Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Τα Κουκουριώτικα(VI)

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60  


12. Ο γερο Λ’κάς της γειτονιάς, ο Λ’κας ο Σιτζάκ απ’ τη Δεσφίνα και οι.... σεισμοί της Κεφαλονιάς.

 Ως γνωστόν, τη δεκαετία του ΄50 τα πράγματα ήσαν πολύ δύσκολα για  όλους, γιατί  η πατρίδα μας μόλις είχε βγει από την τρομερή δίνη του Εμφυλίου Πολέμου. Στα χωριά ήταν παντού φανερή η στέρηση. Ο κόσμος προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια του. Υπήρχαν πολλά σπίτια καμένα από τους Γερμανούς και  Ιταλούς, αλλά και από τις εκατέρωθεν αντίπαλες πλευρές του Εμφυλίου.

Η ανέχεια ήταν ορατή κι αντιληπτή ακόμα κι από τα μικρά παιδιά. Έτσι, υπήρχαν αρκετοί ξένοι, που έφταναν στην Αράχοβα κατά περιόδους από άλλα χωριά και ζητούσαν βοήθεια. Βεβαίως, δεν έλειπαν ποτέ και οι γύφτοι. Δυο, όμως, μορφές ζητιάνου ήσαν εμβληματικές και μου έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου.

Η μια, ο γέροΛ’κας  με τη καμιζόλα του, τα τσαρούχια του, την άσπρη γενειάδα του  και την ιδιότυπη κούπα του, σαν παλάσκα. ήταν ζητιάνος του… κρασιού!

 Ο γεροΛ’κας δεν ήταν φτωχός, είχε οικογένεια, παιδιά και εγγόνια που δεν δυστυχούσαν. Όμως, επειδή του άρεσε υπερβολικά το κρασί, οι δικοί του, του είχαν θέσει απαγορευτικό για το κατώγι του σπιτιού, όπου βρίσκονταν τα βαρέλια με το θεϊκό ποτό. Αυτός, βεβαίως, είχε βρει την εναλλακτική του λύση, προκειμένου να γεύεται το δώρο του Βάκχου.

Έκρυβε κάτω από την καμιζόλα του την παλάσκα - κύπελλο και έκανε την...“επίθεσή” του στη δική μας γειτονιά, εφαρμόζοντας το σύστημα .... πόρτα - πόρτα για να γευτεί λίγο κρασί. Όταν έφτανε στο σπίτι μας φώναζε: “Γιάννενα - Γιάννενα”. Έβγαινε η μάνα μου και του ’ριχνε πολύ λίγο κρασί στην παλάσκα του, χωρίς να του αφήνει περιθώριο για περισσότερα λόγια, γιατί είχε καεί η γούνα της από τα οινοπνευματικά τερτίπια του πατέρα της.

Ο γεροΛ’κας έλεγε το ευχαριστώ του, καθόταν στη σκάλα μας και σιγά - σιγά απολάμβανε το λίγο νέκταρ του. Μετά σκούπιζε με τα χέρια του τα άσπρα γένια και τα μουστάκια του, σηκωνόταν αργά - αργά και πήγαινε στην πόρτα του επόμενου σπιτιού. Δεν του έδιναν όλες οι γειτόνισσες πάντοτε, αλλά εκ περιτροπής, λες και ήταν συνεννοημένες μεταξύ τους. Έτσι, κατόρθωνε να γυρίσει στο σπίτι του, χωρίς πολλά τρεκλίσματα.

Όταν έφτανε στο σπίτι της γρια Μαριώς της Ζαβίνας, εξελίσσονταν δυο σενάρια. Εάν μεν έπεφτε επάνω στην ίδια, αυτή τον κυνηγούσε λέγοντας: 

-“Μπρος, μπρος από δω, στου σπίτι σ’.” 

Αυτός, τότε, της αντέτεινε:

-“Γιατί ωρέ Μαριώ; ”

-“Μπρος είπα”,ξαναφώναζε η γρια Μαριώ και του ’κλεινε την πόρτα. 

Εάν, όμως, έβρισκε τη Νίτσα, την εγγονή της, τα πράγματα  εξελίσσονταν διαφορετικά. Ο γεροΛ’κας της έλεγε όλο γλυκύτητα: 

“Καλό κουρίτσ’ να σου ειπώ ένα τραγούδ’;” 

Η Νίτσα, που τον έκανε χάζι, του απαντούσε:

“Πές του μπάρμπαΛ’κά!”.

Κι αυτός άρχιζε:

“Παλικαράκι μ’ έμορφου με του σελάχι σ’ πίσου. Αχ! Βαχ!”

Η Νίτσα γελούσε και του γέμιζε το ιδιόμορφο κύπελλό του με κρασί. Αυτός το κατέβαζε, αμέσως, μονορούφι, φοβούμενος μην τον δει η γρια Μαριώ και βρει το μπελά του.

Πέρασε ο καιρός, ο γεροΛ’κάς έχασε  τα κουράγια του και δεν είχε πια  τη δύναμη να επισκεφτεί τη γειτονιά μας. Επειδή στερήθηκε, φαίνεται, το ωραίο κρασί  και μάλιστα διαφόρων βαρελιών, θα ’νιωσε μέσα του ότι δεν αξίζει πια η ζωή κι έτσι μια μέρα έφυγε παντοτινά στην… άλλη γειτονιά, όπου υπάρχουν πολλά μεν πνεύματα, καθόλου δε ... οινοπνεύματα, για όλους ανεξαιρέτως.        

