Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

1928: ΜΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ



ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

Το σούρουπο, όταν στο βάθος του λιμανιού μια καταχνιά σκεπάζει τη δύση και ο μονόφθαλμος φάρος της Λειψοκουτάλας ρίχνει την ωχρή του ανταύγεια στα γαληνεμένα νερά, αφήνουμε με τη «Φωκίδα» το θορυβόδικο, βρωμερό λιμάνι του Πειραιά. Στην έξοδό μας κάνουν παράτα τα τρία γέρικα πολεμικά – περασμένα μεγαλεία – ενώ μπρός και πίσω μας γλιστρούν στα μουντά νερά κάθε λογής καράβια προς κάθε λογής λιμάνια.

Είναι πια νύχτα όταν αρχίζουν να θαμποφαίνονται τα φώτα του Ισθμού. Μια αδικαιολόγητη αναμονή στην είσοδο, και σε λίγο γλιστράμε στη φωτόλουστη υγρή του λεωφόρο.

Με τη γλύκα της νυχτιάς έχουν ημερέψει και τα πανύψηλα, απότομα, απειλητικά μουράγια. Ένα κόκκινο φανάρι – και τρέχουμε προς το Λουτράκι. Σε λίγο πάλι ξανοιγόμαστε, κι από το Ηραίο αρχίζει ένα νανουριστικό σάλεμα…
Ο αυγερινός σηκώνεται πάνω από τα βουνά του κόλπου της Ιτιάς. Το μαύρο ακρογιάλι σιγά-σιγά παίρνει χρώματα μουντά, που όσο παν και ζωηρεύουν, ενώ η θάλασσα χάνει τη μαυρίλα της. Σε λίγο η άγκυρα κατρακυλάει.

Η Ιτιά ξαπλωμένη ράθυμα στον ορμίσκο της, στα πόδια πανύψηλων βουνών, είναι πρωί-πρωί όλο καλοσύνη και καταδεξιά. Την αφήνουμε όμως γρήγορα, μπαίνουμε σε αυτοκίνητα, κι από το δρόμο της Άμφισσας, χωνόμαστε σ’ έναν πλούσιον ελαιώνα, - τον ελαιώνα των Σαλώνων – ο οποίος από τις κορδέλες ενός βουνού που ανεβαίνουμε, φαντάζει κάτω μας μια απέραντη και ακύμαντη βαθυπράσινη θάλασσα. Σαν πλησιάζουμε στο Χρισό στην αρχαία Κρίσσην, τρέπουμε σε άταχτη φυγή ένα κοπάδι πρόβατα που ροβολάνε στις πλαγιές.

Το Χρισό είναι σήμερα ένα ειρηνικό χωριό, που φαίνεται ακόμη βυθισμένο στην πρωϊνή νάρκη. Σε λίγο περάσαμε και τις τελευταίες κορδέλες και ορμάμε στο Καστρί.

Οι κάτοικοι πετιούνται όξω για να μας δουν, μα τ’ αυτοκίνητά μας τρέχουν γραμμή να σταθούν στις πρασινάδες της Κασταλίας.

Εκεί αφήνουμε μερικούς από τους συνοδοιπόρους μας, που θα γυρίσουν μέσω Άμφισσας – Μπράλου , για να φορτώσουμε τα πράγματά μας σε μουλάρια, για να έχουμε να κάνουμε έναν απαίσιο απότομο ανήφορο. Κάνουμε μερικές βόλτες στο Καστρί, περνάμε απ’ το νεκροταφείο και σε λίγο αρχίζουν οι απαίσιες κορδέλες.

Αναβαίνουμε-αναβαίνουμε και πάλι ανεβαίνουμε. Για τους πεζούς υπάρχει κάποιο άλλο μονοπάτι, συντομότερο μα κοφτερό. Έπειτα από μια ώρα έχουμε πια περάσει την Κακιά Σκάλα και φτάσει ύψος 905 μέτρων.

Το Καστρί στα πόδια μας και πιο κάτω ο κολπίσκος της Ιτιάς με τις γιρλάντες του, το θαλασσί πρεβάζι του, ο ατέλειωτος ελαιώνας. Ένας χαιρετισμός και μπαίνουμε στα βασίλεια του Παρνασσού.Ένα-ένα αρχίζουν τα ελάτια και σε λίγα λεπτά κι η πρώτη δροσερή πηγούλα.

