο κυπαρίσσι, απ’ όπου είναι κρεμασμένη η καμπάνα, σέρνει κάθε τόσο το σχοινί της ρυθμικά και την κάνει να ξεφωνίζει χαρμόσυνα, προς όλες τις μεριές, μέσα στη μαύρη νύχτα.

***
Η ψαλμωδία, που κάθε τόνος της φανερώνει τη μυστική χαρά των συναθροισμένων ανθρώπων όσο και οι χαρωπές όψεις, ξεχύνονται σ’ όλο το γύρο της εκκλησούλας.

Στο ιερό, στις γωνιές των στασιδιών, στο γυναικωνίτη, και έξω στο νάρθηκα που τα παιδιά ανυπομονούν ν’ ακούσουν το «Χριστός Ανέστη» και ν’ αναστατώσουν το χωριό με τις φωνές τους από τα βαρελότα.

Κανένα παλιό κανονάκι, που σώζεται ίσως κι απ’ την επανάσταση του ’21, και χρησιμεύει κάθε χρόνο για τον χαιρετισμό της ανάστασης τη νύχτα της Λαμπρής, γεμίζεται σιγά – σιγά στην απόμερη γωνιά του αυλογύρου απ’ το γέρο κανονιέρη που δε θέλει ν’ αφήσει το έθιμο ως που να κλείσει αυτός τουλάχιστον τα μάτια του καμιά χρονιά.

Η προσπάθειά του να γεμίσει το κανόνι από τη μπούκα με μπαρούτι, να το ταπώσει με χαρτί, να βάλει το φυτίλι και να το ανάψει, όταν ο παπάς θα πει το χαρμόσυνο λόγο είναι το πιο ενδιαφέρον μέρος της νυχτερινής γιορτής για τα παιδιά που τον περικυκλώνουν με περιέργεια και θέλουν ν’ ακούσουν το κανόνι να χαιρετάει τον αναστημένο Χριστό.

***
Η πολυπόθητη ώρα τέλος έρχεται!

Οι ήσυχοι δρόμοι και τα σοκάκια του χωριού, που όλες τις νύχτες του χρόνου μένουν έρημοι και σκοτεινοί, θα φεγγοβολήσουν.

Ο παπάς κ’ οι ψαλτάδες θα βγουν απ’ την εκκλησιά να διαβάσουν το ευαγγέλιο της Λαμπρής στην αυλούλα, κάτω απ’ τα ισόκορμα κυπαρίσσια, μέσα στο πλήθος των πιστών που κρατούν τις αναμμένες λαμπάδες στα χέρια.

Ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη, τη μια των Σαββάτων…

Κι όλοι θα ησυχάσουν για ν’ ακούσουν τα λόγια που θα τους φέρουν σε λίγο τη μεγάλη χαρά.

- Χριστός ανέστη !...

Πόσο μαγικά αντηχούν στ’ αυτιά των απλών χωρικών το βράδυ της Λαμπρής τα δυο αυτά λόγια!

Αυτοί που συμπόνεσαν το Χριστό στα πάθη του, όταν φορούσε το στεφάνι με τα’ αγκάθια, όταν του μπήγαν τα καρφιά στα χέρια, στα πόδια και στην καρδιά, όταν τον έβριζαν και τον έδερναν, κι όταν περνούσε ώρες μαρτυρίου, ώρες βασανισμένες σαν τις δικές τους, χαίρονται τώρα για την ανάστασή του.
Παραμερίζουν εκείνη την ώρα κάθε τους θλίψη και ανασταίνουν στην ψυχή τους τη χαρά.

Η καμπάνα χτυπάει χαρμόσυνα.

Το σχοινί της απ’ του καμπανοκρούστη τα χέρια, περνάει στα χέρια των χωριατόπαιδων που θέλουν τουλάχιστο μια φορά το καθένα να κάνη το μέταλλο να ξεφωνήσει.

Οι δρόμοι του χωριού πλημμυρούν κόσμο. Γέροι, παιδιά, κορίτσια, μανάδες που βαστούν όμορφα παιδάκια στην αγκαλιά τους, ευτυχισμένοι πολυχρονίτες παππούδες που περικυκλώνονται απ’ τα εγγονάκια τους, κι έχουν γιορτάσει χρόνους και χρόνους – από παιδιά κι αυτοί – την ανάσταση στην ίδια εκκλησιά του χωριού, αρραβωνιασμένες και νιόνυφες που καμαρώνουν μ’ εξαιρετική χάρη και κάνουν την πρώτη ανάσταση δίπλα στον άνδρα τους και τον αρραβωνιαστικό, ξεκινούν όλες κι όλοι από την εκκλησιά, σκορπίζονται σ’ όλες τις στράτες, παίρνουν το δρομάκι του σπιτιού και στρώνουν την ίδια ώρα το τραπέζι, για να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό με γέλια, με χαρές και με φιλιά.

