Δευτέρα 25 Απριλίου 2022

Πανηγυράκι στην Αράχωβα του Παρνασσού το 1899.

 

Ἀπό τὸ Κλεινόν  Ἄστυ εἰς τὴν Ἀνεμώρειαν ἤ Ἀράχωβαν! Δηλαδή εἰς ὕψος 4.000 περίπου ποδῶν ἄνω τῆς θαλάσσης. Μὲ τὸν Παρνασσόν ἄνωθι τῆς κεφαλῆς μου ὡς φρεσκοασβεστωμένον μὲ τὰς παντοτεινάς χιόνας του. Μὲ τὴν φαλακράν Κίρφην ἀντίκρυ μου τὴν σήμερον Ξηροβούνι, Σουμαλές, Ραγκαβᾶς, Τσίμενα, Κισφινιώτικο βουνό καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς ἄλλως λεγομένην. Μὲ τὸν Κατοπτήριον χῶρον πλησίον μου, τὸν ὁποῖον ὁ Πίνδαρος ἀποκαλεῖ: «Οὔρειάς τε σκοπιάς θεῶν, νιφοβόλον τ’ ὄρος ἱερόν», ἀφ’ ὅπου κατασκοπεύων ὁ Ἀπόλλων κατετόξευσε τὸν δράκοντα. Μὲ βουνά τέλος δεξιᾷ, ἀριστερᾷ, ἄνωθι - κάτωθι, βουνά πανύψηλα, μεγαλοπρεπῆ, μυστηριώδη, φαντασμαγορικά, χάρις εἰς τοὺς μύθους καὶ τὴν ἱστορίαν τὴν Ἑλληνικήν. Καὶ μὲ νερά, ὦ λυσσαμένοι Ἀθηναῖοι, ἀναπηδῶντα ἀπό κάθε βράχο εἰς πᾶν βῆμα, κελαρύζοντα εἰς «ἀργυροειδεῖς δίνας, καθαραῖς δὲ δρόσοις»  ψυχρότερα πολύ ἀπό τὰ παγωμένα  τοῦ Γιαννάκη, τοῦ Ρήγου ἤ τοῦ Ζαχαράτου σας.

    Καὶ ἔπειτα ἀπαντήσατέ μοι, ἄν δὲν ἔκαμα καλά μιμούμενος κατά τοῦτο μόνον  τὴν Α. Μεγαλειότητα, νὰ ἑορτάσω τὴν ὀνομαστικήν μου ἑορτήν  μακράν τῆς πόλεως τοῦ κ. Καλλιφορνᾶ καὶ τοῦ Συμβουλίου του, καὶ ἐγώ, εἷς  ταπεινός ὑπήκοος Γεωργίου τοῦ Α΄.

    Καὶ μὲ δαπάνην σημειώσατε  μόνον δραχμῶν τριάκοντα ἐκ Πειραιῶς εἰς Ἰτέαν - Ἀράχωβαν καὶ τἀνάπαλιν χάρις εἰς τὸν σωτήριον διά τὰ πενιχρά τοὐλάχιστον βαλάντια, συναγωνισμόν τῶν ἀτμοπλοϊκῶν ἑταιριῶν μας  καὶ τῶν  ἡμιονηγῶν  ἤ μουλαρτζήδων. Καὶ βεβαιωθῆτε δὲν ὑπάρχει καμμία διαφορά ὑπό πᾶσαν ἔποψιν μεταξύ ἑνός ἑλληνικοῦ ἀτμοπλοίου  ἐκτελοῦντος τοιούτους πλόας καὶ ἑνός ἡμιόνου ἐκτελοῦντος ἀγώγιον.

    Ὑπομονή χρειάζεται καὶ διά τὸ ἕν καὶ διά τὸ  ἕτερον  καὶ μόνον  ὑπομονήν. Καὶ  ἐπειδή συνεταξίδευον μὲ δύο Ἀγγλίδας φιλαρχαίους μεταβαινούσας εἰς Δελφούς, αἵτινες ὡς μοι ἐδήλωσεν ὁ διερμηνεύς των ἀνῆκον εἰς φιλόζωον ἑταιρίαν προστατεύουσαν τὰ βασανιζόμενα ζῷα, μοῦ ἐγεννήθη ἀπορία, ἄν δὲν ἔπρεπε νὰ τὰς  παρακαλέσω   ν’ ἀναλάβωσιν ὑπό τὴν προστασίαν των καὶ τοὺς ὑπομονετικούς ἐπιβάτας τῶν ἑλληνικῶν ἀτμοπλοίων, ὅσον καὶ ἄν δὲν εἶναι ζῷα. 