Από εδώ προχωρούμε άλλοτε δίπλα κι άλλοτε μες’ τα ελάτια. Λίγη κατηφοριά κι αγναντεύουμε τ’ Αραχωβίτικα καλύβια. Αλλά αριστερά μας υψώνεται το Σαρανταύλι με το ξακουστό Κωρύκειο Άντρο του. Είναι κρίμα να μη σκαρφαλώσουμε ως εκεί. Μισής ώρας απότομη ανάβαση σε γιδόστρατο. 

Αφήνουμε τα ζώα να τραβήξουν προς τα Καλύβια και μεις με τον καλόν μας οδηγόν τον κυρ Αναστάση χωρίς να πάρουμε ανάσα, τραβάμε τον ανήφορο. Σε λίγο απότομα προβάλει το στόμιο της σπηλιάς. Λίγο αν πάει κανείς πιο πλάι δεν μπορεί να φαντασθεί που πέφτει στο άντρο. Και καθισμένοι για να ξεϊδρώσουμε, προτού μπούμε στην υγρασία και τα πηχτά σκοτάδια, σιγοδιαβάζουμε λίγες σχετικές αράδες του Παυσανία:

«Ιόνη δε εκ Δελφών επί τα άκρα του Παρνασσού σταδίους μεν όσον εξήκοντα απωτέρω Δελφών έστιν άγαλμα χαλκούν και ράων ευζώνω ανδρί ημιόνους τε και ίππους επί το άντρον εστίν άνοδος το Κωρύκειον, τούτω δε τω άντρω γενέσθαι το όνομα της νύμφης Κωρυκίας, σπηλαίων δε, ως είδον, θέας άξιον μάλιστα εφαίνετο είναί μοι. Το δε άντρο το Κωρύκειον μεγέθει υπερβάλει τε τα ειρημένα και εστίν επί πλείστον οδεύσαι δι’ αυτού και άνευ λαμπτήρος, ο τε όροφας ες αύταρκες από του εδάφους ανέστηκε και ύδωρ το μεν ανερχόμενον εκ πηγών, πλέον δε ότι από ορόφου στάζει, ώστε και δήλα εν τω εδάφει σταλαγμών τα ίχνη διά παντός έστι του άντρου. Ιερόν δε αυτό οι περί τον Παρνασσόν Κωρυκείων τε είνε Νυμφών και Πανός μάλιστα ήγηνται.»

Σε λίγο συρθήκαμε στο Κωρύκειο. Έχει μεγάλο στόμιο και μέσα, καθώς λέγει και ο Παυσανίας ο όροφος είναι αρκετά υψηλός. Οι σταλαχτίτες του είναι θαυμάσιοι.

Στο βάθος της μεγάλης αίθουσας βρίσκεται αρκετά ψηλά μια τρύπα. Σουρτά μπορεί να περάσει κανείς σε άλλη θαυμασία αίθουσα. Λένε πως το σπήλαιο συγκοινωνούσε με τη Θήβα.

Μεσ’ στο μισοσκόταδο αρχίζουν να ξετυλίγονται μπροστά μας οι οργιαστικές βακχικές γιορτές που γινότανε δω πάνω και ξεχωρίζουμε σε κάποιο βράχο σε σχήμα δαχτυλήθρας επιγραφές στον Πάνα και τις Νύμφες.

Καιρός πια να βγαίνουμε. Και προτού πάρουμε το δρόμο για τα Λειβαδίτικα καλό ν’ αποχαιρετήσουμε ένα χρήσιμο και διακριτικό συνοδοιπόρο μας, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο βιβλίο του.

«Από δε του Κωρυκείου χαλεπόν ήδη και ανδρί ευζώνω προς τα άκρα, αφίκεσθαι, και αι Θυιάδες επί τούτοις τω Διονύσω και τω Απόλλωνι μαίνονται.»

