Πάνω από τέσσερες μέρες αργίας, η Πασχαλιάτικες παύσεις. Μεις οι συνειθισμένοι να ζούμε κάθε ελεύθερη στιγμή στον καθαρό αέρα, στο ύπαιθρο, όσο μπορούμε κοντήτερα στην αγνή φύση, που θα τις περάσουμε αυτές τις μέρες;
Τα εκδρομικά σωματεία πηγαίνουν σε μακρυνές και ακριβές για μας εκδρομές. Μ’ αφού, απ’ ανώτερη βία, δε μπορούμε ένα απ’ αυτά ν’ ακολουθήσουμε, παίρνουμε το φτωχικό βαλάντιό μας, τη πλούσια σε συναισθήματα καρδιά μας, τα δοκιμασμένα πόδια μας, και ξεκινάμε για ένα λαμπρό προσκύνημα. Στους Δελφούς θα σταματήσουμε άφωνοι μπρος στο δημιουργικό κι’ ακαταγώνιστο Ελληνικό Πνεύμα, στο παμπάλαιο μοναστήρι του Οσίου Λουκά θα ριγήσουμε από μυστικόπαθες ψαλμωδίες ασκητικών καλογήρων, θα δούμε αδελφωμένες στον Ορχομενό και στη Σκριπού την αρχαία Ελλάδα με το Βυζάντιο και θα νοιώσουμε ενθουσιασμό κι’ εθνική υπερηφάνεια στη λεβεντογεννήτρα Αράχωβα και στη ξακουστή Λεβαδειά. Θα κάνουμε ένα πνευματικό λουτρό ψυχικής κάθαρσης στης ιστορίας τα πλούσια νερά, απ’ τον καιρό της Δελφικής Πυθίας ως των αρματωλών και των κλεφτών τη θρυλική εποποιΐα…
Είχε πια γλυκοχαράξει η Μ. Παρασκευή σαν φτάξαμε στην Ιτιά, το γραφικό παράλιο χωριουδάκι, που πιο ώμορφο το κάνουν η γαληνεμμένη θάλασσα του κόλπου της κι’ οι επιβλητικοί όγκοι των γύρω βουνών, του Παρνασσού, της Γκιώνας και της Κίρφης. Παίρνουμε το μονοπάτι για τους Δελφούς, που κάπου κει πάνω στο ακάθαρο φως της αυγής ακαθόριστα ξεχωρίζουν κολλημένοι στους ξηρούς βράχους των κορφών του Παρνασσού. Αμέσως έξω απ’ το χωριό αρχίζει ο περίφημος ελαιώνας της Άμφισσας. Περνούμε δίπλα από σκιερά καταπράσινα λιβάδια κι’ από μικρά-μικρά ποταμάκια π’ αργοκυλώντας ποτίζουν τους αγρούς και τα περιβόλια. Η πυκνόφυλλες εληές μας προφυλάγουν στο πέρασμά μας απ’ του ήλιου τις αχτίδες, που ανατέλλοντας έχει χρυσώσει τις χιονισμένες της Γκιώνας κορφές. Το δροσερό αέρι μας δίνει φτερά στα πόδια. Χωρίς να το καταλάβουμε ύστερα από λίγη ανηφοριά έχουμε φτάσει στο Χρισσό, που στη θέση της αρχαίας Κρίσσας χτισμένο, είνε ο πρόδρομος της Δελφούπολης. Δροσιζόμαστε στις βρύσες του χωριού. Οι χωριάτες στη πλατεία μας κυττάζουν περίεργα και κάτι σιγοκουβεντιάζουν. Μας πήρανε ίσως για ξένους. Τόσο το καλλίτερο. Θα τους βγάλουμε την ιδέα πως μόνο οι ξένοι νοιώθουν τ’ αριστουργήματα των προγόνων μας κι’ έρχονται και τα προσκυνούν. Συνεχίζουμε το δρόμο μας κι’ ακολουθώντας τ’ ανηφορικό μονοπάτι κάτω απ’ τον όγκο των απόκρημνων βράχων φτάνουμε στο Καστρί – ύστερα από 2 ½ ωρών πορεία απ’ την Ιτιά. Ρίχνοντας ένα βλέμμα από κει πάνω θαυμάζουμε το θέαμα που ανοίγεται κάτω μας. Δεξιά η Γκιώνα και χαμηλότερα τα βουνά του Γαλαξειδιού, αριστερά κι’ αντίκρυ η γυμνή Κίρφης κι’ αμέσως κάτω το Χρισσό, αριστερά ο Πλείστος ποταμός, πιο κάτω ο ελαιόκαμπος και στην ακροθαλασσιά η Ιτιά.
