Το δεκαπεντάχρονο παιδί που βοηθούσε τον
θειό του στις δουλειές του εστιατορίου, μόλις είχε τελειώσει αυτές που του
αναλογούσαν στη σάλα του μαγαζιού, μετά
το μεσημεριανό σερβίρισμα των πελατών. Είχε μαζέψει και μεταφέρει στην κουζίνα,
πιάτα, μαχαιροπίρουνα και ποτήρια. Είχε
σκουπίσει τον χώρο και τακτοποιήσει τις καρέκλες στις θέσεις τους. Πλέον όρθιος,
ακουμπισμένος με τον ώμο στον παραστάτη της οξώπορτας, έχοντας διπλωμένη την ριγέ ποδιά μπροστά του, στο μισό της προς τα πάνω και με περασμένο το ένα του χέρι
από κάτω της, χωμένο στην τσέπη του παντελονιού του, σφύριζε ξένοιαστα, παρατηρώντας
τα παιδιά που έπαιζαν φωνάζοντας, διασκορπισμένα στην πλατεία μπροστά του.
Ξαφνικά, λες και κάτι τον τσίμπησε,
όρθωσε το κορμί, έβγαλε το χέρι του από την τσέπη του παντελονιού και
συγκέντρωσε την προσοχή του στους δυό άντρες που έρχονταν προς τη μεριά του. Αφού βεβαιώθηκε ότι αυτοί πράγματι
κατευθύνονταν προς την ταβέρνα, έστρεψε το κεφάλι του προς το εσωτερικό της,
όπου βρισκόταν ραχατεύοντας ο ιδιοκτήτης συγγενής του, αναγγέλλοντάς του με
συνωμοτική χαμηλή φωνή, γεμάτη έκπληξη, θαυμασμό και απορία ταυτόχρονα:
‘’Μπάρμπα! ’κείν’οι οι δυό ματάρχουντ’!’’