Έπειτα από μισής ώρας κατηφοριά δίχως μονοπάτι βρισκόμαστε στο Καλό Πηγάδι σε μισή ώρα από τα Καλύβια. Στα πρασινισμένα λιβάδια βόσκουν άλογα αλλά φαίνεται πως ακόμα δεν έχουν έλθει όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Βγάζομε νερό απ’ το άβαθο πηγάδι και τσιμπάμε κάτι. Σε λίγο πιάνομε το μονοπάτι το φειδωτό σκαρφαλώνει προς τ’ αγιονορίτικα (μισή ώρα) περνώντας κάτω από πυκνά ελάτια. Αρχίζει να σκοτεινιάζει κάτω από τα δένδρα.

Όλοι προσεκτικά ακούμε τις διηγήσεις του οδηγού μας για τον Καραθανάση και τους άλλους ληστάς, που φοράνε μαύρα ρούχα, κουκάκια και βρωμάνε από μακριά. Κάποτες ο οδηγός μας αναγκάσθηκε να μεταφέρει μήνυμά τους.
Ποτές όμως δεν έχουνε πειράξει ξένους του.

Φτάσαμε στο ψήλωμα και καθόμαστε να ξεκουραστούμε πάνω σε ριγμένους κάτω απ’ τη θύελλα πανώριους κορμούς. Στα πόδια μας όλο κι απλώνει η θέα. Και ξαναπιάνουμε το μονοπάτι που ξαναχώνεται στο πυκνό δάσος και προχωρεί τώρα δίπλα σε χαράδρα. Κάπου εκεί μπροστά μας ξεπρόβαλε πίσω απ’ το φύλλωμα ένα φαλακρό ύψωμα. Ο ήλιος κατεβαίνοντας του ρίχνει μια μενεξεδιά απόχρωση. Πίσω απ’ εκεί βρίσκονται οι στρούγκες που θα διανυκτερεύσουμε.

Αλλ’ ως που να φθάσουμε εκεί…

Προχωρούμε πάντα στο ίδιο πηχτό δάσος. Κάπου κάπου βρίσκουμε τούφες από λεπτά άσπρα ανθάκια, μικρογραφία γιασεμιών, με την ίδια ευωδία εξευγενισμένη και πιο έντονη και φυσική. Και όπου κάποιο  ξάνοιγμα, βλέπουμε να μετεωρίζονται μαύρα κοράκια ή αετοί. Ο Μπάιρον είχε μετρήσει δώδεκα το βράδυ, που ξενύχτησε στους Δελφούς, μέγας προληπτικός αυτός ο άφοβος.


Ξάφνου ενώ προχωρούμε ακούμε γαυγητά. Ο οδηγός μας μας συγκρατεί για να προχωρήσουμε όλοι μαζί. Αρχίζουν οι στάνες, οι στρούγκες και τα σκυλιά τους δε χωρατεύουν διόλου. Προχτές δάγκασαν άσχημα κάτι Εγγλέζους, που αναγκάστηκαν να γυρίσουν στην Αράχωβα για θεραπεία.

Προχωρούμε στρατηγικά με χίλιες προφυλάξεις. Τα σκυλιά κάτι άγρια και φωνακλάδικα τσοπανόσκυλα μας κυκλώνουν, αλλά ο Λουκάς ο βοσκός βγήκεν απ’ τη στρούγκα του και τα μαλώνει. Μας υποδέχεται και μας προσφέρει μια γλυκυτάτη φρέσκη μυζήθρα, που καταβροχθίσαμε επί τόπου. Για πληρωμή ούτε λόγος. Ευχαριστείται όμως τρομερά να ποζάρει με τη γριά πεθερά του με φόντο τη στρούγκα του και ένα παταράκι μυζήθρες. Ο Λουκάς είναι τύπος παλληκαριού ωραίου με την αγκλίτσα του. Μας δίνει και νερό από το χιόνι. 

Γιατί εδώ δεν υπάρχουν πηγές. Αυτός τροφοδοτείται με χιόνι από την Αλαφοκαρούτα. Σε λιγάκι μας οδηγεί σε μια σχισμή παρόμοια με την Αλαφοκαρούτα. Είναι ο Κάρκαρος. Μια βαθυτάτη σχισμή του εδάφους που βαθουλώνει σε είδος σπηλιάς και είναι ολοχρονής γιομάτη παγωμένο χιόνι.
Επικίνδυνη σκάλα κατεβαίνει απότομα στα βάθη της, όπου διατηρούνται σα σε ψυγείο τα τυριά.

