Του ΤΑΚΗ ΛΑΠΠΑ
Περιοδεύοντας το Σεπτέμβρη του 1834 ο Βασιλιάς Όθων στην Ανατολική Ελλάδα για να γνωρίση από κοντά τη Ρούμελη που τόσο ηρωϊκά είχε δράσει στους χρόνους του Αγώνα και περνώντας από τη Κάζα – Θήβα – Ζαγαρά έφθασε στις 17 το βράδυ στη Λειβαδιά.
Κι’ εδώ όπως και στ’ άλλα μέρη έγινε δεκτός από τους Λειβαδίτες με μεγάλο ενθουσιασμό, που τον υποδέχονταν ελεύθεροι στη σκλάβα ως τα χθες πατρίδα τους. «Η υποδοχή – γράφει η εφημερίς «Σωτήρ» - την οποίαν η Α.Μ. έλαβε δεν ήτο από τας προμελετημένας τας οποίας υπαγορεύουν τα προγράμματα και εκτελούν οι λαοί πολλάκις χωρίς όρεξιν. Ήσαν ζήτω ειλικρινή, φωναί και ευφημίαι εκ βάθους καρδίας».
Την άλλη ημέρα αντικρύζοντας από τη Λειβαδιά ο Βασιλιάς τον Παρνασσό που κατά το Βύρωνα «μ’ όλη τη πομπή του βουνήσιου μεγαλείου του, υψώνει ως τον ουρανό της χιονοσκέπαστες κορυφές του», τόσο του άρεσε το βουνό αυτό που εξεδήλωσε την επιθυμία ν’ ανέβει στην κορυφή του πεζός. .Παράξενη και επικίνδυνη φάνηκε στους αρματωλούς που αποτελούσαν τη συνοδεία του η απροσδόκητη επιθυμία του Βασιλιά, μη μπορώντας να καταλάβουν πιο σκοπό θα είχε και γιατί το θεωρούσαν κι’ αρκετά κουραστικό για το νεαρό Όθωνα.
Κάθε επιθυμία όμως του νηοφερμένου Βασιλιά ήταν διαταγή για τους αρματωλούς που με κάθε μέσο προσπαθούσαν να τον ευχαριστήσουν.
Φεύγοντας από τη Λειβαδιά στις 19 του μηνός, αφού επεσκέφθηκε τον Ορχομενό, Λέοντα της Χαιρωνείας και τη Δαύλεια, έφθασε στην Αράχωβα την άλλη ημέρα το πρωΐ.
Με τον ίδιο ενθουσιασμό τον υποδέχτηκαν κι’ οι Αραχωβίτες κι’ αφού τον οδήγησαν στο ιστορικό μέρος της μάχης του Καραϊσκάκη, έστησαν στ’ αλώνια χορό προς χάρη του. Το απόγευμα ετοιμάστηκε, ο Όθων για την ορειβασία του. Αποφάσισε να φύγη αποβραδύς για να διανυκτερεύσει στ’ Αραχωβίτικα Καλύβια, που ήταν κοντύτερα στην κορυφή κι’ από εκεί, μια ώρα νύχτα πριν ξημερώσει ν’ ανέβει απάνου. Αν και μπορούσε να πάη μέχρι τινός καβάλα, δεν δέχτηκε, κι’ ακολουθούμενος από το γραμματέα του, το Γκέσμαν, το Λειβαδίτη υποστράτηγο Αντώνη Γεωργαντά και τους προκρίτους της Αράχωβας Βασίλη Μπούγγα και Γιάννη Αλεξανδρή ή Αλεξανδρόγιαννο ξεκίνησε πεζός για τα Καλύβια. Όλο το χωριό τον κατευόδωσε σε αρκετή απόσταση με επί κεφαλής τις Αραχωβίτισσες που του τραγουδούσαν το:
«Ώρα καλή σου Βασιλιά, ώρα καλή σου Αυθέντη
Αυτού που βούλεσαι να πας στη Λιάκουρα ν’ ανέβεις
Να πας να ιδής το Παρνασσό, τον όμορφο τον τόπο,
Παρακαλώ σε Βασιλιά, περικαλώ σ’ Αυθέντη
Αγάλια, αγάλια νάρχεσαι, αγάλια να διαβαίνεις
Μην αποστάσης Βασιλιά, μην αποστάσης Ρήγα
Γιατί ο τόπος ζαβωτός, καβάλα δεν διαβαίνει».
Ζωηρός και με βήμα γρήγορο άρχισε ν’ ανεβαίνει ο Όθων έχοντας για οδηγούς το Γεωργαντά και τους πρόκριτους Αραχωβίτες που γνώριζαν πιθαμή προς πιθαμή τον Παρνασσό.
Αν και μπορούσε ν’ ακολουθήσει το μονοπάτι πούβγαζε στα Καλύβια, ο Βασιλιάς, το απέφευγε βαδίζοντας πάντα παράστρατα. Φθάνοντας σε κάτι στάνες με ευχαρίστηση δέχτηκε μια μαγκούρα που του χάρισαν οι βοσκοί, για να στηρίζεται…
Αφού διανυκτέρευσαν στ’ Αραχωβίτικα Καλύβια, το πρωΐ ξεκίνησαν για την κορυφή.
Ο Παρνασσός ελεύθερος, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια σκλαβιάς δέχονταν στη κορφή του τον πρώτο ορειβάτη. Είχε χαράξει όταν έφθασαν, και σε λίγο ο ήλιος ξεπρόβαλε για να φωτίση μ’ όλη του τη λαμπρότητα την κορυφή του βουνού που φιλοξενούσε τον εστεμμένο ορειβάτη.
Για πολύ ώρα έμεινε εκστατικός ο Βασιλιάς θαυμάζοντας την ανατολή, και τόσο τον είχε μαγεύσει το σπάνιο αυτό θέαμα, που παρεκάλεσε την ακολουθία του να καθίσουν όλη την ημέρα επάνου για να ιδούν και την δύση.
Έτσι κι’ έγινε.
Κι’ όταν ο ήλιος είχε κρυφτεί κι’ ο Αποσπερίτης φαίνονταν στον ουρανό, ο Όθων ξεκίνησε για την Αράχωβα αφήνοντας τη κορυφή.
Πολύ έξω απ’ το χωριό οι Αραχωβίτες με την υπόλοιπη ακολουθία του βασιλιά που δεν τον είχε ακολουθήσει υποδέχτηκαν σε λίγο τον Όθωνα. Σε πολλές μεριές είχαν ανάψει οι Αραχωβίτες φωτιές με ρετσίνια για να φωτίσουν το δρόμο του και ξανακούστηκε το τραγούδι από τις Αραχωβίτισσες που τον καλοσώριζαν τώρα με τούτα τα λόγια:
«Καλός το Βασιλέα μας
Πώρχεται απ’ το Λειβάδι
Πώρχεται απ’ το Παρνασσό
Μεσ’απ’το Σαρανταύλι.
Και πως εκαλοπέρασες
Σήμερα στο Λειβάδι;»
Την άλλη ημέρα πολύ πρωΐ ο Βασιλιάς επεσκέφθηκε το Κωρύκειο Άντρο κι’ αφού μπήκε μέσα και το περιεργάστηκε από τη μια άκρη ως την άλλη, έφυγε ύστερα για το Καστρί (Δελφούς).