Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Σωκρατικό «μάθημα», για όσους θέλουν να ασχοληθούν με τα κοινά

 

Ένας διάλογος μεταξύ Σωκράτη και Γλαύκωνα, αναφορικά με τις γνώσεις που οφείλει να έχει για τα ζητήματα της πόλης, όποιος θέλει να ασχοληθεί με την πολιτική. 

Εισαγωγικά

Ο Γλαύκων του παρακάτω διαλόγου ήταν παππούς του Πλάτωνα από την πλευρά της μητέρας του φιλοσόφου, της Περικτιόνης. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, στο έργο του «Απομνημονεύματα» (Ο βίος και η φιλοσοφία του Σωκράτους), στον οποίο χρωστάμε και τον υπόψη διάλογο, πληροφορούμαστε τα εξής:

Οσάκις ο Γλαύκων επιχειρούσε να αγορεύσει ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου, επειδή επιθυμούσε να γίνει ένας εκ των αρχόντων της πόλης, ενώ δεν ήταν καλά - καλά είκοσι ετών, και κανένας από τους φίλους και συγγενείς του δεν μπορούσε να τον αποτρέψει,  τον κατέβαζαν από το βήμα δια της βίας και γινόταν καταγέλαστος. ο Σωκράτης, λοιπόν, όταν μια μέρα τον συνάντησε τυχαία στο δρόμο, βρήκε την ευκαιρία να τον συζητήσει, με σκοπό να τον νουθετήσει πολιτικά.

Να σημειώσουμε ότι τους ασχημονούντες και τους άσχετους ρήτορες στο βήμα της Εκκλησίας του Δήμου, τους κατέβαζαν βιαίως κάτω, με διαταγή του επιστάτη των Πρυτάνεων,  οι Σκύθες τοξότες,  που εκτελούσαν, εν καιρώ ειρήνης, αστυνομικά χρέη, ενώ εν καιρώ πολέμου, ως ιπποτοξότες προηγούνταν του Αθηναϊκού ιππικού, ως οι πλέον ικανοί και έμπειροι έφιπποι τοξότες, ανερχόμενοι στους διακόσιους (200).

Επίσης, αξίζει να θυμηθούμε  ότι την αρχαία Αθήνα τη διοικούσαν οι «Εννέα Άρχοντες», ήτοι: ο Επώνυμος άρχων, ο άρχων Βασιλεύς, ο Πολέμαρχος και οι έξι (6) Θεσμοθέτες, οι οποίοι εκλέγονταν από τους ευπατρίδες (πεντακοσιομέδιμνους και ιππείς) της Αττικής και προέρχονταν από τις τάξεις τους.

Στην αρχή, οι άρχοντες ήταν ισόβιοι, έπειτα η θητεία τους ήταν για δέκα χρόνια και, τελικώς, για ένα χρόνο. Αργότερα, επίσης, για να εκπροσωπούνται και οι δέκα αττικές φυλές ως δέκατος άρχοντας, κληρωνόταν ο γραμματέας των Θεσμοθετών, ενώ μετά το τέλος της θητείας των γίνονταν όλοι ισόβια μέλη του Αρείου Πάγου.

Τέλος, πριν το διορισμό των αρχόντων υπήρχε η σχετική δοκιμασία (ένα είδος εξέτασης της καταλληλότητας) των υποψηφίων, για να είναι σίγουροι οι Αθηναίοι ότι οι άρχοντές τους θα ήταν και επαρκείς και κατάλληλοι για τα ανώτατα αξιώματα που τους ανέθεταν.

Ακολουθεί ο διάλογος ο οποίος διαμορφώθηκε με εξάλειψη του πλάγιου λόγου του Ξενοφώντα, ώστε να είναι πιο εύληπτο το σχετικό κείμενο:

-        Ω, Γλαύκων, αποφάσισες να γίνεις άρχοντας της πόλης;

-        Ναι, Σωκράτη.

