Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ

 

...στο ιερό του Απόλλωνα και της Πυθίας

Του ΣΤΑΘΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ
                                                                                                           Στο Θύμιο Χριστόπουλο

ΥΠΑΡΧΟΥΝ μερικοί τόποι ομορφιάς και ιστορίας, που, απ’ τα χρόνια του σχολείου - όταν συλλαβίζεις ακόμα την αλφαβήτα, τους αγαπάς και τους θεωρείς οικείους. Δένεσαι μάλιστα μαζί τους - έτσι όπως δένεσαι με τη γενέθλια γη, κι ας μην τους ξέρεις - και θέλεις, καθώς φανταστικά τους ινηλάτείς, να τους επισκεφτείς μια μέρα, να τους γνωρίσεις από κοντά, να τους αγκαλιάσεις έτσι όπως το κάνεις ως κείνη τη στιγμή στ’ όνειρό σου. Απ’ την ώρα ‘κείνη καβαλλικεύεις το φτερωτό πήγασο, τον βιτσίζεις και τον υποχρεώνεις να πετάξει στους αγαπημένους σου τόπους. Στην Ολυμπία, ας πούμε. Στις Μυκήνες και στην Επίδαυρο. Στη Σπάρτη και στο Μυστρά. Στην Αθήνα και στο Σούνιο. Στους Δελφούς και στο Μεσολόγγι. Στη Δωδώνη και στα Γιάννενα. Και πιο μακριά στην Πόλη, στη Μικρασία, στην Κύπρο...

Τόποι αγαπημένοι, που σα μαγνήτες σε τραβούν κοντά τους! Χώροι ιεροί, που ασκούν πάνω σου μια γοητεία ακατανίκητη! Μέρη, που θέλεις δίχως άλλο με την πρώτη ευκαιρία να τα γνωρίσεις, και που όταν τα δεις από κοντά, δικαιώνουν τα όνειρα και τις προσδοκίες σου και σ’ αιχμαλωτίζουν για πάντα...

ΑΝΑΜΕΣΑ σ’ αυτούς τους ευλογημένους τόπους και οι Δελφοί! Οι Δελφοί του Μαντείου, το ιερό του Απόλλωνα, της Πυθίας το Άντρο. Ο “ομφαλός” της Ελλάδας όλης, μα και όλου του τότε γνωστού κόσμου. Η έδρα του Συνεδρίου των Αμφικτυόνων. Κι ακόμα κάτι, που με την πάροδο του χρόνου και το μεγάλωμα του κύκλου της μελέτης, γινόταν ένα με τον Άγγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, τους ιδαλγούς της Δελφικής Ιδέας.

Ένας τέτοιος, μεγάλος μαγνήτης, ένας πόλος έλξης, ήταν οι Δελφοί πριν τους επισκεφτώ. Κι ήταν πάντα, ένας σταθμός που θα ‘πρεπε να περάσω στο ταξίδι για τη μακρινή Κολχίδα ή για την κοντινή - ποιος το ξέρει αυτό; - Ιθάκη.

ΩΣΠΟΥ ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Ήταν τότε που ευλογούσαν οι θεοί. Ήμουνα φοιτητής στην Αθήνα μ’ ένα σωρό όνειρα. Σε ώρες που το πρωινό ήταν όλο χρώματα, που δε μπορούσες να φανταστείς πόσο καυτό θα ‘ταν το μεσημέρι της ζωής που θα ‘ρχόταν κατοπινά.

Άνοιξη, κι όλα: ο ουρανός, τα δέντρα, τα πουλιά, η φύση όλη, να τραγουδάνε στο σκοπό της ελπίδας. Μεγάλη είναι πάντα η μέρα, όταν τ’ όνειρο, ένα απ’ τα μικρά - υπάρχουν και τα μεγάλα όνειρα - της ζωής γίνεται πραγματικότητα. Το ταξίδι μέσα στη γελούμενη φύση ήταν μια αποθέωση της χαράς.

Στη Θήβα αναστήθηκε η Αντιγόνη, παρθένα θεσπέσια, έτοιμη πάντα ν’ αψηφίσει την απόφαση του Κρέοντα και να θάψει το νεκρό αδελφό της...

“Στη Λειβαδιά, στη ρεματιά” αντιλάλησε τ’ ομώνυμο τραγούδι, κι ο Λάμπρος Κατσώνης υποσχέθηκε πως θα “ξαναπεράσει απ’ την Άντρο” αν αυτό χρειαστεί...