Το Καστρί, το χωριουδάκι των Δελφών, βρισκότανε στη θέση όπου σήμερα η αρχαιότητες και μετατοπίσθηκε στο 1900 περίπου, όταν η γαλλική Αρχαιολογική Σχολή έκανε τις ανασκαφές των αρχαίων Δελφών. Αφίνοντας το χωριό και πέρνοντας το δρόμο για τ’ αρχαία αντικρίζουμε πρώτα-πρώτα τους γυμνούς βράχους των Φαιδριάδων και της Κασταλίας και σε μια στροφή του δρόμου ξανοίγεται μπροστά μας όλη σχεδόν η νεκρούπολη των Δελφών στη πλαγιά του βουνού χτισμένη κι’ από βράχια του επιβλητικού Παρνασσού στεφανωμένη. Αριστερά στην αρχή το συμμετρικό κτίριο του Μουσείου με τον περίφημο χάλκινο Ηνίοχο, με διαφόρους κίονες, με τη Σφίγγα, τον Ομφαλό και την αναπαράσταση του θησαυρού των Κνιδίων. Κι’ ύστερα διακρίνουμε ανεβαίνοντας ψηλότερα στ’ αρχαία το θησαυρό των Αθηναίων, το αρχαίο θέατρο άλλα πολλά, και πιο πάνω το αρχαίο στάδιο. Δεξιά η Κασταλία κι’ η χαράδρα των Φαιδριάδων, απ’ όπου εξακολουθεί να τρέχη το προτερινό «λάλον ύδωρ».
Στους Δελφούς είχαμε την εξαιρετική πραγματικά ευτυχία να γνωρίσουμε κι’ από κοντά την Εύα Σικελιανού με το αρχαϊκό της φόρεμα και τα γυμνά χέρια και πόδια, και να θαυμάσουμε – μαζί με τους Ελβετούς Εκπαιδευτικούς Εκδρομείς – και να συγκινηθούμε απ’ τις γενικές δοκιμές του Προμηθέα Δεσμώτη και των Ικέτιδων. Κορίτσια ώμορφα, όλα διαλεγμένα κι’ ίδια στο κορμί, στη μορφή, στη φωνή, στη κορμοστασιά, με τις αρχαίες χτενισιές και τους χεροκαμωμένους χιτώνες, όλα ρυθμικά τα βήματά τους σέρνανε, και τα χέρια τους, το κορμί τους με μια κίνηση το παθητικό τραγούδι τους συντροφεύανε. Ανθρώπινα συναισθήματα και πάθη με το χορό τους εκδηλώνανε και μεταδίνανε στους θεατές ρίγη ξέχωρης συγκίνησις. Σ’ εκείνο το απλό μα υπερώμορφο αρχαϊκό περιβάλλον η ιέρειας αυτές του ανθρώπινου πόνου μας δώσανε ένα μάθημα ανθρώπινης ανωτερότητας. Μας πήραν τη ψυχή μας και το κορμί μας προσηλωμένα στην ύλη στη σημερινή εποχή βρίσκονται και μας ανεβάσανε ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που δεν υπάρχουν πάθη και σκέψεις άλλες από ανθρωπιστικές κι’ από ανώτερα ιδεώδη…
Στο τέλος της δοκιμής η κυρία Σικελιανού με τα ώμορφα κορίτσια – και πρώτες και καλλίτερες η Δες Λαντσίδου, Μολά, Καββαδία κι’ άλλες – είχαν τη καλωσύνη να πάρουν πλαστικές στάσεις μπρος στο φακό μας και ν’ αποτυπωθούν τα ωμορφοστημένα κορμιά τους.
Αργά τ’ απόγευμα πήραμε το δρόμο για την Αράχωβα. Άρχισε πια να σουρουπώνη σαν φτάσαμε στο γραφικό χωριό που στέκει χαριτωμένα σε μια πλαγιά του Παρνασσού σε 1000 περίπου μέτρων ύψος. Αδιάκοπα έτρεχε το νερό απ’ τη μαρμάρινη πηγή της κεντρικής του χωριού πλατείας, λες κι’ έβγαινε απ’ τα έγκατα του Παρνασσού παγωμένο, κι’ ένα τσουχτερό κρύο νοιώθαμε να τρυπά τα κορμιά μας. Κι’ όταν καλά σκεπασμένοι πέσαμε ύστερα απ’ τη κούραση της μέρας να κοιμηθούμε, ακουγότανε απ’ έξω η θρηνώδικες ψαλμωδίες των Επιταφίων και στο μυαλό μας στριφογύριζαν εικόνες αρχαίων μεγαλείων κι’ ώμορφων κοριτσιών πλαστικοί χοροί, που μας γέμιζαν το νου, ενώ τα παθιάρικα τραγούδια των γλυκά-γλυκά μας νανούριζαν και μας έκαναν να ξεχνάμε ολότελα του κορμιού τη κούραση.