-        Αλήθεια, μα το Δία, καλό είναι αυτό το έργο, σίγουρα το πιο καλό από τα ανθρώπινα  έργα. Διότι είναι φανερό ότι, αν το κατορθώσεις, θα μπορείς από τη μια να απολαμβάνεις ό,τι κι αν επιθυμείς, από την άλλη θα είσαι ικανός να ωφελείς τους φίλους σου, θα τιμήσεις και το σόι σου, θα προσφέρεις στην πατρίδα, θα γίνεις γνωστός πρώτα στην πόλη σου, μετά στην Ελλάδα ολόκληρη και ίσως, όπως και ο Θεμιστοκλής και στους Βαρβάρους. Όπου και αν βρίσκεσαι θα είσαι αναγνωρίσιμος. Λοιπόν, έχεις καταλάβει Γλαύκωνα ότι, εάν βεβαίως θέλεις να σε τιμούν, θα πρέπει προηγουμένως να ωφεληθεί η πόλη από σένα;

-        Βεβαιότατα.

-        Προς θεού, μην κρύψεις τη γνώμη σου και πες μου από τί θα αρχίσεις να ευεργετείς την πόλη;

-        (Ο Γλαύκων σώπασε, σκεπτόμενος από πού ήθελε να αρχίσει.)

-        Άραγε, όπως θα ήθελες να προσφέρεις στην οικογένεια του φίλου σου, και να τον κάνεις πλουσιότερο, έτσι και την πόλη θα προσπαθήσεις να την κάνεις πλουσιότερη;

-        Βεβαιότατα.

-        Λοιπόν, δεν θα είναι πλουσιότερη, ασφαλώς, εάν τα έσοδα αυτής γίνουν περισσότερα;

-        Φυσικά, έτσι είναι, βεβαίως.

-        Πες μου, λοιπόν, από ποιες πηγές προέρχονται σήμερα τα έσοδα στην πόλη και πόσα περίπου είναι; Διότι είναι φανερό ότι έχεις σκεφτεί γι’ αυτό το ζήτημα, δεδομένου ότι, αν κάποια έσοδα είναι ανεπαρκή, θα πρέπει να τα αυξήσεις, και αν κάποια άλλα δεν εισπράττονται, θα φροντίσεις για την είσπραξή τους.

-        Μα το Δία, αυτό το ζήτημα δεν το έχω εξετάσει.

-        Καλά, αν αυτό το παρέλειψες, τουλάχιστο πες μου για τις δαπάνες της πόλης. Διότι είναι φανερό ότι και όσον αφορά αυτές θα σκέφτεσαι κάποιες  περιττές να τις περικόψεις.

-        Μα το Δία, ούτε σ’ αυτές έδωσα ακόμα προσοχή.

-        Ώστε θα αναβάλλουμε να κάνουμε την πόλη πλουσιότερη. διότι πώς είναι δυνατόν να επιμεληθεί κάποιος αυτό το ζήτημα, αν δεν γνωρίζει τα έσοδα και τα έξοδα;

-        Ναι, όμως, Σωκράτη, είναι δυνατόν να κάνεις την πόλη πιο πλούσια και από τα λάφυρα των εχθρών.

-        Μα το Δία, και μάλιστα πάρα πολύ, εάν είσαι ισχυρότερος  αυτών. Εάν, όμως, είσαι πιο ανίσχυρος, τότε και τα υπάρχοντά της μπορεί να χάσει η πόλη.

-        Αλήθεια λες.

-        Λοιπόν, όποιος θα σκεφτεί απέναντι σε ποιους θα πολεμήσει, αυτός πρέπει να γνωρίζει και τη δύναμη της πόλης του και τη δύναμη των εχθρών της, για να συμβουλεύει τον δήμο για πόλεμο, αν η δύναμη της πόλης είναι μεγαλύτερη,  ενώ αν είναι μικρότερη, να πείθει το δήμο να προσέχει.

-        Ορθά μιλάς.

-        Έτσι, λοιπόν, πρώτα απαρίθμησέ μου τη δύναμη της πόλης μας και  σε πεζικό και ναυτικό, και στη συνέχεια τη δύναμη του εχθρού.

-        Μα το Δία, έτσι πρόχειρα από μνήμης δεν μπορώ.

