Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Μνήμες!





Του Στέργιου Μπακολουκά

Ήταν πολύ θυμωμένος, εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό, όταν είχε έρθει να με βρει. Μόλις είχε τελειώσει το καλοκαίρι, και καθώς ο καιρός ήταν καλός, ήμουν ξαπλωμένος με δυο φίλους μου, τεμπελιάζοντας ακόμα, στα καθίσματα ενός καφέ στην Πλάκα, δίπλα από τη Ρωμαϊκή Αγορά. 


Οι λίγοι τουρίστες που είχαν περισσέψει, γυρόφερναν στα στενά κάτω από την Ακρόπολη και τα παιδιά του μαγαζιού είχαν όλο το χρόνο να μας περιποιηθούν και να χαζολογήσουν μαζί μας. 

Στο τραπέζι, ανάκατα, εφημερίδες και περιοδικά πρόσφεραν πληροφορίες που δεν προλαβαίναμε να αφομοιώσουμε. 

“Περίμενε”, του είπα, “μη χαλιέσαι! Παράγγειλε καφέ και μετά θα τα πούμε με την ησυχία μας.”

Ο Στάθης δούλευε στον ΟΤΕ. Ήταν ηλεκτρονικός. Είχε τελειώσει τη Σχολή “Μπένου - Πάλμερ’’. Στη δουλειά πήγαινε …ξενόκαρδα, μόνο για βιοπορισμό, γιατί το πάθος του ήταν το θέατρο. Έχοντας παρακολουθήσει κάποια μαθήματα υποκριτικής και έχοντας, κυρίως, παρακολουθήσει άπειρες παραστάσεις της εποχής, σε κάθε λογής θεατρικούς χώρους, άρχισε να “υποκρίνεται’’ μικρούς ρόλους σε δημιουργίες επίδοξων ερασιτεχνών σκηνοθετών, σε ορχήστρες περιφερειακών θεάτρων. Έπαιζαν έργα σημαντικών συγγραφέων του διεθνούς ρεπερτορίου, πολλές φορές, τολμώ να πω, με σημαντική απόδοση, αλλά τις περισσότερες μπροστά από ….άδεια καθίσματα! Επειδή ήταν παιδικός μου φίλος, είχαμε μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά, πάντα είχα …δωρεάν προσκλήσεις, στις παραστάσεις που συμμετείχε, παίρνοντας μέρος στη συνέχεια στον επινίκιο ….συμπόσιο - ρεφενέ που ακολουθούσε.
Λεφτά δεν του περίσσευαν ποτέ. Μόλις έπαιρνε το μισθό του, τον έβρισκες ή στα βιβλιοπωλεία των στενών γύρω από την Ακαδημίας, κάτω από τη Νομική Σχολή, ή στα παλαιοπωλεία του “Γιουσουρούμ’’, ν’ αγοράζει βιβλία. Τα συσσώρευε σπίτι του, χωρίς να έχει καμία οργανωμένη βιβλιοθήκη. Τα έβρισκες διασκορπισμένα σε ντάνες στο πάτωμα, στο τραπέζι, στην τουαλέτα, στο κρεβάτι, ακόμα και στο διάδρομο. Ήταν τόσα πολλά που βλέποντάς τα είχες την πεποίθηση ότι για να τα διαβάσει χρειαζόταν τουλάχιστον τρεις ζωές!

Έμενε σε ένα αρχαίο ….“χαλέπιτο” στα Εξάρχεια, συγκάτοικος με το Νικόλα. Μόλις πέρναγες τη στενή διπλόθυρη αυλόπορτα με το τσεμπερέκι, που αντί για κλειδαριά είχε περασμένο ένα σύρμα στο χερούλι της, βρισκόσουν σε ένα εσωτερικό περιβόλι με ζαρζαβατικά και αμέσως δεξιά σου υπήρχε μια εξωτερική σιδερένια στριφογυριστή σκάλα, που οδηγούσε σε μια πράσινη ξύλινη πόρτα. Ήταν η είσοδος του σπιτιού. Είχε ένα μακρύ διάδρομο, δυο δωμάτια δεξιά και αριστερά, ένα για τον καθένα, και στο βάθος δίπλα σε μια ετοιμόρροπη τουαλέτα, ένα σαλόνι - ο Θεός να το κάνει τέτοιο - που ήταν πάντα κλειστό, γεμάτο με παλιά ξεχαρβαλωμένα έπιπλα, τα οποία είχαν εγκαταλείψει οι προηγούμενοι ενοικιαστές.