    Ἀλλά ἐλησμόνησα τὴν Ἀράχωβάν μου 850 λοιπόν παλιόσπιτα, παμπάλαια, 3.000 - 3.500 κάτοικοι εὐγενέστατοι, φιλοξενώτατοι, ὡραιότατοι  καὶ στενωποί καὶ καλντερίμια δι’ αἰγάγρους, ἰδού ἡ Ἀράχωβα!  Εἰσερχόμην εἰς αὐτήν προχθές τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅτε ἐτελεῖτο ἡ πανήγυρις. Διά τὸν πολιοῦχον τῆς  κωμοπόλεως ἤ τοῦ χωρίου καὶ προστάτην τῶν ποιμένων καὶ τῶν ποιμνίων των.     Καὶ πρὸς τιμήν του καὶ δόξαν του, ἐσφάζοντο ὑπέρ τὰ χίλια ἄκακα ἀρνία τὴν ἡμέραν  ἐκείνην.

    Καὶ ἐσφάγησαν τόσον πολλά, διότι οἱ χωρικοί ἦσαν ὡς μοὶ ἔλεγέ τις καταχαρούμενοι, διότι μετά δεινήν ξηρασίαν εἶχε βρέξει ἀρκετά καὶ ἐσώθησαν  τὰ  ὑπάρχοντά των,  ἀναρίθμητοι ὀβελοί ἐστρέφοντο  περί τὰς τέφρας τῶν πυρῶν καὶ ἡ κνίσσα ἀνήρχετο ὡς λίβανος  πρὸς τοὺς οὐρανούς, κεντῶσα τὴν ὄρεξιν παρακαίρως.

    Καὶ ἄλλην θυσίαν ὑφίστανται τὰ καημένα τὰ  ἀρνάκια χάριν τοῦ προστάτου των ἁγίου. Οἱ ποιμένες τάξουσιν ἀμνούς εἰς τὴν χάριν του διά διαφόρους λόγους καθ’ ὅλον τὸ ἔτος καὶ τὴν ἡμέραν  ἐκείνην κομίζονται καὶ δένονται πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀγίου Γεωργίου τὰ θύματα  πάντα.   Τελοῦνται δὲ κατά πανάρχαιον ἔθιμον ἀγῶνες δρόμου καὶ οἱ λεβέντες  δρομεῖς ἀνέρχονται πεταχτοί εἰς τὸ ὕψος ὅπου κεῖται ὁ ναός, καὶ οἱ πρώτοι φθάνοντες λαμβάνουσι ἀνά ἕνα ἀμνόν, ὅν τρώγουσιν ἔπειτα γλεντῶντες  μέχρι τῆς νυκτός.

Μόλις, ὅμως, ἤρχισε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ ἀγών καὶ ἐναυάγησεν, ἕνεκα ρήξεως, ἐγκαίρως παρεμβάντος τοῦ ἐκεῖ ἀνθυπασπιστοῦ ἀστυνόμου. Κατά τούτου ἔπνεε μένεα τὸ χωρίον ὁλόκληρον ἐν τούτοις, διά τὴν κατάργησιν τοῦ ἐθίμου, ὡς ἔλεγον. Ἀλλά δὲν ἐναυάγησεν εὐτυχῶς καὶ ὁ μεταμεσημβρινός δημόσιος χῶρος  ἐν τῇ  ἐκεῖ μικρᾷ πλατεῖα. Πέντε ζυγιές  νταούλια βαρβαρόφωνα καὶ τέσσαρα βιολιά καὶ λαοῦτα ἀνεστάτωσαν τὸ χωρίον καὶ ἐξεκούφαναν τὸν κόσμον, τὸν ξένον τοὐλάχιστον. Καὶ οἱ Ἀραχωβίτισσες,  αἱ λυγεραί πλὴν μὴ φημιζόμεναι πλέον ἐπί καλλονῆς, ἔδωκαν καὶ ἐπῆραν εἰς τὸν χορόν.

