Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

ΑΗ ΓΙΩΡΓΗΣ Ο ΑΡΑΧΩΒΙΤΗΣ

 

Απόθεσε την πίπιζά του πάνω σε μιαν αρνίσια σούβλα, ο μπαρμπα – Στάθης ο Τσελεπής, γέροντας 92 χρονώνε κι’ αφού τράβηξε μια γουλιά παρνασσιώτικο κρασί, έπιασε να μου διηγάτε τα περιστατικά του Αραχωβίτικου πανηγυριού, καταγητεμένος απ’ τα καθέκαστα τ’ Αη Γιώργη, που του δώσανε την ευκαιρία, κατά που τόφερε η περίσταση, να τα ξαναθυμηθεί. Κι’ άρχεψε τη διήγηση με τούτο το τραγούδι, που, από τα χρόνια της επανάστασης, έφτασε ίσαμε σήμερα, τραγουδώντας το οι Αραχωβίτες στην τρανή γιορτή τους, καταπώς το λέγανε ο Μακρυγιάννης κι’ οι άλλοι οπλαρχηγοί του αγώνα:

«Τρία πουλάκια κάθονται στης Λιάκουρας τη ράχη

τόνα τηράει τη Λειβαδιά, τάλλο κατ’ τη Φοντάνα,

το τρίτο το καλύτερο μοιργιολογάει και λέγει.

- Τ’ ειν’ το κακό που γίνεται κ’ η ταραχή μεγάλη;

- Εκίνησε ο Μουστάμπεγης στη Ράχωβα να πάει.

Στη Δαύλεια ρίχνει το ορδί, στένει και τα τζαντίρια.

Τον μπαϊραχτάρη του έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει.

«Σηκώστε τα μπαϊράκια μας στη Ράχωβα να πάμε,

Ρωμαίγους να σκλαβώσουμε, κεφάλια για να πάρω».

Έλληνες τον τόπο πιάσανε, μουασερέ (πολιορκία) τον κάνουν.

Επτά ημέρες πόλεμο στη Λάκκα και στα χιόνια.

Μουστάμπεγης σκοτώθηκε, του πήραν το κεφάλι,

άλλους τους πιάσαν ζωντανούς και άλλους τους σκοτώσαν».

Όπως λέγει και το τραγούδι, παλληκάρι μου, τον Νοέμβρη του 1826 κίνησε ο Μουστάμπεγης νάρθει στη Ράχωβα, για να σκλαβώσει τους Ρωμηούς και να πάρει πολλά κεφάλια. Σαν τόμαθε αυτό ο καπετάνιος της Ρούμελης, εκείνος ο γιός της καλογρηάς, ο Γιώργης Καραϊσκάκης, σύναξε τα παλληκάρια κι’ όλους τους οπλαρχηγούς, κι’ ήρθαν εδωνά στου Παρνασσού τα κατσάβραχα, για να μποδίσουνε  τον οχτρό.

Πιάσανε, το λοιπό, τις ραχούλες, τα πουρνάρια και τα βράχια γύρω από τη Ράχωβα, κι’ αρχίσανε το ντουφεκίδι με τους τουρκαλάδες, που βάσταξε εφτά μερόνυχτα. Ο τόπος καιγότανε ολάκερος, γιατί ο Μουστάμπεγης τόχε βάλει πείσμα να πατήσει τη Ράχωβα και να πάρει κεφάλια. Ο καπετάν Καραϊσκάκης όμως, τους έφερε γειροβολιά και τους έρριξε μεσ’ στη Λάκκα. Μ’ όλα τούτα τα καλά προμαντέματα για τη νίκη, τα φυσεκλίκια είχανε λιγοστέψει, κι’ ο γιός της καλογρηάς ανταριαζότανε μήπως χάνανε τον αγώνα, γι’ αυτό διάταξε να προσευχηθούνε όλοι στον Αη Γιώργη, που είναι από τότες ο προστάτης μας.