“Σε παρακαλώ πολύ”, μου είπε πίνοντας τον καφέ του, “θέλω να με βοηθήσεις να μετακομίσω. Δεν τον αντέχω άλλο. Τώρα πλέον βάζει τα σκυλιά μέσα στο σπίτι και βρωμάει ό τόπος. Τσακωνόμαστε κάθε μέρα.” “Ρε Σταθάρα”, του είπα, “αφού ο Νικόλας είναι φίλος σου, ωραίος τύπος, και τα τραγούδια του στις κασέτες είναι ροκιές ανεπανάληπτες, γιατί δεν το κουβεντιάζετε, να τα βρείτε και να συμβιβαστείτε;” “Όχι δεν πάει άλλο”, αντιγύρισε θυμωμένα, “έχει σαλτάρει τελείως σου λέω, δεν έχει να κάνει με τη μουσική. Μετά από την περιπέτεια που είχε με την γκόμενα”, συνέχισε, “του καρφώθηκε η ιδέα ότι μπορεί να ….αναστήσει και νεκρούς! Ίσως φταίνε και τα περίεργα βιβλία που διαβάζει τελευταία. Κάνει πειράματα με σκυλιά! Προχτές, σκότωσε τον Στάλιν (το σκυλί του) και τώρα προσπαθεί να τον …ξαναφέρει στη ζωή! Σου λέω έχει κόψει άλυσο, δεν αντέχεται!”

Είχε βρει νέο σπίτι και συνεννοηθήκαμε να τον βοηθήσω στη μετακόμιση με το φορτηγάκι που διέθετα. Έκανα δυο διαδρομές, μεταφέροντας κυρίως βιβλία, μερικές κούπες για καφέ και ένα γκαζάκι. Ένα μικρό ψυγείο, ένα κασετόφωνο και δυο σακούλες με κασέτες. Ένα ξύλινο μπαούλο με ρούχα, τέσσερις καρέκλες, ένα τραπέζι και ένα στρώμα. Δεν πήγε μακριά, μεταφέρθηκε τρία στενά πιο πάνω από την πλατεία των Εξαρχείων, σ’ ένα υπερυψωμένο, μικρό, ισόγειο, διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας, με δυο παράθυρα προς το δρόμο. Κατά τη διάρκεια της μετακόμισης ο Νικόλας ήταν άφαντος.

Όταν τον ξανασυνάντησα μετά από ένα μήνα ήταν πολύ στενοχωρημένος. “Ξέρεις”, μου είπε, “τον Νικόλα τον πήγαν στο Δαφνί. Θέλω να πάω να τον δω.” Προσφέρθηκα να τον πάω, επειδή δεν είχε αυτοκίνητο. Δέχτηκε. Όταν φτάσαμε στο ίδρυμα, βρήκαμε ένα Νικόλα αλλιώτικο. Ήταν χαρούμενος, ευτυχισμένος και παράδοξα πολυλογάς. Είχε καταφέρει, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, να γίνει ο αρχηγός των εκεί παροικούντων. Τους έπαιζε μουσική με την κιθάρα του, γέλαγε συνέχεια κάνοντας πλάκες, τους έλεγε ανέκδοτα, και αυτοί τον είχαν στα όπα - όπα. Του έκαναν θελήματα, του έφερναν καφέ και ό,τι άλλο ήθελε και κάθονταν δίπλα του κοιτώντας τον στα μάτια. Όταν φύγαμε, ο Στάθης ήταν μάλλον ευχαριστημένος. Του άφησε λίγα χρήματα, με την υπόσχεση ότι θα ερχόταν πάλι να τον δει. Πήγαμε εκεί δυο - τρεις φορές, πάντα Κυριακή πρωί, και πάντα φεύγαμε με την πεποίθηση ότι ο Νικόλας πέρναγε καλά και συνερχόταν.

