Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Στις πλαγιές του Παρνασσού όταν αρχίζει η άνοιξις.


Πηγή στην επάνω Σουβάλα στον Παρνασσό.
Ενώ τα κοπάδια ανεβαίνουν το βουνό.

Μια επίσκεψις στις στάνες του Παρνασσού – Οι απλοί άνθρωποι με την αγνή ψυχή.

Κούκου, κούκου. Ο κούκος διαλαλεί την άνοιξη. Ο τσοπάνος άκουσε τη φωνή του να’ρχεται από το βουνό. Όρθωσε το κορμί του και έριξε τα μάτια του στα ψηλά.

Τα χιόνια είχαν σκάσει εδώ κι εκεί. Ο άσπρος μανδύας του Παρνασσού ήταν χαραγμένος παντού με πράσινες γραμμές. Τα έλατα είχαν ξεπετάξει καινούργιους βλαστούς. Συνέχιζαν το ανέβασμά τους προς τον ουρανό…

Καιρός για τα ψηλώματα. Καιρός να αφήσει το χειμαδιό.

Τώρα ολόκληρη η συντροφιά ανεβαίνει χαρούμενη το βουνό. Το κοπάδι, ο τσοπάνος, η τσοπάνισσα, τα σκυλιά.

Μπροστά σ’ ένα μεγάλο έλατο σταματά η συντροφιά. Ο λεβεντόκορμος τσοπάνος ξεμετρά κι εφέτος την λεβεντιά του μαζί του. Μένει ικανοποιημένος. Δίνει ύστερα την προσταγή στη καλή του.

Νέα και ωραία η τσοπάνισσα απλώνει τις κάπες στη ρίζα του έλατου.

Ετοιμάζει πρώτα απ’ όλα το κρεβάτι του νοικοκυριού της. Δυο μεγάλες πέτρες σκεπασμένες με χονδρό μάλλινο ύφασμα τοποθετεί για μαξιλάρια. Και τις βάζει τόσο κοντά την μια στην άλλη…

Για κάμποσο καιρό ο τσοπάνος θα μείνει εδώ με ολόκληρη τη συντροφιά του. Με το κοπάδι του, με τα αγέραστα έλατα, με την καλή του.

Όταν σφίξουν οι ζέστες θα ανέβει ακόμη παραπάνω. Πιο πάνω από τη ζώνη ως την οποία φτάνουν τα έλατα, στις «αμάλιες»

***

Ξεκινούμε από το Πολύδροσο (την Σουβάλα) με τα νερά του, τα λουλούδια του, τους φιλόξενους κατοίκους του. Ανεβαίνουμε ψηλά στον Παρνασσό και συναντούμε τον τσοπάνο στην στάνη του.

Στο ωραίο αυτό βουνό μόλις τώρα αρχίζει η άνοιξις!

Είναι η εποχή της πλούσιας βλάστησης και τα πρόβατα δίδουν στον τσοπάνο καθημερινά άφθονο γάλα. Αρμέγει δυο φορές την ημέρα. Το πρωί στις δέκα και το βράδυ στις εξ. Σφυρίζει, πετά μερικές πέτρες, χρησιμοποιεί ένα χαμόκλαδο. Και τα «γαλάρια», τα πρόβατα, που γέννησαν εφέτος και βγάζουν γάλα, μαζεύονται στο πρόχειρο μαντρί. Ανάμεσά τους βρίσκεται πάντα η τσοπάνισσα. Τους φέρεται με τόση οικειότητα, και την κοιτάζουν με απεριόριστη καλοσύνη. Με την γκλίτσα στο χέρι τα οδηγεί ένα-ένα στην έξοδο.

Πιτς, πιτς

Εκεί περιμένει ο τσοπάνος για τ’ άρμεγμα. Πολλές φορές υπάρχει κάποιος βοηθός από τη γειτονική στάνη. Το γάλα παχύ, άφθονο, γεμίζει αφρισμένο μια-μια τις καρδάρες. Και τα πρόβατα με τι προθυμία το δίνουν! Σαν να ’χουν συναίσθηση πως στάλθηκαν σ’ αυτό τον κόσμο μονάχα γι’ αυτό.

 Άρμεγμα σε κάποια στρούγκα στον Παρνασσό.

Μετά το άρμεγμα το κοπάδι κατευθύνεται στο «σταλό». Κάτω από ένα μεγάλο έλατο, πούνε λίγα βήματα παραπέρα θα σταλίσει μια, δυο ώρες το μεσημέρι. Τις ώρες αυτές θα τις χρησιμοποιήσει ο τσοπάνος, για να πήξει το γάλα, να φάγει και να κοιμηθεί.

***

Όπως και τις άλλες μέρες, έτσι και σήμερα το γάλα θα γίνει τυρί και γιαούρτι. Πάνω από το μεγάλο καζάνι μπαίνει ένα διχαλωτό ξύλο, η «διχάλα», και από πάνω ένα άσπρο πανί, η «τσαντίλα». Το γάλα θα περάσει από την τσαντίλα. Θα καθαριστεί από τις τρίχες και τα φύλλα του ελάτου, πού ’πεσαν ίσως κατά το άρμεγμα. Θα μετρηθεί ύστερα. Ένα ξύλο χαραγμένο σε μικρά διαστήματα (μετρόξυλο), θα τοποθετηθεί κάθετα μέσα στο καζάνι. Ο τσοπάνος μ’ αυτό το πρακτικό μέτρο, θα ξέρει ακριβώς την καθημερινή παραγωγή.