Στις εικοσιτέσσερες του Νοέμβρη, του 1826, το χιόνι έπεφτε με το τσουβάλι και τα κοκκάλωνε όλα με την παγωνιά. Κείνη την παγερή νύχτα, οι οπλαρχηγοί και τα παλληκάρια, είδανε να περνά σαν αστραπή από μπροστά τους, καβαλλάρης στ’ άσπρο άλογό του, ο Άη Γιώργης ο Ραχωβίτης, που, με το σπαθί του, έσχιζε τον αγέρα και γιομάτος ορμή, χτυπούσε τους τουρκαλάδες κατακέφαλα και τους ξολόθρευε. Ζεστάθηκε η καρδιά τους, έφυγε η κούραση από πάνω  απ’ τα κορμιά τους, ξεθαρρέψανε, ενθουσιαστήκανε, αναφτερώθηκε η πίστη τους, τα’ αψηφίσανε όλα και ορμίσανε μεσ’ στη Λάκκα καταπάνω στους τουρκαλάδες. Τα καρυοφύλλια αστράψανε, τραντάξανε με τις βουές τους τον τόπο, τα γιαταγάνια σφυρίξανε στον αγέρα καθώς πέφτανε αλύπητα και το κάτασπρο χιόνι βάφτηκε κόκκινο σαν το χρώμα της παπαρούνας. Ο Άη Γιώργης ο Ραχωβίτης, μεγάλ’ η χάρη του, έκαμε το θάμα. Την αυγή, στερνά από κείνη τη φονιάδικη νυχτιά, οχτρός δεν ακουγότανε πουθενά. Ο γιός της καλογρηάς είχε πάρει το κεφάλι του Μουστάμπεγη, και τα παλληκάρια είχανε σκοτώσει τους πιότερους Τουρκαλάδες. Τους κακομοίρηδες τους τσακώσανε ζωντανούς και τους παλουκώσανε στα άγρια πουρνάρια και τα σκίνα, απάνου στα παρνασσιώτικα κατσάβραχα, να ξεροσταλιάζουνε μεσ’ στα χιόνια και να λογιάζουνε την άθλια κατάντια της απιστίας και της πρόσκαιρης δόξας τους. Με τα εχτρικά κεφάλια, στήθηκε στην άκρη του χωριού πυραμίδα, πύργος και αψηλός σωρός, τρώπαια της ξελευτερωμένης Ράχωβας, κι’ όντας νάστριβε ο Καραϊσκάκης και οι συντρόφοι του τα πουκάμισα και τις φουστανέλλες τους, εκίναγε το αίμα των Τούρκων κουρνέλια.

Το πρώτο χρέος, στερνά από τη μεγάλη νίκη της Ράχωβας, ήτανε το προσκύνημα στον πρωτοκαβαλλάρη που ποδοπάτησε τον οχτρό, τον Αη Γιώργη. Ο καπετάνιος της Ρούμελης, εκείνος ο γιός της καλογρηάς, ο Γιώργης Καραϊσκάκης, σύναξε τους πολεμιστές του, οπλαρχηγούς και παλληκάρια, και αντάμα με τους Ραχωβίτες τελέσανε ευχαριστήρια λειτουργιά στη μικρή τότες εκκλησιά του Αγίου. Στον αυλόγυρό της έγινε το μεγάλο γλεντοκόπι. Σφαχτήκανε αρνιά, ανοιχτήκανε λάκκοι όπου ψηθήκανε οι σούβλες, χύθηκε κρασί, παίξανε οι πίπιζες, κι’ ο χορός απλώθηκε ξεφαντωτής στις καρδιές των ξελευτερωμένων.

Μετά το μεγάλο γλέντι, τα παλληκάρια κυλήσανε τις ράχες και τις ρεματιές, για να διώξουνε τον οχτρό απ’ ολάκερη τη Ρούμελη. Το χορό όμως τονέ συνεχίσανε οι κοπελλιές και οι γέροι του χωριού ίσαμε την άλλη μέρα. Από τότες παλληκάρι μου, που μ’ έκανες να θυνηθώ όλα τούτα τα καθέκαστα, απόμεινε κληρονομιά στις κατοπινές γενιές της Ράχωβας να πανηγυρίζουνε τη μνήμη του Αγίου, την επέτειο της μάχης και το λευτέρωμά μας, τρείς μέρες. Λαχαίνει να είναι Μεγάλη Σαρακοστή πολλές φορές η γιορτή του Αγίου, κι’ έτσι τα πανηγυρίζουμε όλα μαζί. Πασχαλιά, άνοιξη, Πρωτομαγιά, άγιο, ανάσταση της Ράχωβας. Να που ήρθε κι’ η αφεντιά σου εφέτος να γλεντήσουμε και να χορέψουμε αντάμα.