    Μὲ ὡραίας ἐθνικάς ἐνδυμασίας, μὲ φλωριά φορτωμένες καὶ μὲ λαμπρά κεντήματα εἰς ταὶς ποδιές των. Αἵτινες εἶναι ὅλαι κατακόκκιναι καὶ κάμνουν ὡραίαν ἀντίθεσιν μὲ τὰς καταλεύκους ἐνδυμασίας των. Καὶ ἐτραγώδουν οἱ  νέοι παρέκει:

 «Βγῆκαν οἱ κόκκινες ποδιές
                                                  Νὰ κάψουνε πολλές καρδιές »

    Αἱ παρθένοι φέρουσι κοκκίνην ζώνην εἰς τὸ μέσον ὡς διακριτικόν τῆς παρθενίας. Αἱ ὕπανδροι μαύρην καὶ τοῦτο διακριτικόν. Μόνον αἱ πρὸς παζάρευμα ἤτοι πρὸς γάμον ἕτοιμαι, ἐπιτρέπεται νὰ φέρωσιν τὴν  λαμπράν ἐκείνην  περιβολήν. Αἱ ἀδελφαί των αἱ κατά σειράν μικροτέρας ἡλικίας ἐρχόμεναι ἐνδύονται ὡς αἱ πτωχαί γυναῖκες τῶν πόλεών  μας, εὐρωπαϊκά. Διά νὰ μὴ προσελκύσουν κανένα βλέμμα αὗται πρὶν ὑπανδρευθῇ  ἡ πρώτη ἀδελφή των.  Καὶ ὑφίστανται μὲ καμάρι μάλιστα τὴν θυσίαν ταύτην τῆς γυναικείας φιλαρεσκείας.  Δεῖγμα καὶ τοῦτο τῆς παρά τῷ  Ἑλληνικῷ  λαῷ οἰκογενειακῆς ἀγάπης  καὶ ἀλληλεγγύης.

    Ἕν μαντῆλι εἶναι ἁπλωμένο χάμω, πρὸ τῶν ὀργανοπαικτῶν καὶ οἱ δεκάρες ρίπτονται μακρόθεν βροχηδόν ὑπό τῶν συγγενῶν καὶ φίλων τῆς κατά σειράν συρούσης τὸν χορόν. Παῖδες τεταγμένοι πρὸ τῶν νταουλιέρηδων συνάγουσι τὰ χάλκινα κερμάτια καὶ παραδίδουσιν αὐτοῖς ἀλλαλάζοντες. Οἱ ξένοι τέλος, πάντες, εὑρίσκουσι φιλοξενίαν εἰς τὸν πατριαρχικόν οἶκον τῶν δύο ἀγαθῶν  ἀδελφῶν Παπασταθοπούλων ἀρχαίων καὶ ἰσχυρῶν πολιτευτῶν τοῦ τόπου ἐκείνου. Τοιαῦται εἰς τὰ πεταχτά αἱ ἐντυπώσεις μιᾶς ὀλιγοώρου διαμονῆς εἰς τὴν Ἀράχωβαν, τὴν ὁποίαν ἠγάπησα διά τὸ εὐπροσήγορον, φιλόξενον καὶ ἑλληνοπρεπές τῶν κατοίκων της καὶ διότι ἀνέπνευσα μακράν τῶν Ἀθηνῶν.

«Ἥκω δὲ Δελφῶν τὴν δὲ γῆν, ἥν ὀμφαλόν μέσον καθίζων ὑμνωδεῖ  βροτοῖς τὰ τ’ ὄντα  καὶ μέλλοντα θεσπίζων ἀεί.» […]     
 Απόσπασμα από το βιβλίο : "Τὸ πανηγῦρι τῆς Ἀράχωβας
Μέσα ἀπό δημοσιεύματα στὸν ἑλληνικό τύπο (1873 - 1973)"