Ένα χρόνο ακριβώς (10 Ιουνίου 1945), από την φοβερή σφαγή στο Δίστομο, στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ διαβάζουμε το
παρακάτω συγκλονιστικό δημοσίευμα:
“Ένας χρόνος κλείνει σήμερα από την
τραγική εκείνη μέρα – 10 Ιουνίου 1944 – που οι Γερμανοί έστησαν ένα από τα
αιώνια μνημεία της βαρβαρότητάς τους στο Δίστομο, το ειρηνικό χωριό της Βοιωτίας.
Για πολλά χρόνια θα ζει η φρίκη αυτού του ομαδικού κι απίστευτου εγκλήματος,
που κατεβάζει τη φυλή των Ούννων πιο κάτω και από το επίπεδο του κτήνους.
Ήρεμο είχε ξυπνήσει το χωριό – δυο χιλιάδες
κάτοικοι – και λουζόταν στις πρωινές ακτίνες του καλοκαιριάτικου ήλιου, την
αυγή της μοιραίας εκείνης ημέρας. Μ’ όλη τη σκιά της μαύρης σκλαβιάς, οι χωρικοί
τραβούσαν χαρούμενοι για τ’ αλώνια, για να μεταφέρουν τον καρπό που τους έδωσε
η γη, ύστερα από τόσο βασανιστική δουλειά και τόσον ιδρώτα. Τίποτε δεν
προμηνούσε τη φοβερή τραγωδία που θα ξεσπούσε αργότερα.
Λίγο μετά το μεσημέρι, της τραγικής
εκείνης ημέρας, δυο ιδιωτικά αυτοκίνητα, γεμάτα με Γερμανούς ντυμένους
πολιτικά, που παρίσταναν τους μαυραγορίτες, πήραν το δρόμο από τη Λειβαδιά για
το Στείρι. Επρόκειτο να στήσουν παγίδα στους αντάρτες που ξεγελασμένοι θα
σταματούσαν τ’ αυτοκίνητα για να πάρουν τρόφιμα. Οι αντάρτες όμως δεν έπεσαν
στην παγίδα. Ξέροντας πως άλλα φορτηγά με Γερμανούς των Ες-Ες θα τους κύκλωναν
από το μέρος της Αράχωβας έκαναν ξαφνική επίθεση και ύστερα από μάχη που
κράτησε μιάμιση ώρα σκότωσαν τους περισσότερους καμουφλαρισμένους Γερμανούς.
Και τότε οι Γερμανοί λυσσώντας για την αποτυχία τους, ξεχύθηκαν στο Δίστομο για
να εκδικηθούν στους αθώους κατοίκους.
Τους πρόσταξαν να κλειστούν στα
σπίτια τους, κι αμέσως έπειτα, ο επικεφαλής των Γερμανών λοχαγός Κάϊπφνερ,
δίνει διαταγή στις ορδές του ν’ αρχίσουν την σφαγή και τη λεηλασία. Είναι η συνηθισμένη
μέθοδος των ανάνδρων κατακτητών, που ξεσπούν στα γυναικόπαιδα, όταν δεν μπορούν
να τα βγάλουν πέρα με τους άντρες. Η
διαταγή μεταβιβάζεται από ορδή σε ορδή στο χωριό. Τα θύματα είναι κλεισμένα,
σύμφωνα με την εντολή του λοχαγού, στα σπίτια τους. Αρκετοί όμως, που είχαν
υποψιαστεί τι τους περίμενε, κατόρθωσαν να φύγουν από μια θέση που είχαν αφήσει
αφύλακτη οι Γερμανοί, το Διάσκελο.
Από κει έφυγαν οι μισοί κάτοικοι με τις
οικογένειές τους. Και κατόρθωσαν να γλυτώσουν όλοι, μ’ όλο που τους έβαλαν οι
Γερμανοί με πολυβόλα. Κρύφτηκαν άλλοι σε σπηλιές και χαράδρες, έξω από το
χωριό, κι άλλοι προς τη θάλασσα. Εκείνοι που έμειναν όμως, πλήρωσαν τη μανία
των κτηνών. Μαινόμενοι και ουρλιάζοντας σαν άγρια θηρία οι Γερμανοί, αρχίζουν
τη σφαγή. Μπαίνουν στα σπίτια και σκοτώνουν όποιους βρίσκουν μπροστά τους. Σκοτώνουν
με το τουφέκι, με το περίστροφο, με το οπλοπολυβόλο, με τη λόγχη, με τον
μπαλτά, με το μαχαίρι.