Όσοι απ’ την παρέα κατέβηκαν γύρισαν τουρτουρίζοντας. Καληνυχτίζουμε το φιλόξενο Λουκά και παίρνουμε πια τον απότομο, διαρκή ανήφορο του φαλακρού υψώματος. Ούτε ίχνος δένδρου. Και κοτρόνια λες σπασμένα παντού.

 Έχουμε περιπατήσει μισή και πλέον ώρα από τον Κάρκαρο και πέφτουμε από το μέσα μέρος του ψηλώματος. Αλλόκοτοι ήχοι χτυπούν στα αυτιά μας. Εκεί στο μυστήριο του σούρουπου στην απόλυτη μοναξιά, που την διακόπτει κάποιο κρώξιμο ή κάποιος μακρινός αντίλαλος κουδουνιού, ενώ τα κοτρόνια κυλάνε στα πόδια μας, ενώ ακούονται οι ήχοι μιας απροσδοκήτου σάλπιγγος που μας κάμουν μιαν αλλόκοτη εντύπωση.

Μερικοί λένε πως ίσως να’ ναι κάποιο απόσπασμα. Προχωρούμε, λυσσασμένα τσοπανόσκυλα εφορμούν από όλες τις μεριές και τρέχουμε στις στρούγκες που μόλις διακρίνονται στους βράχους. Σε λίγο, κραδαίνον αγκλίτσαν και κρατούν σάλπιγγα αναφαίνεται μεγαλόπρεπο τσοπανόπουλο με κάπαν επί ενός ώμου, ακολουθούμενον από ένα μικρόν αδελφόν του. Είναι ο γυιός του Θανασάκη του τσέλιγκα.

Αφ’ ότου εχτιμήθηκε η αξία του με άφθονα λύτρα, που αναγκάστηκε με το σκουφί ανάποδα, και ένα κουδούνι στο πόδι για να ακούγεται από μακριά, να κομίση στους ληστές ο γεροτσέλιγκας, ο γυιός του σήκωσε θαρρεί το κεφάλι και σκορπάει στις άγριες φάραγγες του Παρνασσού τα σαλπίσματα για να διώχνει καθώς ισχυρίζεται το ζλάπι.

Μας περιποιείται ελληνοπρεπέστατα. Τρέχει να φέρει χιόνι για να κάνουμε νερό και μας κόβει άφθονο τυρί. Όσο για γάλα θα αρμέξει σα γυρίσουν τα κατσίκια. Και τώρα που τριγύρω πλάκωσε μαυρίλα και μας κυκλώνει μαύρη καταχνιά, αφήνοντας  να φαίνονται τ’ αστέρια σαν πίσω από καπνό, ας διπλωθούμε στις κάπες μας κι ας μπούμε στις στρούγκες ν’ απολαύσουμε την καλή φωτιά που μας άναψαν.

Δε θα βρούμε κλειστές τις πόρτες γιατί στρούγκα εστί κοτρόνι πάνω σε κοτρόνι τεχνικά συναρμολογημένα, με που και που ως πολυτέλεια λιγοστή λασπιά και τσίγκον ως στέγην. Πόρτες δεν υπάρχουν.

Κι ενώ το τσοπανόσκυλο ρίχνει πέτρες πάνω στον τσίγκο οδηγώντας τα κατσίκια στη στρούγκα και τ’ αγιάζει του βουνού μαίνεται, και ο τσομπανόσκυλος ρίχνει τα απελπιστικά αλυχτίσματά του για να φεύγει το ζλάπι, πέφτουμε να κοιμηθούμε νανουριζόμενοι από το μονότονο στάξιμο του χιονιού μεσ’ το καζάνι.