-        Δεν πειράζει, αν το έχεις κάπου γραμμένο, φέρε το, γιατί πολύ θα ήθελα να το δω.

-        Ούτε και αυτό το έχω καταγραμμένο.

-        Άρα, προς το παρόν και για τον πόλεμο θα πρέπει να αναβάλλεις τις συμβουλές. Γιατί φαίνεται ότι λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος, δεν το εξέτασες καλά ακόμα, επειδή μόλις τώρα ανέλαβες να επιμεληθείς ζητήματα της πόλης.

-        Βεβαίως, όμως, τουλάχιστο για τις φρουρές της πατρίδας θα έχεις ήδη φροντίσει και γνωρίζεις και πόσα φυλάκια σε κατάλληλες θέσεις υπάρχουν και πόσοι φρουροί είναι ικανοί και πόσοι δεν είναι και τα μεν κρίσιμα φυλάκια θα συμβουλεύεις να ενισχυθούν, και τα περιττά να καταργηθούν.

-        Μα το Δία, εγώ τουλάχιστον θα συμβουλεύσω να καταργηθούν όλες οι φρουρές, διότι φρουρούνται τόσο πλημμελώς, ώστε κλέβονται τα πράγματα της πατρίδας.

-        Εάν καταργήσει  κάποιος τις φρουρές, δεν νομίζεις ότι είναι δυνατόν, σε όποιον γουστάρει να αρπάζει πράγματα της πατρίδας; Ποιο από τα δυο συνέβη, εσύ ο ίδιος, αφού πήγες εκεί, εξέτασες αυτό το ζήτημα ή για να το ειπώ διαφορετικά, με ποιο τρόπο γνωρίζεις ότι οι φρουροί φυλάνε πλημμελώς.

-        Το συμπεραίνω.

-        Ναι, αλλά όχι πλέον με εικασίες, αλλά όταν ακριβώς γνωρίζουμε, τότε θα συμβουλεύουμε.

-        Ναι, ίσως τούτο είναι προτιμότερο.

-        Επιπλέον, στα μεταλλεία αργύρου στο Λαύριο, εξ όσων γνωρίζω, δεν πήγες,  ώστε να μπορείς να πεις, γιατί τώρα τα έσοδα που προέρχονται από αυτά είναι λιγότερα.

-        Πράγματι, δεν πήγα εκεί.

-        Και, βεβαίως, λέγεται ότι το μέρος αυτό είναι ανθυγιεινό.  αλλά όταν παρουσιασθεί ανάγκη να συμβουλεύσεις κάτι για τούτο το ζήτημα, τον δήμο, θα σου αρκεί αυτή η δικαιολογία;

-        Αστειεύεσαι.

-        Πιστεύω ότι δεν θα παραμελήσεις αυτό, αλλά έχεις εξετάσει, για πόσο καιρό επαρκεί το σιτάρι  που παράγεται στη χώρα, για να θρέψει την πόλη και πόσο σιτάρι χρειάζεται ακόμα η πόλη κάθε χρόνο, για να μην περιέλθει σε κατάσταση έλλειψης, καθόσον, άμα γνωρίζεις, μπορείς, συμβουλεύοντας τον δήμο για τα αναγκαία,  να βοηθάς και να σώζεις την πόλη.

-        Λες πάρα πολύ σημαντικό πράγμα, αν βεβαίως θα παρουσιαστεί ανάγκη να φροντίσω  και γι’ αυτό το ζήτημα.