Υπέροχος ο ύπνος στην Αράχωβα κι’ ακόμα καλλίτερο το ξύπνημα. Μ’ ελαφρό το σώμα και ξεκάθαρο το μυαλό θαυμάσαμε την ανοιξιάτικη κείνη μέρα του Μ. Σαββάτου, που ο ήλιος όλα γλυκά τα φώτιζε και τάκανε να λαμποκοπούνε και χαρούμενα να φαίνουνται κι’ ο γαλάζιος ουρανός κι’ οι πρασινισμένοι κάμποι και τα ελατοσκέπαστα βουνά και τα γυμνά φαράγγια και τ’ απαλόγραμμα του χωριού σπίτια. Όλα χαρά Θεού.
Και παίρνουμε πάλι το σάκκο και το ραβδί του πεζοπόρου και συνεχίζουμε το δρόμο μας. Παίρνουμε το νεοχαραγμένο δρόμο Αράχωβας – Διστόμου κι’ ύστερα το μονοπάτι. Ο δρόμος κατηφορίζει ομαλά έχοντας αριστερά και δεξιά τις ελατόσκεπες πλαγιές του Παρνασσού και του Ξηροβουνιού (Κίρφης). Στο πλατανόσκεπο χάνι του Ζεμενού δοκιμάσαμε ένα παχύτατο γιαούρτι που μας τόνωσε τις δυνάμεις και παρακάτω στο ξάνοιγμα του στενού στέκεται στη μέση πάνω σ’ ένα όγκο βράχων το μνημείο του αξιωματικού Μέγα, στο τόπο όπου σκότωσε τους περίφημους Νταβέληδες. Κι’ ύστερα πλαγιά-πλαγιά κι’ όλο δεξιά φτάνουμε στο Δίστομο. Είνε μεσημέρι. Πολύ φαγί με περισσότερη όρεξη, μια επίσκεψη σ’ αρχαίους τάφους σκαμμένους στα βράχια και πάλι στο δρόμο μας για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Σε λίγο αφίνουμε δεξιά το Στείρι, τη πατρίδα του Οσίου Λουκά, ενώ όλο και απομακρυνόμαστε απ’ τον Παρνασσό και τη Κίρφη πλησιάζοντας προς τον Ελικώνα και τα παρακλάδια του. Ο λόφος, όπου το μοναστήρι, γεμάτος απ’ τις αμυγδαλιές τις καταπράσινες και τις απειράριθμες μαργαρίτες, έδινε την όψη χιονισμένου ανοιξιάτικου τοπείου.
Νωρίς τ’ απόγευμα βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Μας υποδέχεται ο Ηγούμενος Πάτερ Νικόδημος, ένα συμπαθητικό και σεβάσμιο γεροντάκι, και μας πάγει στο ηγουμενείο για να ξεκουραστούμε και να πάρουμε το καφέ. Βρίσκουμε δω κι’ άλλους Αθηναίους που ήρθαν να περάσουν ήσυχα το Πάσχα εδώ και μερικούς ξένους. Ύστερα απόναν ξεκουραστικό καφέ και μαστίχα, ρίχνουμε μια ματιά στο μοναστήρι, που σαν όλα έχει σχήμα τετράγωνο, που το σχηματίζουν τα κελλιά, ο ξενώνας κτλ. ενώ τη μέση κατέχει το καθολικό της μονής. Σ’ ένα μικρό κτίριο δίπλα στη κύρια είσοδο, είδος πύργου, βρίσκεται ένα ρολόγι έξω απ’ την αυλή δυο σπίτια καλογήρων κι’ ένα ερειπωμένο. Στη θέση που σήμερα βρίσκεται το μοναστήρι του Οσίου Λουκά είτανε πριν ασκητήριο της Αγίας Βαρβάρας. Εδώ ασκήτευσε κι’ ο όσιος Λουκάς αφού γύρισε διάφορα μέρη, κι’ ύστερα απ’ το θάνατό του χτίστηκε στα μέσα του 10 μ.Χ. αιώνα το μοναστήρι αυτό για τιμή του. Η σημερινή στ’ όνομα του Οσίου Λουκά εκκλησιά βρίσκεται πάνω απ’ τη παληά της Αγίας Βαρβάρας, στην οποία υπάρχει κι’ ο τάφος του Οσίου. Είνε ρυθμού σταυρικού κι’ είνε, λένε, πανόμοια με την αγία Σοφία. Η σπουδαιότερη αξία όμως της εκκλησιάς αυτής, του καθολικού, προέρχεται απ’ τα περίφημα ψηφιδωτά του, που στολίζουν θόλους, τοίχους, αψίδες, τρούλλους και το πάτωμα. Δυστυχώς πολλά απ’ την υγρασία έχουν χαλάσει και τ’ άλλα έχουν φόβο αν δεν προφυλαχτούν. Είνε κρίμα τέτοια αριστουργήματα τέχνης κι’ ανεκτίμητα κειμήλια της θρησκείας μας να κινδυνεύουν να χαθούν απ’ την αστοργία κι’ αμεριμνησία των αρμοδίων. Ευτυχώς ο σημερινός Ηγούμενος και μόρφωση έχει και ζήλο κι’ ενεργητικότητα, μα δεν μπορεί μόνος να κάνη τίποτα, του έχουν δεμένα τα χέρια. Δίπλα στον κύριο ναό άλλος μικρότερος της Παναγίας.