Ο μπάρμπα - Στάθης ο Τσελεπής, αφού γιόμισε το ποτήρι κρασί και με τράταρε, έβαλε την πίπιζα στα χείλια του κι’ άρχισε έναν ρουμελιώτικο σκοπό.

Ήτανε απόβραδο της παραμονής του Αγίου. Τα κουδούνια των κοπαδιών, με τους γλυκούς μπάσους και ψιλούς ήχους, καθώς ανεβάζουνε οι Ρουμελιώτες στα ψηλώματα του Παρνασσού τα ζωντανά τους, κάνανε την αρχή του πανηγυριού. Σαν έπιασε να χαμηλώνει ο ήλιος, χτυπήσανε οι καμπάνες της εκκλησιάς για τον μεγάλο σπερνό. Ευτύς ξεπεταχτήκανε οι Ραχωβίτες ντυμένοι με την φορεσιά του τόπου τους, τη φουστανέλλα, κα γιομίσανε τον τόπο τσαρούχι και ντουφεκίδι. Τα καρυοφίλλια των προγόνων, που πολεμήσανε στην μεγάλη μάχη της Ράχωβας, κάθε χρόνο τέτοια μέρα ξαναζωντανεύουνε. Σκορπάνε τη βουή τους μέσα στις λαγκαδιές κι’ απάνω στις αετοράχες της Ρούμελης, για να την ακούσουνε οι ξενοχωρίτες και να νοιώσουνε πως ο τρανός γιορτασμός άρχεψε.

Η Ράχωβα είναι ντυμένη ολάκερη στα γιορτινά της. Φρεσκοασβεστομένα τα γκαλντερίμια, οι πεζούλες, οι σκάλες, τα σπίτια, οι μάντρες, όλα πεντακάθαρα και καταστολισμένα. Οι κεντρικοί δρόμοι μοσκοβολάνε μυρτιές και δάφνες, τα καλντερίμια από γαρούφαλλα, τριαντάφυλλα και βιολέτες, αραδιασμένα στις ξώπορτες των σπιτιών μέσα στις γλάστρες.

Κι’ οι χωριανοί έχουνε βάλει τα γιορτινά τους, τις τοπικές φορεσιές. Οι κοπελλιές της Ράχωβας, που στα μάτια τους τα μπλάβα σπινθοβολά ο έρωτας και στα μάγουλα η φρεσκάδα και η νιότη της παρνασσιώτικης φύσης, ανοίγουνε τα σεντούκια και βγάζουνε τις παλιές ντυμασιές τις χρυσικεντημένες, και τα γιορτάνια με τα φλουριά και τους μαχμουντιέδες, και τα κρεμάνε στις τραχιλιές και στα στήθια τους. Οι άντρες αρματώνονται τις κουμπούρες, τα φυσεκλίκια, τα καρυοφίλλια, τα γιαταγάνια και τα στολίδια των προγόνων τους, που τα είχανε τότες για παράσημα.

Κινάνε όλοι για την εκκλησιά να παρασταθούνε στον μεγάλο σπερνό. Σε τούτη τη γιορτή παραβρίσκεται ο δεσπότης κι’ όλες οι αρχές του τόπου. Σε λίγο βγάζουνε το κόνισμα του Αη Γιώργη και το γυρίζουνε με λειτανία σ’ ολάκερη τη Ράχωβα. Χτυπάνε οι καμπάνες κι’ αντιλαλούνε τα καρυοφίλλια. Τα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα σχίζουνε τον αγέρα και γιομίζουνε τη νύχτα χρώματα. Στερνά από την περιφορά, το κόνισμα τοποθετείται στο κονοστάσι και προσέρχονται οι προσκυνητές για να τ’ ασπαστούνε.

Οι κοπελλιές του χωριού, αντάμα με τους γέρους, μαζεύουνται στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και πιάνουν το χορό. Οι ζυγιές, ζουρνάδες και νταούλια, πίπιζες και τούμπανα, σκορπάνε τους ρουμελιώτικους σκοπούς.