Ο Παρνασσός, που απ’ το δημοτικό τραγούδι τον φανταζόμουνα πάντα “συννεφιασμένο”, μου φάνηκε ήμερος και γελαστός... Στον Όσιο Λουκά η μυγδαλιά είχε οψιμήσει ν’ ανθίσει και τα ροζόασπρα λουλούδια της ήταν ζωντανά ψηφιδωτά συνέχεια εκείνων των βυζαντινών της εκκλησιάς. Στο Δίστομο μαυροφορεμένες ακόμα οι γυναίκες να θυμίζουν τη θηριωδία της βίας. Φωλιασμένη στο ξέγναντο, σαν αϊτοφωλιά η Αράχωβα, με το “γιο της καλογριάς” να βιγλίζει τις κατηφοριές και τα λαγκάδια και την αποθέωση της λαϊκής τέχνης στην αγορά της...

Η ΩΡΑ των Δελφών είχε σημάνει. Κι ήταν για μένα οριακή, σε στιγμές που η φύση είχε τις εκρήξεις της χαράς της. Οι καταπράσινες πλαγιές, οι θαμνοσκέπαστοι λόφοι, οι γελούμενες ρεματιές, τα θελερά ξέφωτα, το περήφανο βουνό, τα χωριά, όλα τα πάντα να σου γνέφουν δοξαστικά, να σ’ ευφραίνουν, όπως τα μάτια της μάνας σε ώρες ζεστές που το σπίτι γεμίζει περιστέρια. Ώρες που σου θυμίζουν τους στίχους του Σολωμού: “Κι η φύση βρήκεν την καλή και τη γλυκιά της ώρα”.

Και να ‘μαστε στους Δελφούς, ένα ανοιξιάτικο πρωινό, τι πρωινό; - κοντά μεσημέρι ήταν, κι ο Φοίβος ζύγωνε με τ’ άρμα του πάνω απ’ το γνώριμο τόπο του και φωτοπλημμύριζε τους φαιοκόκκινους βράχους, την κατηφοριά, τη ρεματιά, όλο το τοπίο, που σαν πραγματικότητα ζωντανή ξεπερνούσε τ’ όνειρο. Ο μύθος, που τόσα χρόνια κλωθογύριζε στην ψυχή μου για το Φωτοδότη θεό που σκότωνε τον Πύθωνα, ζωντάνευε κείνο τ’ ανοιξιάτικο κοντομεσήμερο, καθώς ο ήλιος έλουζε το βουνό με τις Φαιδριάδες και στη συνέχεια ορμούσε σαν καταρράχτης το φως για να λούσει την Κασταλία και να φωτίσει όλο το Δελφικό περίγυρο. Γελούσε ο θεός του φωτός και της Μουσικής, καθώς τίναζε στον αρωματισμένο αγέρα το ξανθό κεφάλι και στη λύρα του είχαν καθίσει τ’ αηδόνια κι αντί για τους ήχους των χορδών της άκουγες τις δικές τους τρίλιες. Χλόϊζαν τα σπαρτά, κυμάτιζαν τα κλωνόφυλλα της ελιάς με τ’ ασήμια τους, ορθόστητοι στέκονταν οι γκρεμοί, ζυγίζονταν τα γεράκια, σιγομουρμούριζαν τα νερά της πηγής κι ένα πολύχρωμο ανθρωπολόϊ - άσπροι, μαύροι, κίτρινοι - σάλευε κι ανεβοκατέβαινε στον αρχαιολογικό χώρο, μπαινόβγαινε στο Μουσείο, κάποιος μιλούσε, όλοι άκουγαν, αποθανάτιζαν ό,τι εντυπωσίαζε.

Συγκεντρωθήκαμε και μεις, είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε, είδαμε ό,τι έπρεπε να δούμε, κι ύστερα κάπου κει στο χώρο της Προναίας Αθηνάς κάναμε μεσημέρι. Η άνοιξη μας έστρωσε ευγενικά το τραπεζομάντηλό της. Χλόϊζαν ακόμα και οι πέτρες. Θρασομανούσε το πράσινο. Ασημοπρασίνιζαν οι ελιές. Ούτε οι θεοί δε θα ‘τρωγαν έτσι. Κι αποκοντά το πιοτό. Κι ύστερα ο χορός και το τραγούδι με τα μαντολίνα, με τις κιθάρες, με τ’ ακορντεόν. Σ’ άλλους αρχαιολογικούς χώρους ίσως αυτό να ΄ταν ιεροσυλία, μα στους Δελφούς θα ΄φχαριστιόταν κι ο Απόλλωνας. Τι θεός της μουσικής ήταν...