Κατά το σούρουπο ένας περίπατος στη κρύα πηγούλα με τις λεύκες περνώντας απόνα γραφικώτατο δαντελλωτό πεύκο είτανε μια εξαιρετική ανακούφιση κορμιού και πνεύματος, ύστερα απ’ εντυπώσεις και τη κούραση της μέρας. Ένα λιτό χαρούμενο δείπνο κι’ ύστερα λίγος ύπνος στο φιλόξενο σπιτάκι του περιποιητικώτατου παπά-Ευγένιου, για νάμαστε έτοιμοι για τη λειτουργία της Ανάστασης.
Γλυκά-γλυκά, χαρούμενα, τ’ αηδονόλαλο του μοναστηριού σήμαντρο στον ύπνου μας αντηχά, ρυθμικά σημαίνοντας στης νύχτας της ανοιξιάτικης την απαλότατη σιγαλιά. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Πρόθυμα πάμε στην εκκλησιά. Μαύρες σκιές θωράμε να προχωρούν σ’ αυτήν και τις θέσες των να παίρνουν στα στασίδια. Όλοι βρίσκουνται εκεί. Ο Ηγούμενος με τον μανδύα του στο ψηλό του στασίδι κι’ οι παπάδες με τ’ άμφιά τους λάμπουν κάτω απ’ τ’ αδύναμα φώτα των καντηλιών. Σκοτάδι επικρατεί στην εκκλησιά. Και ξάφνου «Την ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς» ακούμε να ψάλλουν απ’ την Ωραία Πύλη και να φωτίζεται με μιας όλος ο μυστικόπαθος της εκκλησιάς χώρος. Και σε λίγο κάτω απ’ τον άσπιλο του Απρίλη ουρανό άπατο στην πηγή και στ’ άλλα ώμορφα μέρη ακούεται το χαρούμενο άγγελμα «Χριστός ανέστη εκ νεκρών». Όλη η φύση στο ζενίθ της δόξης της. Κι’ αυτή λες γιορτάζει και παίρνει μέρος στη μεγάλη της Χριστιανωσύνης και της Ελλάδας ιδιαίτερη γιορτή της Αγάπης. Κι’ εξακολουθεί χαρούμενα και γοργά η λειτουργία. Και στο τέλος βγαίνοντας απ’ την εκκλησιά δεχόμαστε – παληού εθίμου συνέχιση – απόνα κομμάτι ψωμί και τυρί κι’ ένα κόκκινο αυγό απ’ τα χέρια του Ηγούμενου, που μαζί μ’ ένα ποτήρι καλογερικό κρασί αποτελέσανε ένα θαυμάσιο μεταμεσονύχτιο πρόγευμα.
Και πάλιν ύστερα ύπνος ως το πρωΐ, που μας ξύπνησε η κνίσσα τεσσάρων αρνιών που στριφογυρίζανε στη σούβλα λεβεντόκορμοι τσοπάνοι και η βοή της μαγερίτσας που έβραζε σ’ ένα καζάνι με την επίβλεψη του πάτερ Ησαΐα. Όλοι παρνούσαμε χαρούμενοι και κάναμε περίπατο στην πηγή και στ’ άλλα ώμορφα μέρη του μοναστηριού προετοιμάζοντας την όρεξή τους. Τέλος πάντων έφτασε η αναμενόμενη στιγμή. Με πομπή ψάλλοντας απ’ την εκκλησιά καταλήξαμε στη Τράπεζα του μοναστηριού, όπου ύστερα από σύντομη ευχή του Ηγούμενου πήραμε τις θέσεις μας στο τραπέζι. Ο Ηγούμενος στην αρχή της Τραπέζης, κοντά του οι επισκέπτες, δίπλα τους οι αδερφοί της Μονής και σ’ άλλο τραπέζι οι υπηρέτες κι’ οι μικροί υποταχτικοί. Εξαιρετικά απολαυστική η καλοκαμωμένη μαγερίτσα, ανακατωμένη δε με γιαούρτι θείο φαγητό. Επακολουθεί ακατάσχετο μάσσημα συνοδευόμενο με κρασί και το τέλος το δίνει μια ευχή πάλι του Ηγουμένου, που με προπομπή σαν πρώτα καταλήγει στην εκκλησιά.