Τούτο το απόβραδο γίνεται ο λεβέντικος χορός των γερόντων και τραγουδιέται το παραβολικό τραγούδι της μάχης, που θυμίζει το ξεκίνημα των παλληκαριών για την καταδίωξη του οχτρού απ’ όλη τη Ρούμελη και το συνέχισμα του γλεντιού μοναχά από τους γέροντες του χωριού. Παίζουνε οι ζουρνάδες, οι πίπιζες και τα νταούλια, κι’ ενώ οι κοπελλιές τραγουδάνε, οι γέροι χορεύουνε “στα τρία”, απάνω σε τούτον το σκοπό:

“Πανηγυράκι γίνετε ψηλά στον Άη Γιώργη,

του πανηγύρ’ ήταν πολύ κι’ ου τόπος ήταν λίγος.

Βαστάει ο Δράκος το νερό διψάει το πανηγύρι.

Τρεις λυγιρές συνάζονται να παν να πουν στον Δράκο.

Απόλα Δράκο ’μ το νερό να πιή το πανηγύρι

Σκάσαν οι μούλες για νερό και τα στοιχειά απ’τη δίψα.

Κι’ αυτά τα λιανομούλαρα πέσανε να ψοφήσουν.

Μια χαρά ήταν το καημένο,

γαϊτανάκι αργοπλεγμένο”

Οι καμαρωτές στολισμένες κοπελλιές της Ράχωβας, με τα μπλαβά μάτια και τα ροδοκλάδια στα μάγουλα, αγκαλιάζουνται με τους γέρους και τα παλικάρια, και χορεύουνε, παίζοντας οι ζυγιές, οι ζουρνάδες με τα τούμπανα κι’οι πίπιζες με τα νταούλια, ρουμελιώτικους λεβέντικους σκοπούς. Τους περιτριγυρίζουνε οι πασχαλιές, οι παπαρούνες, οι μαργαρίτες, οι ανεμώνες, τα χαμομίλια, με τα άσπρα, γαλάζια, βυσινιά, κόκκινα, μενεξελιά χρώματά τους.

Οι χοροί και το γλέντι μεταφέρονται στα ραχωβίτικα σπίτια, όπου, τούτη τη νύχτα, γίνουνται και πολλά αρραβωνιάσματα. Είναι έθιμο του τόπου, απάνω στη γιορτή της πασχαλιάς, να δένουνε τη ζωή τους δυο νέοι, που από καιρό υπήρχε η αγάπη συναμεταξύ τους. Και τότες, πεθερικά και συμπεθεριά, αμονιάζουνε τις ζυγιές, τα ρουμελιώτικα παιχνίδια, και γλεντοκοπάνε ολάκερη τη νύχτα.

Ανήμερα τ’ Αη Γιωργιού, με το χάραμα της αυγής, χαιρετίζουνε την επισημότητα της μέρας τ’ αηδόνια που κατεβαίνουνε απ’ την κορφή του Παρνασσού, και τα καρυοφίλλια, κελαϊδώντας και κείνα μέσα στο αντιβούισμα της βαθειάς χαράδρας που διασχίζει τον ιερό χώρο των Δελφών και κατεβαίνει ίσαμε το Γαλαξείδι. Οι Ραχωβίτες βγαίνουνε στις αυλές τους, στα στενοσόκακα, και με την τσάπα ή τον κασμά, ανοίγουνε λάκκους για τις σούβλες. Κουβαλάνε και κληματσούρες, κληματόβεργες, κληματοκλώναρα, στιβάζοντάς τα μέσα στους λάκκους για το άναμα της φωτιάς και τη θράκα.

Σε λίγο χτυπάνε οι καμπάνες και γίνεται η τρανή λειτουργιά στη χάρη του Αγίου. Οι παπάδες φοράνε τις πιότερο λαμπρές ντυμασιές τους, γιατί παραστέκεται ο δέσποτας κι’ οι αρχές του τόπου, και για την μεγαλωσύνη της μέρας. Τα ξαφτέρυγα, τα λάβαρα, το καταστολισμένο με αγριολούλουδα κόνισμα του αγίου, και η Ανάσταση, αραδιάζουνται στην κορφή της Ράχωβας, στ’ αψηλώτερο μέρος που βρίσκεται η εκκλησιά. Τα χωριάτικα γόνατα λυγίζουνε και προσκυνάνε τον Ραχωβίτη Άη Γιώργη, τον θαυματουργό και ξελευτερωτή τους. Πλάι στους λάκκους με τις σούβλες, είναι αναμένα κεριά και λαμπάδες, και τα κληματοκλώναρα με τον καπνό τους τον μυρωδάτο θυμιάζουνε τον άγιο.