Κοιμήθηκα δεν κοιμήθηκα, όταν ο οδηγός μας ήλθε να με ρωτήσει την ώρα. Είναι μια μετά τα μεσάνυχτα και το σκοτάδι πίσσα, κόλαση. Αφού πήραμε στο πόδι ένα γάλα χαιρετήσαμε τα τσομπανόσκυλα, αφήσαμε τα ζώα μας, που απ’ εδώ και μπρος δεν μπορούσαν να προχωρήσουν, και τραβήξαμε για την κορυφή. Πατούσαμε σε γλιστερά αγριόχορτα που διακόπτανε τη μονοτονία του λιθαριού. Κανείς μας δεν έβγαζε τσιμουδιά. Κάπου-κάπου μόνον σκοντάβαμε και παραπατούσαμε. Ψιλόβροχο άρχισε να πέφτει και το αγιάζει δυνάμωνε.
Έχουμε δυο ώρες ακόμα ως την κορφή. Συνεχώς σκαρφαλώνουμε σε γλιστερά κοτρόνια. Βρίσκουμε υποχωρήσεις του εδάφους και κάθε τόσο μας πολιορκούν αγριεμένα τα μανδρόσκυλα. Τους ρίχνουμε το φως των ηλεκτρικών μας φαναριών και κοντοστεκόμαστε. Μικρή ανάπαυση και αρχίζει πια το σκαρφάλωμα της Λιάκουρας της ψηλότερης κορυφής του Παρνασσού (2458 ή 2520). Είναι σωστή ταλαιπωρία αυτή η ανάβασις. Κάθε λεπτό και στάση. Κι ο κυρ Αναστάσης ο οδηγός μας βιάζεται. Τα πηχτά σκοτάδια αρχίζουν να ξανοίγουν, ο ουρανός γίνεται βαθυκύανος. Ξάφνου μερικά γλιστρήματα και να ένας σωρός από πέτρες.

Φτάσαμε!


Άγριο αέρι μας παγώνει και κολλάμε τις πλάτες μας στις πέτρες για να βρούμε λίγη ζεστασιά. Αλλά το κρύο περνάει από τις ρωγμές τους αγριότερο. Κατατοπιζόμαστε στο πανόραμα, που ξαπλώνεται στα πόδια μας. Ένα γλυκό μελένιο φως πέφτει παντού. Πανύψηλα μουντά βουνά, λουρίδες θάλασσας, αλλόκοτα σχήματα στεριών, κάμποι, όλα αυτά σε ακαθόριστα ακόμη χρώματα. Ανατολικά, πέρα απ’ το στενό νεροβραχίονα που χωρίζει την Εύβοια και τις νταντελωτές κορφές του νησιού απ’ τη στεριά, φαίνονται οι Σποράδες κι άλλη μια θάλασσα πλαισιωμένη απ’ τις σειρές των βουνών των πιο απομακρυσμένων νησιών. Β. Α. τα δυνατά μάτια ξεχωρίζουν το απόγκρεμο ακρωτήριο του Άθωνα, ενώ τα πιο κοντόθωρα αρκούνται στο θέαμα του χιονισμένου διαρκώς Ολύμπου του συντροφιασμένου απ’ τον Κίσσαβο, που φαίνονται καθαρά προς βορράν.

Κοντύτερα ακόμη το Πήλιο ξαπλώνει ράθυμα την προβοσκίδα του να βρεχτεί στα νερά του Παγασητικού. Στα Ν. Α. ξανοίγεται η κορυφή του Ελικώνα και μακρύτερα τα απαλόγραμμα βουνά της Αττικής. Από εδώ μπορεί κανείς να νοιώσει κι όλη τη σπουδαιότητα του Ισθμού, που ξεχωρίζει ανάμεσα από τις χίλιες οροσειρές που τον ζώνουν. Η Κυλλήνη, ο Χελμός, ο Ερύμανθος και το Παναχαϊκό μας κρύβουν την Πελοπόννησο εγωιστικά.

Τέλεια διαφορετική είναι η θέα από το δυτικό μέρος, εκεί ο ορίζοντας κλείνεται από την οροσειρά του αρχαίου Κόρακα, που χωρίζεται από τον Παρνασσό από την πεδιάδα της Αμφίσσης και του οποίου οι κορυφές Γκιώνα και Βαρδούσια δεσπόζουν κι αυτού του Παρνασσού. Στα Ν. Δ. η Οίτη και ο Τυμφρηστός.