Μου τηλεφώνησε λίγο καιρό μετά και μου μίλησε πολύ χαρούμενος. Για τον Νικόλα είχαν ενδιαφερθεί οι δικοί του, μου είπε, και τον είχαν μεταφέρει σε ιδιωτική κλινική στα βόρεια προάστια και θα πήγαινε να τον δει. Δεν μπόρεσα να τον συνοδέψω και γι’ αυτό πήγε μόνος του.

Τον βρήκα στο καφέ “Μαρωνίτα’’, στην πλατεία Εξαρχείων, μετά από λίγες μέρες και ήταν εμφανώς στενοχωρημένος. “Ξέρεις”, μου είπε, “ο Νικόλας εκεί που τον πήγαν, τα έχει όλα, αλλά δεν είναι καθόλου καλά. Μένει σε μονόκλινο δωμάτιο, με καθαρά σεντόνια και ρούχα, αλλά είναι απομονωμένος, χωρίς παρέες, μπλαστρωμένος με χάπια και αγέλαστος. Δεν τη βγάζει έτσι! Δεν είναι χώρος αυτός για τα γούστα του. Στο Δαφνί ήταν πολύ καλύτερα!”

Πέρασε ο καιρός και ο Νικόλας βγήκε. Βλέποντας ίσα μπροστά, περπατώντας άκαμπτα, χωρίς να χαιρετάει κανέναν, περιφερόταν στην πλατεία, κόβοντας ….αζιμούθιο! Μια νάιλον σακούλα γεμάτη με χάπια κρεμόταν κάτω από τη μασχάλη του, γιατί, όπως του είπαν, έπρεπε να τα παίρνει στην ώρα τους. Οι γιατροί έλεγαν ότι ήταν καλά, κι αυτός έκανε πως τους πίστευε. Μουσική δεν ξανάγραψε.

Ήταν απόγευμα Σαββάτου, όταν πέρασα πάλι από το σπίτι του Στάθη. Η άνοιξη χόρευε στα παρτέρια αγκαλιά με χρώματα και μυρουδιές. Μου άνοιξε, παραμερίζοντας πάλι μια στοίβα από βιβλία. Ο χώρος ήταν καταθλιπτικά σκοτεινός και αυτός πολύ συνοφρυωμένος. Μου σέρβιρε τσάι Παρνασσού και μου έδειξε ένα σημείωμα που δεν έγραφε όνομα, αλλά έλεγε ότι αυτός που το έγραψε θ’ ….αυτοκτονούσε σε λίγες μέρες. Ήταν σημείωμα του Νικόλα, όπως μου είπε. Κάθε πρωί, αυτός κάρφωνε με πινέζα έξω από την αυλόπορτα ένα σημείωμα, που προσδιόριζε πόσες ακόμα μέρες του απέμεναν μέχρι να φύγει. Λες και θ’ απολυόταν από το στρατό. Ένα από αυτά τα σημειώματα ήταν κι αυτό που κρατούσα στα χέρια μου. “Δεν νομίζω ότι θα φτάσει μέχρι εκεί”, του απάντησα. “Μάλλον κάνει πλάκα. Αυτός που θέλει να τελειώνει με τον εαυτό του δεν το φωνάζει”. “Μπα! θα το κάνει ο μπαγάσας! τον κουβέντιασα και το κατάλαβα, το έχει πάρει απόφαση”, μου απάντησε.

Μετά από τέσσερις μέρες, Πέμπτη 17 Μαρτίου 1988, χαράματα, ο Νικόλας κρεμάστηκε με ένα καραβίσιο χοντρό σχοινί, ακουμπώντας έτσι στο προσωπικό του πεπρωμένο. Ήταν ο Νικόλαος Ασημακόπουλος, με το γνωστό σε όλους μας όνομα Νικόλας ο Άσιμος!