Σαν απολύσει η εκκλησιά γίνεται το πατροπαράδοτο έθιμο, το τρέξιμο και το ξεπαράβγαλμα των γερόντων της Ράχωβας, απάνω στην ανηφοριά όπου έγινε η μάχη και νίκησε ο Καραϊσκάκης με τα παλληκάρια του τους τουρκαλάδες. Συνάζουνται οι γεροντότεροι του χωριού, οι: Λουκάς Παπαλεξανδρής, Θανάσης Μπαλάσκας, Δημήτρης Αγγελόπουλος, Άγγελος Ράπτης, Γιάννης Πατσαντάρας, Στάθης Μαυρεπής ή Τσελεπής, Ζαχαρίας Παπαλεξανδρής, Δημήτρης Πέρβελης, Γιάννης Ανδρέου, Γιώργης Μηλιώνης, Λουκάς Μαυρεπής από εξήντα χρονώνε κι’ απάνω, ντυμένοι τις φουστανέλλες με τις φαρδειές πουκαμίσες, και ξεπαραβγαίνουνε στην ανηφοριά ποιός θα φτάσει πρώτος. Ο νικητής παίρνει ένα τετράπαχο κεραβλό αρνί, που, στερνά, θα το γλεντίσει αντάμα μ’ όλους τους γέρους που τρέξανε.

Αφού τρέξουνε και τα παλληκάρια στην ίδια ανηφοριά, παραλαβαίνοντας έτσι το έθιμο από τους γέροντες, για να το συναχίσουνε στα υστερνά χρόνια, έρχουντε καμαρωτές κι’ οι κοπελλιές της Ράχωβας στολισμένες, με τα μπλαβά μάτια και τα ροδοκλάδια στα μάγουλα, αγκαλιάζονται με τους γέρους και τα παλληκάρια, και χορεύουνε, παίζοντας οι ζυγιές, οι ζουρνάδες με τα νταούλια κι’ οι πίπιζες με τα τούμπανα, ρουμελιώτικους λεβέντικους σκοπούς.

Τους περιτριγυρίζουνε οι πασκαλιές, οι παπαρούνες, οι μαργαρίτες, οι ανεμώνες, τα χαμομίλια, με τα κόκκινα, άσπρα, γαλάζια, βυσινιά, μενεξελιά χρώματά τους. Και τους έχει αγκαλιάσει ολάκερη η φύση, απάνω σε τούτον το χορό, λαγνισμένη, ερωτιάρα, σκορπώντας τη ζωή, πλέκοντας μια γεροδεμένη αλυσίδα ανάμεσα στους ανθρώπους, που, κάθε άνοιξη και πασχαλιά, δροσίζονται απάνω σε τούτη την αετοράχη του Παρνασσού με το μυροβόλο αεράκι της λευτεριάς.

Και τραγουδάνε:

Κατακαϋμένη Ράχωβα,

Νταβέλη, Νταβελη,

τους κλέφτες τι τους κάματε,

Και τους Κακαραπαίους;

Στο Ζεμενό τους έχουμε,

τους πολεμάει ο Μέγας,

 ο Μέγας απ’ τη Ράχωβα,

κι’ ο Λούκας απ’ τη Δαύλεια”.