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ξέκοψα. Ξέφυγα κι απ’ τα μάτια των αλλονών, που αργότερα με πήραν το κατόπι. Ήθελα να βρεθώ μόνος. Ν΄ανοίξω της ψυχής μου τη θύρα και να δεχθώ το Δελφικό τοπίο έτσι οπως η φωτογραφική μηχανή αποθανατίζει με το φακό της ό,τι αυτός θεάται. Ν’ ανεβώ στο λιθόστρωτο. Να διαβαίνω τα χαραγμένα στις πλάκες κείμενα. Να σταθώ μπροστά στο χώρο των θησαυρών. Να διαβώ τους ανορθωμένους κίονες. Ν’ αναζητήσω στη μετώπη του Ναού, το : “Γνώθι σ’ αυτόν”. Να ξαναμπώ στο Μουσείο και να σταθώ άλλη μια φορά μπροστά στον έτοιμο να οδηγήσει τ’ άρμα του Ηνίοχο. Απ’ τη μέση της ορχήστρας ν’ απαγγείλω κάποιους στίχους του Σικελιανού μεγαλόφωνα. Να σκαρφαλώσω ύστερα στο ιερό μέρος και να βρεθώ καθισμένος στις πώρινες πέτρες των κερκίδων. Δεν ξεχνώ, το θυμάμαι σα να ΄ναι τώρα, πόσο θα ΄θελα να ‘βλεπα σ’ αυτό το θέατρο που παίζεται η τραγωδία του “Προμηθέα Δεσμώτη”. Οι Φαιδριάδες αγνάντια να ‘ταν το σκηνικό - ο Καύκασος πες. Και στο φόντο τους ο Προμηθέας, ο άνθρωπος του χτες, του σήμερα, του αύριο, ο αιώνιος άνθρωπος που μάχεται για το φως, για το καλό, για τ’ ωραίο και τ’ αληθινό. Ν’ ανέβω ύστερα στο Στάδιο, κόβοντας ένα κλαδί αμυγδαλιάς, ψάχνοντας με το βλέμμα στην πυκνή αγκαλιά του κυπαρισσιού για ν’ ανακαλύψω τη φωλιά της καρδερίνας, αγγίζοντας το πεύκινο δάσος να τρέξω μόνος στο μακρόστενο βουβό χορταριασμένο στίβο του. Ν’ ακροζυγιάσο από κει ψηλά τι φτερούγες της ψυχής μου σαν Κύκνος και να λουστώ στης Κασταλίας τα δροσόνερα ή σαν αϊτός για να πετάξω κατάκορφα και να γίνω βαρδιάνος. Και ν’ αγναντέψω ως κάτω στην ατλαζένια θάλασσα του Κορινθιακού, ν’ αγκαλιάσω με το βλέμμα τις κορφές των Μοραΐτικων βουνών, να γαληνέψω στην αγκαλιά του ειρηνικού ελαιώνα της Άμφισσας...

ΑΠΟΖΗΤΗΣΑ αυτή τη μοναξιά για να νιώσω την απολλώνια γαλήνη, μα και την αγριάδα του πετρόβουνου, να ξαναζωντανέψω όλες τις μυθολογικές σκηνές που κουβαλούσα από μικρό παιδί - έτσι όπως η χελώνα κουβαλάει το καβούκι της - για να ζήσω τ’ όνειρο της πραγματικότητας που τόσα χρόνια το ζούσα σαν της φαντασίας τ’ όνειρο... Ονειρεμένη στ’ αλήθεια ‘κείνη η μέρα! Βαθιά χαραγμένη στο συρτάρι της μνήμης!