Κι ενώ ο ήλιος σα μια πυριφλεγής σφαίρα αναβαίνει μέσα από σειρά νεφών, εμείς ροβολάμε για να πιάσουμε το σύρμα (μονοπάτι), που θα μας φέρει στον κάμπο. Το μονοπάτι είναι πολύ δύσκολο. Θα’ λεγα ανύπαρκτο κι απότομο. Κάποιο τσοπανόπουλο αναλαβαίνει να μας οδηγήσει ως ένα σημείο μαζί με τα πρόβατά του. Κατεβαίνουμε κι ανεβαίνουμε μια κορυφούλα ελάχιστα χαμηλότερη απ’ τη Λιάκουρα για να κατεβούμε και να ξανανεβούμε άλλη ψηλότερη, από όπου αποθαυμάζουμε το νοικοκυρεμένο σουλούπι της Αράχωβας. Όλα αυτά τα ανεβοκατεβάσματα μας στοίχισαν τέσσαρες ώρες γιομάτες και τώρα πια κατεβαίνουμε έχοντας στα πόδια μας την Δαύλεια. Ακόμα όμως να φανεί βλάστηση. Αρκούμαστε στα αγριογιασεμιά.

Ξάφνου ακούμε δίπλα μας το κύλισμα γάργαρου νερού και μούσκεμα στον ιδρώτα πέφτουμε να ξεδιψάσουμε. Είναι τα βαθειά νερά που τρέχει ένα νερό κρυσταλλένιο, απόσταγμα όλων των χιονιών του Παρνασσού. Σε λίγο ξαναρχίζει μια κουραστική κατηφοριά, που βαστάει μιάμιση ώρα. Σε τρία τέταρτα ξανοίγομε πίσω από το φύλλωμα το μοναστήρι της Ιερουσαλήμ με τη χτυπητή κόκκινη στέγη του. Έχει και εδώ ένα καλό νερό και προ πάντων ψωμί ζεστό, φέτα Παρνασσού και κρασί απ’ τα λίγα.

Έπειτα από μικρή ανάπαυση εξακολουθεί το ροβόλημα προς την Δαύλεια, που βαστάει μια ώρα. Η Δαύλεια είναι ένα συμπαθητικό χωριό με τα δένδρα του και κυρίως με τα άφθονα και κρύα νερά του.

Δεν χορταίνουμε να πίνουμε νερό. Στην πλατεία με τα πλατάνια ετοιμάζεται ένα πανηγύρι, εμείς όμως βιαζόμαστε. Είναι δύο, και το τραίνο περνάει στις τέσσερις. Ευτυχώς βρίσκουμε ένα αυτοκίνητο κι έτσι δεν πάμε με τα πόδια ως το σταθμό που απέχει περί την μιάμιση ώρα.

Περνάμε μέσα από χωράφια, γιατί ο περίφημος δρόμος όλο και φτιάνεται. Τα λεφτά έχουν μαζευτεί, αλλά κάποιο άλλο εμπόδιο υπάρχει. Ανεβαίνουμε σε χωματόλοφους, πλατσουράμε σε νερά, ξυρίζουμε σπίτια, χοροπηδάμε σε πέτρες και κατορθώνουμε τέλος να φτάσουμε σώοι στο συμπαθητικό σταθμό της Δαύλειας, αφού περάσαμε τον Κηφισσό (Μέλανα).

Μέσα στο εικοσιτετράωρο, περπατήσαμε δεκαοχτώ ώρες. Ήταν μια γερή προσπάθεια απαραίτητη για έναν που τόσο σύντομα θέλει να διασχίσει τον Παρνασσό. Όταν πια το τραίνο κυλάει στο Θηβαϊκό κάμπο και πίσω αχνοφαίνεται  στην προσέγγιση του βραδιού η σιλουέτα του Παρνασσού με τον επιβλητικό του όγκο, αισθανόμαστε κάποιαν υπερηφάνεια. Είναι ένα αίσθημα που πρέπει να μας το συγχωρήσει κανείς γιατί η ανάβασις της κορυφής του Παρνασσού δεν είναι και πολύ εύκολο πράγμα.


Π. Β.