-        Ναι, αλλά ούτε το σπίτι του θα μπορεί κάποιος να κουμαντάρει καλά, αν δεν γνωρίζει μεν όλα όσα έχει ανάγκη και δεν τα αντιμετωπίσει πάντα με μεγάλη επιμέλεια. Και καθώς η μεν πόλη έχει περισσότερα από δέκα χιλιάδες σπίτια, και είναι δύσκολο να φροντίζει κάποιος ταυτόχρονα για τόσα σπίτια, πώς και δεν προσπάθησες μέχρι τώρα, πρώτα να φροντίσεις ένα, αυτό του θείου σου, που έχει ανάγκη φροντίδας. Και αν μεν μπορείς να φροντίσεις ένα, τότε επιχειρείς και για περισσότερα. Εάν, όμως, δεν μπορείς να φροντίσεις ένα, πώς θα μπορέσεις να ωφελήσεις πολλούς, όπως ακριβώς, αν δεν μπορεί κάποιος να σηκώσει το βάρος ενός ταλάντου[1], τότε δεν πρέπει να επιχειρήσει να σηκώσει μεγαλύτερο βάρος;

-        Ναι, εγώ τουλάχιστον ήθελα να φροντίσω το σπίτι του θείου μου, αρκεί αυτός να με εμπιστευόταν.

-        Αφού τον θείο σου δεν μπορείς να πείσεις να σε εμπιστευθεί, νομίζεις ότι θα μπορέσεις να πείσεις όλους τους Αθηναίους να σε εμπιστευτούν; Ή δεν καταλαβαίνεις πόσο επικίνδυνο είναι να λέει και να ενεργεί κάποιος για πράγματα, που δεν γνωρίζει; Αλλά για κοίτα και τους άλλους, όσους γνωρίζεις που είναι τέτοιοι, οι οποίοι εμφανίζονται να λένε και να ενεργούν για ζητήματα που δεν γνωρίζουν, εσύ τι λες θαυμάζονται από τους άλλους ή καταφρονούνται; Για παρατήρησε, όμως, και αυτούς που γνωρίζουν τα πράγματα για τα οποία λένε και ενεργούν  και θα καταλάβεις ότι αυτοί που προκόβουν και θαυμάζονται είναι κατεξοχήν αυτοί που γνωρίζουν επισταμένως τα ζητήματα, ενώ οι άσχετοι  και κατηγορούνται και καταφρονούνται. Αν λοιπόν επιθυμείς να προκόψεις και να θαυμάζεσαι στην  πόλη, προσπάθησε να αποκτήσεις όσο το δυνατό περισσότερο ακριβή γνώση των ζητημάτων, για τα οποία θέλεις να ενεργήσεις. Γιατί, τέλος, αν σε αυτά υπερέχεις όλων των άλλων, οι οποίοι ασχολούνται με τα δημόσια ζητήματα, τότε δεν θα απορήσω, αν πολύ εύκολα επιτύχεις όλα όσα επιθυμείς.

***

Ο παραπάνω διάλογος παραμένει και στις μέρες μας εξαιρετικά επίκαιρος. Διότι πολλοί εκ νεότητός τους θέλουν μεν να ασχοληθούν με τα κοινά (την πολιτική), χωρίς όμως να έχουν επιτυχή επαγγελματική πορεία και σωστή διαδρομή στον ιδιωτικό τους βίο και κυρίως χωρίς να έχουν τη διάθεση να εργαστούν σκληρά και να μάθουν σε βάθος τα προβλήματα, τα οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν και, βεβαίως, για να έχουν ορθή άποψη και κρίση περί των ζητημάτων που τίθενται, την ώρα λήψης των σχετικών κρίσιμων αποφάσεων.  

Το ακόμα χειρότερο είναι ότι συνεχίζουν να είναι άσχετοι, παρότι διανύουν πολιτική διαδρομή πολλών χρόνων, ακόμα και πολλών δεκαετιών, διότι αυτοί εξαντλούν όλες τις προσπάθειές τους σε ένα χειμαρρώδη καταγγελτικό λόγο, με μεγάλα και κούφια λόγια, λες και επιζητούν την εφήμερη δημοσιογραφική δόξα, μέσα σε ένα νεφελώδες ουτοπικό όραμα, που δεν εδράζεται, ούτε στη λογική, ούτε στην πραγματικότητα και, βεβαίως, σε ακατάπαυστη προβολή  τους μέσω των δημοσίων σχέσεων που συστηματικά καλλιεργούν και προσέχουν.