Σκοτώνουν άντρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη. Οικογένειες
ολόκληρες.
Κεφάλια κόβονται και κυλούν στις αυλές.
Γυναίκες βιάζονται. Βιάζονται και μισοπεθαμένες, ενώ το αίμα τρέχει από τις πληγές
τους. Τα στήθια των Γυναικών κόβονται, με άγρια ξεφωνήματα θριάμβου. Σε έγγειες
γυναίκες ανοίγουν με τη λόγχη την κοιλιά και πετάνε τα έμβρυα. Άλλα βρέφη τα
σκοτώνουν μέσα στην αγκαλιά της μάνας, την ώρα που βυζαίνουν. Κορμιά σπαράζουν
ματωμένα κι ετοιμοθάνατα μέσα σε δωμάτια, σε υπόγεια, σε αυλές και στους δρόμους.
Κι ανάμεσα στα ουρλιαχτά των Ούννων
και τους πυροβολισμούς ακούγονται οι στεναγμοί των ετοιμοθάνατων, οι κατάρες
εκείνων που σφάζονται, τα κλάματα των παιδιών, τα ξεφωνητά των μανάδων που
βλέπουν τους άντρες και τα παιδιά τους να πέφτουν κάτω από το μαχαίρι των
βαρβάρων, ως που να’ ρθει και η σειρά τους.
Το αίμα κυλάει παντού και μεθάει τους
σφαγιαστές, που πέφτουν με μεγαλύτερη μανία στα θύματά τους. Οι Ούννοι μπαίνουν
και στο σπίτι του γέρου παππά του χωριού, του παππά-Ζήση, όπου έχουν μαζευτεί, ανώφελα
περιμένοντας προστασία, δέκα πέντε χωριανοί. Σκοτώνουν και τον παππά και τους δέκα
πέντε χωρικούς. Η μόνη που γλίτωσε είναι η παπαδιά, που οι σφαίρες την
τραυμάτισαν μονάχα…
Άλλοι Γερμανοί έχουν πάρει θέσεις έξω
απ’ το χωριό και σκοτώνουν τους Διστομίτες, που γυρίζουν ανύποπτοι από τα
χωράφια τους. Και παράλληλα με τη σφαγή βάζουν φωτιά και στα σπίτια. Και μαζί
με τη φωτιά η διαρπαγή. Ότι βρίσκουν και μπορούν να σηκώσουν το παίρνουν και το
φορτώνουν στ’ αυτοκίνητα. Και δεν σφάζουν μόνο τους ανθρώπους. Σκοτώνουν και τ’
αθώα ζωντανά που βρίσκουν στις αυλές.
Σφαγή, φωτιά βιασμός ληστεία.
Όλη η τετραλογία της κτηνωδίας και της
βαρβαρότητας, προς δόξαν της φυλής των Αρίων…
****
Η τραγωδία τραβάει προς το τέλος της κατά
τις 6. Είναι βαρύς, συννεφιασμένος ο ουρανός και αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς.
Και οι Ούννοι, άνανδροι όπως είναι, φοβούνται τη νύχτα. Μπορεί να κατέβουν οι
αντάρτες. Κι αυτοί δεν είναι γυναικόπαιδα. Πρέπει λοιπόν, να γυρίσουν πριν τους
πάρει η νύχτα, στη βάση τους, για να δώσουν αναφορά στον αρχηγό τους ότι
εξετέλεσαν το καθήκον τους απέναντι του Μεγάλου Ράϊχ και της νέας Ευρώπης. Έτσι
αφήνουν το έργον τους μισοτελειωμένο. Γιατί η σφαγή κι ο χαλασμός έγινε στο
μισό χωριό. Το άλλο μισό – η δυτική περιοχή – γλύτωσε…
Το έσωσε η νύχτα που ερχόταν.