ΣΤΟ θέατρο ξανακάθησα. Έγερνε ο Φοίβος και κοκκίνιζαν οι γιγάντιοι βράχοι των Φαιδριάδων. Έσκυψαν τα φρύδια τους. Μαυρολόγαγε η ρεματιά. Σκουρότερες έγιναν οι λαξεμένες πέτρες. Οι ξένοι αποτραβιούνταν στο χωριό. Μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό μια φοιτήτρια απ’ την ομάδα ‘κείνων που μ’ έψαχναν - διακρινόταν πάντα για το υποκριτικό της ταλέντο - απήγγειλε ένα κομμάτι του ”Δελφικού Ύμνου”. Θα πρέπει να ‘ταν αυτό, αν η μνήμη δε με γελάι:

“Μ’ έν’ άσβηστο χαμόγελο ήρθα ως σ’ εσάς, Δελφοί!
Ο πετρωτός ανήφορος, που μόφεγγε στα σκότη
της νύχτας οπού ανέβαινα την τρομερή κορφή
δεν είδε, απ’ ότε εσώριασε η αυλή σας, τέτοια νιότη!
Σαν πλάτανος εσειόντανε με τ’ άστρα ο Ουρανός
κι άστραφτε απάνου ο Παρνασσός ως με το Πέλαο κάτου,
κι απ’ τ’ άστρα κι από τ’ αστραμμα ο νους μου ο φωτεινός
έβλεπε πέρα απ΄της ζωής τη μοίρα ή του θανάτου...”

Η μεταξένια καλαμάτα, η δεμένη στο λαιμό της μεγάλωσε την τύλιξε σα χιτώνας ολάκερη. Για μια στιγμή νόμισα πως κάποια Νύμφη είχε ξεφυτρώσει απ’ τη γειτονική ροδοδάφνη. Ύστερα πάλι, νόμισα πως ξύπνησε μπροστά μου η Εύα Σικελιανού. Μπόρεσα και είπα φωναχτά:

“Θεία, Αθάνατη,
 τον πέπλο εσύ τον έσυρες
με τα ιερά τα χέρια...”

Είχα γίνει και γω πια “Αλαφροΐσκιωτος”. Και κατέβηκα... Φύγαμε.

ΦΥΓΑΜΕ το δειλινό, με το “μούχρωμα”, όπως θα ‘λεγε ο Ιδαλγός της Κέρκυρας, ο Μαβίλης. Στην Αθήνα γυρίσαμε νύχτα. Μα και κείνη τη νύχτα και τις επόμενες ημέρες ζούσα με τη μαγεία των Δελφών...

ΞΑΝΑΠΗΓΑ κι άλλες φορές στους Δελφούς. Κι απ’ την Αθήνα, κι απ’ την Ιτέα, κι απ’ τον Παρνασσό κατηφορίζοντας - κατεβαίνοντας απ’ τη Βόρεια Ελλάδα. Και ήταν κάθε φορά άμετρη η χαρά μου που τους έβλεπα και τους προσκυνούσα. Η πρώτη όμως φορά ήταν η θεία! Ήταν η πρώτη γνωριμιά, που σου φέρνει δέος ιερό, αλλόκοτη συγκίνηση, γλυκειά ανατριχίλα. Δε θα ξεχάσω ακόμα και την τελευταία επίσκεψη που ‘κανα το προπέρσινο καλοκαίρι. Είχα μάλιστα σαν ξεναγό μου το ριζωμένο των Δελφών ποιητή και λογοτέχνη Θύμιο Χριστόπουλο. Ένας ήλιος, ηλιάτορας, πυρπολούσε το χώρο των Δελφών. Ο Απόλλωνας στην αποθέωσή του... Φως, πολύ φως! Κι άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι!

ΕΦΥΓΑ και τότε με μιαν ευχή. Άμποτε από τους Δελφούς, κι ας μην υπάρχει πια το “λάλον ύδωρ”, να ξεκινήσουν όλοι οι λαοί, απ’ το Ναό κι απ’ το Θέατρο, απ’ τη Θόλο κι απ’ το Στάδιο, λουσμένοι απ’ της Κασταλίας το νερό και φωτισμένοι απ’ του Φοίβου το φως, με τον Ηνίοχο στο άρμα της Οικουμένης να οδεύσουν το δρόμο της ομόνοιας, της αγάπης, της ειρήνης. Τότε, οι Δελφοί θα γίνουν ο “ομφαλός” της γης, τότε τ’ όραμα του Σικελιανού θα γίνει πραγματικότητα, τότε κι ο Απόλλωνας θα σκορπίζει περισσότερο φως, και θα παίζει στη λύρα του τους σκοπούς της ειρήνης - μιας ειρήνης πανανθρώπινης χωρίς βία, δίχως σφαγές, χωρίς πολέμους...

 ΠΗΓΗ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΡΟΥΜΕΛΗ, Τεύχος 15, Μάϊος - Ιούνιος 1982.