Η δεύτερη εμβληματική μορφή ζητιάνου ήταν ο Λ’κας ο επονομαζόμενος Σιτζάκ, που καταγόταν από τη γειτονική Δεσφίνα. Ήταν μετρίου αναστήματος, αδύνατος, λίγο σκυφτός, με λίγη γενειάδα και πολύ φαλάκρα, όχι πολύ γέρος, με πολύ βρώμικα ρούχα και με ένα ταγάρι, για να αποθηκεύει φαγώσιμα. Είχε κι ένα λιγδιασμένο καπέλο που το χρησιμοποιούσε ακόμα και σαν πιάτο, γυρίζοντάς το ανάποδα στα πλατύσκαλα, για να βάζει εκεί τα στεγνά τρόφιμα, όπως ψωμί και κανένα κρεμμύδι.

Η μορφή του ήρεμη, ευγενική, απέπνεε πραότητα. Εμείς τα παιδιά, όχι μόνο δεν τον κοροϊδεύαμε, αλλά τον λυπόμαστε. Τον παρατηρούσαμε να τρώει έξω από τις πόρτες των σπιτιών λίγο ψωμί, λίγες ελιές, μερικές φορές και λίγο τυρί, και κανένα κρεμμύδι.

Αργότερα, όταν πρωτάκουσα την παραβολή του «Πλουσίου και  του φτωχού Λαζάρου» το μυαλό μου πήγε, αυτομάτως, στο Λ’κα το Σιτζάκ.

Εμφανιζόταν στο χωριό σαν κομήτης κι αφού για κάποιες μέρες ζητιάνευε λίγο φαγητό και εξασφάλιζε και κανένα παλιό ρούχο, έφευγε για άλλο χωριό της περιοχής. Κάποια χρονιά δεν εμφανίστηκε στις αραχοβίτικες γειτονιές. Πολλοί τον αναζήτησαν, αλλά, φαίνεται σε κάποιο άλλο χωριό που θα βρισκόταν, ίσως ένα κρύο βραδινό, να αποχωρίστηκε το μάταιο τούτο κόσμο.

Σίγουρα, είχε αποκτήσει, επί πολλά χρόνια, όλα τα προσόντα, για να βρεθείστους κόλπους του Αβραάμ. Και από εκεί, εάν αναλογιστούμε τη σχετική παραβολή του Ευαγγελίου, θα αντικρίζει τις τρομαγμένες ψυχές πολλών πλούσιων της περιοχής μας, που τον προσπερνούσαν με αδιαφορία και απονιά, στην επίγεια ζωή του.

***

Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα, όταν βγήκα στον επάνω δρόμο, στην άκρη του χωριού, στο «Εικονοστάσι», όπου βρισκόταν το στέκι των παιδιών, πριν αρχίσει το απογευματινό παιχνίδι. Ξαφνικά, βλέπω να έρχονται δυο γύφτοι με ένα γαϊδούρι. Πρέπει να είχαν φτάσει προπομποί από καραβάνι, που βρισκόταν πιο μακριά και δεν είχε μπει ακόμα στο χωριό.

Σταμάτησαν έξω από το πρώτα σπίτια του Κούκουρα, και ο πιο ηλικιωμένος έβγαλε κάποιους επιδέσμους από ένα ταγάρι κι άρχισε να τυλίγει το κεφάλι του λες και ήταν πολύ βαριά τραυματισμένος. Στη συνέχεια, ανέβηκε στο γαϊδούρι του και, έχοντας φορτωμένους σ’ αυτό δυο άδειους τενεκέδες, πήρε το δρόμο για τη γειτονιά μου. Ο νεαρός βοηθός του απλώς τραβούσε με κακόμοιρο ύφος το ζώο τους.

Όλη αυτή η σκηνοθεσία μου κίνησε το ενδιαφέρον και άρχισα να τους ακολουθώ με διακριτικότητα. Μετά από λίγο βλέπω να αρχίζει η παράσταση. Ο δήθεν βαριά τραυματίας φώναζε κάπως έτσι: “Καλοί μου άνθρωποι, είμαι τραυματίας και ανήμπορος απ’ το σεισμό στην Κεφαλονιά! Καταστράφηκα, γκρεμίστηκε το σπίτι μου,  έχασα τους δικούς μου,  βοηθήστε με.”

Έπαιζε τόσο καλά την παράσταση, που κάποιες  γυναίκες έβγαιναν έξω από τα σπίτια τους και μόλις τον έβλεπαν, έμπαιναν πάλι μέσα για να πάρουν το ροΐ, και να  ρίξουν λίγες σταξιές λάδι στους τενεκέδες του. Εγώ, αμέσως, έφυγα τρέχοντας να ειδοποιήσω τη μάνα μου, να μη βγει και τους δώσει λάδι, γιατί ήταν απατεώνες.

Περίμενα, λοιπόν, στη συνέχεια έξω στην σκάλα μας μέχρι να δω το διερχόμενο θίασο να καταφθάνει. Μετά  από λίγο βλέπω και άλλες γειτόνισσες να τον “ελεούν”, αλλά δεν είχα  το θάρρος εκείνη την ώρα της... θεατρικής μέθεξης να ξεσκεπάσω την απάτη τους. Μόνον, αργότερα, όταν απομακρύνθηκαν προς την πιο πέρα γειτονιά, τότε αποκάλυψα το κόλπο τους.

Τώρα που το σκέφτομαι, οι δυο αυτοί πλανόδιοι «ηθοποιοί» το δικαιούνταν σίγουρα το λάδι που  οικονόμησαν, γιατί είχαν παίξει τόσο καλά τους αναξιοπαθούντες σεισμόπληκτους Κεφαλλονίτες, ειδικά ο δήθεν τραυματίας πάνω στο γάιδαρο, που με τους αναστεναγμούς και τα παρακαλετά του, έσχιζε ευαίσθητες πονετικές καρδιές.

Στάθης Ασημάκης