Πέμπτη 17 Απριλίου 2025

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΣΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ

 

Από ακατανίκητη νοσταλγία κυριεύεται ο Έλληνας της πρωτεύουσας τις μέρες του Πάσχα κι’ αποφασίζει να ταξιδέψει στην επαρχία, κοντά στους δικούς του ή να εκδράμει σε περιοχές όπου το ελληνικό Πάσχα γιορτάζεται με το πατροπαράδοτο λαϊκό γλέντι. «Πάσχα τερπνόν» θέλουν να περάσουν όλοι αυτές τις μέρες. Άλλοι κατηφορίζουν προς τον Μοριά κι άλλοι ανεβαίνουν προς τη Ρούμελη. Κοντά στη φύση, στα έλατα, στο πράσινο και στον ήλιο. Εκεί θ’ απολαύσουν το μοσχοβόλημα από τ’ ανθισμένα αγριολούλουδα και την ορεκτική μυρουδιά απ’ τα ψημένα αρνιά της σούβλας. Πάσχα στη φημισμένη Αράχωβα, που φυλάει ανέγγιχτες τις παραδόσεις του ελληνικού Πάσχα. Κρατάει περήφανα τις παραδόσεις η Αράχωβα, σε πείσμα του εκσυγχρονισμού, που παρατηρείται σ’ άλλα μέρη. Η τοπική πατροπαράδοτη μορφή της μικρής πολιτείας εκδηλώνεται σ’ όλη την κοινωνική της ζωή, έτσι, που κατάντησε να γίνει ενδιαφέρον τουριστικό κέντρο της Ρούμελης, κοντά στο άλλο τουριστικό κέντρο των Δελφών.
Οκτώ η ώρα πρωϊνή της Κυριακής του Πάσχα. Ανάμεσα στα λιθόστρωτα στενά κι ανηφορικά δρομάκια της Αράχωβας, περπατάς και βρίσκεσαι μπρος σ’ ένα θέαμα, που σου υποβάλλει αμέσως, το νόημα τούτης της μέρας. Στις ρούγες, που απλώνονται μπρος από τα λιγόχτιστα σπίτια, βλέπεις μαζεμένους χωρικούς, άνδρες – γυναίκες, που καίνε σωρούς από ξερές κληματόβεργες. Λευκοί καπνοί υψώνονται στον ουρανό και κυκλώνουν τα σπίτια. Θαρρείς και πυρπολείται ολόκληρη η κωμόπολη. Μ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίζουν τη θράκα, για να την απλώσουν μετά πάνω στους μακρόστενους λάκκους, όπου θα ψήσουν τ’ αρνιά. Δέκα – δεκαπέντε οικογένειες μαζί, αραδιάζουν πάνω σ’ αυτούς τους λάκκους με τη μεγάλη θράκα, τις σούβλες με τ΄ αρνιά και τα γυρίζουν ώρες πολλές για να ψηθούν. Κι’ ολόγυρα μαζεμένοι όλοι, παρακολουθούν το ψήσιμο με κατάνυξη, έτσι που φαντάζει τελετή, γύρω από αρχαίο βωμό…
Δίπλα σχεδόν στην ψησταριά ένα στρωμένο τραπέζι με ποτήρια, κρασί και κόκκινα αυγά. Νωρίς ανοίγει η όρεξη με το κρασί και τους πρώτους μεζέδες. Το κέφι έρχεται με τη σειρά του, με τα δημοτικά τραγούδια. Αντηχούν όλες οι γειτονιές απ’ το τραγούδι και τα λαλούμενα. Οι περαστικοί προσκαλούνται κοντά στην ψησταριά και υποχρεώνονται να δοκιμάσουν τους μεζέδες και το κρασί. Το γευστικό μαύρο, μπρούσκο κρασί της Αράχωβας.
- Χριστός ανέστη, ωρέ, χαιρετούν τους χωριανούς της απέναντι ρούγας.
- Αληθώς ανέστη! Απαντούν εκείνοι.
Και καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, ανεβαίνει κι’ η διάθεση για γλέντι. Στήνεται ο χορός στην αυλή ή στο πλάτωμα του δρόμου, κοντά στους λάκκους με τις σούβλες.. Τραγούδια τσάμικα και συρτά, σφυρίγματα και κεφάτα ξεφωνητά, γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Πηγαινοέρχονται, από τη μια ψησταριά στην άλλη, αλληλοασπάζονται και τσουγκρίζουν τα γεμάτα ποτήρια. Τ’ αρνιά πλησιάζουν να ψηθούν. Κάποιος επιτήδειος, μ’ ένα μαχαίρι και πηρούνι κόβει διαλεχτούς μεζέδες, από τ’ αρνιά και ζεστούς – ζεστούς, τους προσφέρει σε δικούς και ξένους. Κι’ ο χορός συνεχίζεται ως το μεσημέρι. Τότε ο νοικοκύρης του σπιτιού με τη γυναίκα του, πιάνουν τη σούβλα με τ’ αρνί από τις άκρες και μπρος ο άντρας πίσω η γυναίκα πάνε να γευματίσουν.
Οι ξένοι καλούνται στα σπίτια και σε κοινό οικογενειακό τραπέζι, οι Αραχωβίτες τους προσφέρουν μ’ εγκαρδιότητα, ό,τι καλό βγάζει ο τόπος τους. Αφράτο ψημένο αρνί, φορμαέλα, ένα είδος νόστιμου τοπικού τυριού, γλυκό μαύρο κρασί. Μέσα σε μια τέτοια εγκάρδια ατμόσφαιρα οι ξένοι αισθάνονται την ομορφιά του ελληνικού Πάσχα.

Απόσπασμα από το βιβλίο "καλότυχα βουνά" του Σπύρου Ζήση