Συγκεντρώνονται στην πλατεία και,
γελαστοί και ικανοποιημένοι από το έργο τους, μπαίνουν με τα λάφυρα στ’
αυτοκίνητά τους και ξεκινούν για τη Λειβαδιά, αφήνοντας πίσω τους αίμα, θάνατο
και στάχτη. Αλλά και βγαίνοντας από το χωριό έχουν ευκαιρίες να συμπληρώσουν
ότι μπορούν. Στο δρόμο σκοτώνουν άλλους δέκα… και προς το βράδυ γυρίζουν στη
Λειβαδιά, όπου τους περιμένει ο διοικητής τους Ρίχερτ. Του δίνουν αναφορά,
υψώνουν το χέρι στο φασιστικό χαιρετισμό και φωνάζουν όλοι μαζί: Χάιλ, Χίτλερ!
****
Κι η νύχτα απλώνει το μαύρο της σάβανο
στο δολοφονημένο χωριό, που έχει μεταβληθεί σε νεκροταφείο. Εκείνοι που έζησαν,
βγαίνουν από τους κρυψώνες τους κι αναζητούν, μέσα στο σκοτάδι, τους συγγενείς,
τους φίλους, τους συγχωριανούς των. Τα όρνια έχουν πέσει τη νύχτα, κοπάδια
ολόκληρα, στη φρικτή πανδαισία που τους προσφέρεται. Το πρωί, με την αγωνία
στην ψυχή για τους δικούς τους, αρχίζουν κι έρχονται πολλοί από εκείνους που
είχαν φύγει. Αναζητούν κι αυτοί τους δικούς τους.
Οι θρήνοι και οι κοπετοί απλώνονται
παντού. Είναι μια εικόνα που δεν μπορεί ανθρώπινη πέννα να τη δώσει. Παντού
πτώματα. Μάνες που σφίγγουν ακόμα τα παιδιά τους με μια μαρμαρωμένη έκφραση
απελπισμένης στοργής, παιδιά που αγκαλιάζουν τη μάνα τους σα να ζητούν
προστασία, ανοιχτά μάτια που έχει αποτυπωθεί ο τρόμος, κορμιά χωρίς κεφάλια,
κεφάλια χωρίς κορμιά. Πολλοί από εκείνους που έζησαν, δεν μπορούν ν’ αντέξουν σ’αυτό
το φοβερό θέαμα. Χάνουν τα λογικά τους. Οι κάτοικοι ανοίγουν πρόχειρους τάφους στις
αυλές και θάβουν τους ανθρώπους τους.
Το πένθος κι η ερημιά βασιλεύει στο
Δίστομο αρκετές μέρες. Πολλοί έχουν ζητήσει καταφύγιο στις γύρω σπηλιές, πολλοί
έχουν πάει σ’ άλλα χωριά. Ύστερα από δεκαπέντε μέρες, νέα επιδρομή στο Δίστομο.
Στο άκουσμα «οι Γερμανοί έρχονται», οι χωρικοί αφήνουν το χωριό και φεύγουν
τρομαγμένοι. Ποιος ξέρει τι τους περιμένει πάλι. Μα αυτή τη φορά οι Γερμανοί
έρχονται με άλλο σκοπό. Έρχονται με άδεια καμιόνια, για να φορτώσουν όσα είχαν
αφήσει στις 10 Ιουνίου. Για να συμπληρώσουν τη ληστεία. Φορτώνουν τα’
αυτοκίνητα, σκοτώνουν έναν ενενηντάρη γέρο που είδαν στην πλατεία, βιάζουν μια
πενηντάρα τυφλή και τρελή και φεύγουν…
****
Και εδώ πέφτει η αυλαία στην τραγωδία
του Διστόμου. Κι ο απολογισμός της τραγικής αυτής ημέρας είναι: 223 νεκροί κι
ανάμεσα σ’ αυτούς 42 παιδιά, κάτω από δέκα χρονών.
Σήμερα, η επίσημη κι ελεύθερη πια
Ελλάδα θα ρίξει λίγα λουλούδια στους τάφους των αδικοσκοτωμένων αυτών Ελλήνων.
Και θα βρέξει με δάκρυα το ξερό χώμα που σκεπάζει τα αθώα θύματα της γερμανικής
μανίας, που υποσχέθηκε να φέρει τη «νέα τάξη» στην Ευρώπη και την εβύθισε σε
μια βαρβαρότητα, που όμοιά της δεν αναφέρει η ιστορία.”