***
Μα ο κέρβερος της πιο υλικής χαράς δεν έχει αποκοιμηθεί κι αυτός.
Σε μια γωνιά της αυλής του χωριατόσπιτου απάνου στην ανθρακιά αρχίζει με την ώρα του να σιγοψήνει το αρνί της Πασχαλιάς.

Ή γέρος ή νιος, παιδί, παλληκάρι, άντρας με μουστάκια, είναι μερακλής στο ψήσιμο. Θαρρείς πως σπούδασε την τέχνη του σε καμιά ελληνική θυσία και ξέρει όπως και οι ομηρικοί ήρωες να μυρώνει τον αέρα με την ευωδιά του δαδιού και την κνίσα των ψημένων κρεάτων και των σωθικών που τυλίχθηκαν σε νεοελληνικό κοκορέτσι  και είναι ικανό επίσης από μεγάλη απόσταση ν’ ανοίξει την όρεξη και να προσελκύσει όλους τους καταργημένους αρχαίους ελληνικούς θεούς, αναστένοντάς τους μια και παρέλειψε να τους αναστήσει στην εκκλησιά ο παπάς.

***
Το γλέντι την άλλη μέρα θ’ ανάψει σ’ όλο το χωριό.

Μια φορά το χρόνο είναι Λαμπρή, και δεν πρέπει να μείνει κανείς παραπονούμενος απ’ άκρη σ’ άκρη.

Το όμορφο σπιτικό γλέντι με την εγκαρδιότητα και την αγάπη, αγάπη που τη δίδαξε και την πραγματοποίησε ο αναστημένος Θεός, θα ξανοιχτεί σιγά-σιγά, κι από κάτω απ’ τη χωριάτικη στέγη που άρχισε θα πάει πιο πέρα.

Στην αυλή, κάτω από καμιά κληματαριά που ετοιμάζει τους γλυκούς καρπούς της, κάτω απ’ τη δαμασκηνιά, τη ροδακινιά ή την ανθισμένη κερασιά, θα πάρει και θα δώσει το χωριάτικο πασχαλινό γλέντι.

Κρασί αγνό φυλαγμένο στο κατώγι του σπιτιού θα χυθεί στα κρουσταλένια ποτήρια, χέρια χαρούμενα θα τα σηκώσουν και θα τα τσουγκρίσουν, χείλια που ξέρουν μόνο χαρούμενα λόγια να πουν θα ξεδιψάσουν και θα βραχούν.

-Χριστός Ανέστη !

Ο γέρος με το μωρό θα ενώσουν τη χαρά τους, ενώ ο ένας φεύγει κι ο άλλος μπαίνει στη ζωή. Η γριούλα, απομεινάρη ίσως μιας περασμένης γενιάς που ξεκλήρισε, θα φιληθεί με το κοριτσόπουλο μπουμπούκι, που ακόμα δεν ωρίμασαν ούτε τα όνειρα της νιότης του μέσα της. Οι συγκαιρίτες της ώριμης γενιάς θα νοιώσουν ν’ ανταμώνονται στην ψυχή τους όλες οι χαρές και θα ευλογήσουν τη χρυσή αυτή ώρα.

***
Έτσι σιγά-σιγά θα ’ρθει η ώρα της δεύτερης Ανάστασης !

Κυριακή μεσημέρι, απογευματάκι, όμορφο, ειρηνικό απογευματάκι κάτω από έναν ολοκάθαρο γαλανό ουρανό και κάτω από τον παχύ ίσκιο των κυπαρισσιών θα μαζευτούν οι χωριάτες κι οι χωριατοπούλες για να ξαναναστήσουν το Χριστό.

Η ανάσταση της νύχτας, είχε μέσα της όλο το μυστικισμό της θρησκείας.
Η δεύτερη ανάσταση, μέσα στο κυριακάτικο απογευματάκι του χωριού δεν έχει τίποτα τέτοιο. Μονάχα πως θα πάρει στο τέλος υπόθεση λαϊκού δικαστηρίου.

***
Ο Ιούδας ο προδότης, είναι κρεμασμένος από το λαιμό, ψηλά στην πλατειούλα του χωριού. Το ομοίωμά του είναι κωμικό. Τα έκπληκτα μάτια των παιδιών το κοιτάζουν και δεν το χορταίνουν. Οι γριές το καταριώνται.

Όταν τελειώσει η τελετή της δεύτερης ανάστασης κι όλοι περικυκλώσουν τον κρεμασμένο Ισκαριώτη, ο αυτοσχέδιος σκηνοθέτης του χωριού θα του βάλει φωτιά.

Από ένα σπιρτάκι θα πεταχτούν φλόγες. Θα του γλύψουν τα πόδια, τα χέρια, τις πλάτες, και τα κομμάτια του θα πέσουν κάτω όλο φωτιά και καπνό.
Ο προδότης κάηκε.


Ο μόνος που δεν τον συγχωρούν ούτε αυτή τη μέρα της μεγάλης χαράς τους οι χριστιανοί του ελληνικού χωριού και τον κολάζουν κάθε χρόνο, όπως κάθε χρόνο ανασταίνουν το Χριστό.

Σ.