Ανάμεσα από τα Ραχωβίτικα σπίτια βγαίνει ένα ντουμάνι και μια τσίκνα μυρουδιάς σαν μικρά σύννεφα καπνού, που σκεπάζουνε ολάκερο το χωριό. Θαρρείς και καίγεται η Ράχωβα. Είναι το ντουμάνι που βγαίνει από τους λάκκους, όπου καίγονται οι κληματσούρες και τα κληματοκλώναρα, για να γίνει θράκα και να ψηθούνε τ’ αρνιά. Κι’ είναι γιομάτος ο τόπος από λάκκους. Μέσα στις αυλές, στους κήπους, στα τρίστρατα, στα στενοσόκακα, στις ραχούλες. Μαζεύοται καμιά δεκαπενταριά φαμελιές, ανάβουνε τις φωτιές με τα ξερά κληματοκλώναρα, που θα γίνουνε ψιλά άρβουνα και ψήνουνε τα πασχαλιάτικα αρνιά τους. Η μοσκοβολάδα από το ψήσιμο των αρνιών απλώνεται παντού, ανάμεσα στα σπίτια και τους δρόμους, φτάνει ίσαμε την κορφή του Παρνασσού και γίνεται ένα πράμα με τους ήχους των ζουρνάδωνε και των τραγουδιών, τις ευχές και τα χαχανητά των ξανθών και μελαχρινώνε κοριτσιών. Ο καλαματιανός, ο συρτός, το τσάμικο, σκορπάνε το κέφι σ’ όλους που στέκονται γύρω από τις σούβλες. Τα τραπέζια και τα καρεκλάκια είναι στρωμένα με πολλούς μεζέδες και φαγητά, με μπόλικο κρασί, τυρί, αυγά πασκαλιάτικα, γιαούρτι, μιζήθρες, που δεν σταματάνε να τρώνε ντόπιοι και ξενοχωρίτες. Γυναίκες και άντρες, ντυμένοι με τα γιορτινά τους, κερνάνε ασταμάτητα, χορεύουνε μαζί και τραγουδάνε, κι’ οι ζουρνάδες παίζουνε, μερακλώνουνε, παθιάζουνε. Κάποιος μερακλής ρουμελιώτης τραγουδά:

“Άϊντι ρε βουνά μην καμαρώνιτι,

βουνά μην καμαρώνιτι,

μη σέρνετε καμάρι,

 άίντι ρε, γιατί βουνό είμουνα και γω,

ορέ βουνό είμουνα και γω,

 ψηλότερ’ από τ’ άλλα”

Ο μάστορας της σούβλας, ρίχνει απάνω στ’ αρνιά, που ψήνουνται, κρασί και λεμονόζουμο για να νοστιμίσουνε πιότερο. Σαν φτάσει ο ήλιος κατάκορφά τους, τα ψητά είναι ροδοκοκκινισμένα για καλά, και απ’ αυτά προσφέρουνε μεζέδες στους χορευτές και τους μουσαφίρηδες του πανηγυριού. Το γλέντι σε λίγο συνεχίζεται μέσα στα ραχωβίτικα σπίτια. Το αντρόγυνο κάθε φαμελιάς, παίρνει τη σούβλα από τις δυο άκρες του ξύλου, και την κουβαλά μέσα. Μπροστά πηγαίνει ο άντρας και πίσω η γυναίκα. Ακολουθάνε τ’ άλλα πρόσωπα της οικογένειας, οι συγγενείς, οι καλεσμένοι και οι φίλι. Το γλεντοκόπι συνεχίζεται ίσαμε την άλλη μέρα τα χαράματα, με ξεφάντωμα, τραγούδι και χορό.

Το πανηγύρι βαστιέται άλλες δυο μέρες, όπου στεφανώνουνε το άγαλμα του γιού της καλογρηάς, του Γιώργη Καραϊσκάκη, και το μνημείο των σκοτωμένων παλληκαριών που πέσανε για τη λευτεριά της Ράχωβας. Οι χοροί δεν σταματάνε, ενώ οι νέοι αγωνίζονται στο τρέξιμο, στο σήκωμα της πέτρας και σ’ άλλες παλληκαρωσύνες.

Σαν θα πιάσουνε να βελάζουνε τ’ αρνιά και τα κατσίκια, που τα κοπάδια τους είναι απλωμένα γύρω από τη Ράχωβα, στις πλαγιές και τα κορφοβούνια, γιατί πεινάσανε και ζητάνε να βρούνε βοσκή και νερό, τότες σταματά και το πανηγύρι το ρουμελιώτικο, της λευτεριάς το πανηγύρι.

ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο του Βασίλη Πλάτανου “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ”,  Αθήνα 1963, Ξυλογραφία Ράλλη Χοψίδη.