Το γάλα τώρα είναι έτοιμο για πήξιμο. Θα ανακατευτεί με τη μαγιά και θα σκεπαστεί. Σε δυο ώρες είναι έτοιμη η φέτα. Η ολόπαχη φέτα του Παρνασσού. Ξαναπερνά από τη τσαντίλα και ότι μένει βράζεται. Με το δεύτερο πήξιμο θα ’χωμε τη μυζήθρα.

Είπαμε πως όλο το γάλα δεν γίνεται τυρί. Γύρω από το έλατο, σ’ όλες τις προεξοχές, κρέμονται πολλά στρογγυλά ξύλινα δοχεία, τα «βιδούρια». Και είναι πάντα γεμάτα γιαούρτι «που δεν κόβεται με το κουτάλι». Γιαούρτι Παρνασσού.

***

Να επισκεφτείτε στη στάνη του ένα τσοπάνο του Παρνασσού και να μη φάτε;
Αυτό δεν γίνεται.

Μαζεύει για χατίρι σας τα πρόβατα. Σας προσφέρει να πιείτε γάλα αρμεγμένο την ώρα εκείνη. Ξεκρεμά από το έλατο το βιδούρι. Και σας δίνει να φάτε γιαούρτι, ολόπαχο και σταρένιο ψωμί.

Του δίνεται μια ευχή: Να γίνουν χίλια τα πρόβατά του.

Και σας αντεύχεται, αφού είσθε απάντρευτος, ένα καλό ταίρ(ι). Σας εύχεται ότι καλύτερο η καρδιά του τον καλεί να σας ευχηθεί. Το δικό του αφοσιωμένο ταίρι του είναι τόσο πολύτιμο! Το πολυτιμότερο γι’ αυτόν στον κόσμο αγαθό.
Με προθυμία σας απαντά σ’ όλες σας τις ερωτήσεις.

Τις κάπες, λέγει, τις φκιάνουν οι γριές κάτω στο χωριό. Οι νιές δεν φκιάνουν γιατί δεν «νογούν».

Δεν νογούν;

Δεν θέλει να σας πει αυτό. Θέλει να σας πει πως η δουλειά τους είναι άλλη. Να συντροφεύουν τον τσοπάνο στο βουνό και… να γλυκαίνουν τις ώρες του. Ποτέ ας μην έρθει η ώρα εκείνη που κι αυτές θα μείνουν στο χωριό, για να φαίνουν κάπες.

Έχουν και το παιδάκι τους μαζί. Ένα μικρό «ζουλαπάκι», όπως το αποκαλούν, μόλις τριώ χρονώ. Του δίνεται ένα κέρμα «για να πάρει καραμέλες».

Που είναι οι καραμέλες; Σας ερωτά.

Δεν έχει εδώ πάνω, του απαντάτε.

Κοιτάζει από την μια μεργιά και από την άλλη το κέρμα. Ύστερα προχωρεί και σας το προσφέρει.

Πάρτε το!

Το περιμένατε αυτό; Τα λεπτά στο βουνό δεν μπορούν να γίνουν καραμέλες. Και του είναι άχρηστα. Μια εκδήλωση πολιτισμού που σας καταπλήσσει. Δεν μπορείτε να βρείτε την δικαιολογία της, παρά μόνο στο γεγονός πως αυτό το μικρό γεννήθηκε απ’ ανθρώπους που τον πολιτισμό τον έχουν μέσα τους.

***

Και πράγματι. Είναι αδύνατο κανείς να βρει λόγια για να παρουσιάσει τον ανώτερο και αγνό πολιτισμό του ρουμελιώτη τσοπάνη.

Η ξεκούραση του τσέλιγκα.

Όταν τον γνωρίσετε από κοντά, πετά άθελα ο νους σας δυόμιση χιλιάδες χρόνια πίσω. Και βλέπετε τους ανθρώπους που ’ζησαν τότε στον Παρνασσό, ολοζώντανους μπροστά σας.

Τους βλέπετε με τα στητά και ολόισα κορμιά, με την κλασική τους ομορφιά. Τους βλέπετε με τη μεγάλη αγνή, ελληνική ψυχή. Την ψυχή εκείνη που δημιούργησε τον μεγαλύτερο πνευματικό πολιτισμό που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.

Ας στείλουμε τους ξένους στα χωριά του Παρνασσού. Θα βρουν εκεί ότι χρειάζονται για να πεισθούν πως δεν διεκόπη ποτέ η συνοχή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Θα αντιληφθούν πόσο μεγάλη πραγματικότητα υπήρξε το ελληνικό ιδεώδες. Πως τα πρότυπα των δημιουργημάτων του Μύρωνα και του Πραξιτέλη υπήρξαν άνθρωποι ζωντανοί.

Ας ανεβαίνουμε κι εμείς οι ντόπιοι συχνά στον Παρνασσό.

Γ. ΤΖΑΜΟΥΖΑΚΗΣ

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Η βραδυνή» 13/6/1939.