Και το πιο εξοργιστικό είναι ότι όσο βρίσκονται στην εξουσία γίνονται εξ ανάγκης πραγματιστές, για να  μεταμορφωθούν ξανά σε φτηνιάρικους Κάτωνες, μόλις βρεθούν πάλι στην αντιπολίτευση.

Και, βεβαίως, για να μπορούν να σταθούν, επί πολύ χρόνο στο πολιτικό προσκήνιο επιλέγουν να γεμίσουν τη φαρέτρα τους, όχι με επί της ουσίας πολιτικό έργο, δηλαδή με ενέργειες και αποτελεσματικές δράσεις, αλλά με ψέμα και κυρίως με διαστρέβλωση, που είναι ο προθάλαμος στο χώρο της τοξικότητας και του διχασμού.

Τέτοιους πολιτικούς, μάλλον πιο σωστά πολιτικάντηδες, συναντάς σήμερα σωρηδόν σε όλο το κομματικό φάσμα, ενώ σε όποιο κόμμα, βρεθούν «εν περισσεία» τέτοιου είδους στοιχεία, αυτά δηλητηριάζουν και αποσυνθέτουν  όλο τον κομματικό οργανισμό, στον οποίο ανήκουν.

***

Τέλος, όπως  μας πληροφορεί ο Ξενοφώντας στο ίδιο παραπάνω έργο, μέσα από τα λόγια του δασκάλου του, του Σωκράτη. στην αρχαία Αθήνα, για να έπαιρνες το υψηλό αξίωμα του άρχοντα, πέρα από τα ανάλογα προσόντα που έπρεπε να διαθέτεις,   ώστε να μπορείς να ανταποκριθείς στα πολιτικά σου καθήκοντα, κρινόσουν και για τον ιδιωτικό σου βίο. Μάλιστα, υπήρχαν μεταξύ των άλλων κριτηρίων, και δυο που ήταν κρίσιμα για την τελική εκλογή.

Το πρώτο, σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου φιλοσόφου:

«Και η πόλις  άλλης μεν αχαριστίας ουδεμιάς επιμελείται ουδέ δικάζει, αλλά περιορά τους ευ πεπονθότας χάριν ουκ αποδιδόντας, εάν δε τις γονέας μη θεραπεύη, τούτω δίκην τε επιτίθησι και αποδοκιμάζουσα ουκ εά άρχειν τούτον, ως ούτε αν τα ιερά ευσεβώς θυόμενα υπέρ της πόλεως τούτου θύοντος ούτε άλλο καλώς και δικαίως ουδέν αν τούτου πράξαντος », που σημαίνει: «και η πόλη δεν φροντίζει μεν, ούτε δικάζει άλλη αχαριστία, αλλά αδιάφορα βλέπει αυτούς που έχουν ευεργετηθεί να μη αποδίδουν χάρη σε αυτούς που τους ευεργέτησαν, εάν όμως κάποιος δεν φροντίζει για τους γονείς του, αυτόν και καταδικάζει και στις δοκιμασίες των αρχόντων τον αποδοκιμάζει και δεν του επιτρέπει να άρχει, έχοντας τη γνώμη  ότι ούτε για την πόλη οι θυσίες που προσφέρονται από αυτόν όντα άρχοντα, θα προσφέρονται με ευσέβεια, ούτε τίποτε άλλο, με καλό και δίκαιο τρόπο, θα πραχθεί από ένα τέτοιο άρχοντα.» και το δεύτερο:

«Και εάν τις των γονέων τελευτησάντων τους τάφους μη κοσμή, και τούτο εξετάζει η πόλις εν ταις των αρχόντων δοκιμασίαις.» που σημαίνει: «Και αν κάποιος, όταν πεθάνουν οι γονείς του, δεν στολίσει τους τάφους αυτών, και αυτό κατά τις δοκιμασίες των αρχόντων εξετάζει η πόλις.»

Διότι, «εξ όνυχος τον λέοντα».

Στάθης Ασημάκης

10/9/2024


[1] Το αττικό τάλαντο (ως μονάδα βάρους και όχι ως χρήμα) ισοδυναμούσε με σημερινά 110 Κg περίπου.