5/5 . Τ’
Άλογα και το ...Καμπανάκι!
Του Στέργιου Μπακολουκά
Το τρικάταρτο ξύλινο
ιστιοφόρο φόρτωνε εμπορεύματα στο λιμάνι έχοντας προορισμό την Κύπρο. Είχε
πλευρίσει την αποβάθρα του έβδομου ντοκ
στον Πειραιά, με δεμένο το φλόκο και μαζεμένα
τα ξάρτια, τακτοποιημένα στη σειρά τ’ άλμπουρά του και χαλαρά δεμένη τη γάμπια πάνω απ’ το κατάστρωμα. Η λαγουδέρα του ήταν
ασφαλισμένη και οι κάβοι του καλά τεντωμένοι στις δέστρες της προβλήτας.
Ήταν ένα καλοκαίρι του
μεσοπόλεμου, τον περασμένο αιώνα. Οι πλαϊνές φάλκες που οδηγούσαν στ’ αμπάρια ήταν ανοιχτές και
τα μαδέρια που ακούμπαγαν στο χώμα του ντοκ μάγκωναν γερά στα τουρέλα του
πετσώματος του καραβιού, φτιάχνοντας έτσι μια μεγάλη και δυό μικρές εισόδους
στο εσωτερικό του.
Οι ναύτες, άλλοι
ξυπόλυτοι και άλλοι με σηκωμένα τα «μπούγενα» των παντελονιών τους πηγαινοέρχονταν
βοηθώντας στο φόρτωμα, κάτω από τις διαταγές του ναύκληρου. Είχαν δοθεί αυστηρές εντολές ασφαλείας από
τον καπετάνιο, γιατί αυτή τη φορά το κυρίως φορτίο του καραβιού ήταν ιδιαίτερο
και μάλλον επικίνδυνο. Θα μετέφερε στην Κύπρο καμιά πενηνταριά άλογα!
Ήταν άλογα «κούρσας»,
που προέρχονταν απ’ τον Ιππόδρομο των
Αθηνών, όπου λάμβαναν μέρος σε αγώνες. Όμως τώρα που πέρασαν τα χρόνια και αυτά
δεν έκαναν γι’ αυτή τη δουλειά, τ’ αγόρασε ένας Κύπριος έμπορος, για λογαριασμό
των εγγλέζικων ιππικών ομίλων του νησιού.
Τα φόρτωσαν σε ειδικά
διαμορφωμένο, με χωρίσματα, χώρο στο κάτω αμπάρι του πλοίου, φροντίζοντας να
έχουν καλό εξαερισμό, αλλά να μην έχουν ευρυχωρία, από το φόβο μήπως τα
μεγαλόσωμα ζώα αφηνιάσουν και
δημιουργήσουν προβλήματα στο ξύλινο σκαρί. Το πλήρωμά του είχε φορτώσει τις
ανάλογες προμήθειες για τους ίδιους και τα ζώα, αρκετές για να φτάσουν για όλο
το ταξίδι. Είχαν τοποθετήσει τις μπάλες του σανού για τ’ άλογα στη μια μεριά
του δεύτερου καταστρώματος και ανάμεσα σ’ αυτές, για να τα προφυλάξουν από το
κούνημα και από τη ζέστη, τοποθέτησαν πολλά καρπούζια και πεπόνια που
προορίζονταν για το προσωπικό του μεγάλου ιστιοφόρου.
Η Γάμπαρα (τρικάταρτο
φορτηγό ιστιοφόρο) ήταν πανέτοιμη. Ο καιρός ήταν καλός με μια τραμουντάνα να
φυσάει, υποσχόμενη να φουσκώσει πρίμα τα πανιά της. Σάλπαραν όταν ο ήλιος
μπάταρε πίσω από τη Σαλαμίνα.
Το πρώτο μερόνυχτο όλα
πήγαιναν καλά. Το τριμάρισμα των πανιών ήταν σωστά βαλμένο από το έμπειρο
προσωπικό, η μαΐστρα του σκαφιδιού ήταν
φερμαρισμένη και όλα τ’ άλλα ιστία ήταν όρτσα. Η πλώρη του έσχιζε ήρεμα και με
δύναμη τα νερά του Αιγαίου.
Το σκαρί έμοιαζε με
ξεκαπίστρωτη νεαρή φοράδα που ροβολάει λεύτερη στον κάμπο. Τ’ άλογα ήρεμα έτρωγαν το σανό τους και οι
ναύτες δροσίζονταν με τα καρπούζια και τα πεπόνια που ήταν χωμένα μέσα στ’
άχυρα.
Ο λοστρόμος του
καραβιού, που ήταν Κυπραίος, έδωσε εντολή στα μέλη του πληρώματος να μην πετούν
τις φλούδες από τα φρούτα στη θάλασσα, παρά να τις μαζεύουν σε μιαν άκρη στο επίστεγο της κουβέρτας. Είχε
στο μυαλό του, όταν έφταναν στο νησί του να τις δώσει πεσκέσι στον αδερφό του
που ήξερε ότι έτρεφε ένα σωρό κότες, ελπίζοντας σ’ ένα καλό τσιμπούσι με μία από αυτές.
Οι ναύτες γραδάροντας
ότι τα καρπούζια και τα πεπόνια που είχαν αποθηκευμένα ήταν πολύ περισσότερα
από αυτά που χρειάζονταν για το ταξίδι, όχι μόνο τα σπατάλαγαν τρώγοντας μόνο
την …καρδιά τους, αλλά …..κατούραγαν
κιόλα πάνω στις φλούδες που πέταγαν στην άκρη, θέλοντας να εκδικηθούν τον λοστρόμο που τους φόρτωσε με πρόσθετες
δουλειές, υποχρεώνοντάς τους να μαζεύουν
τις καρπουζόφλουδες.
Από τα μισά της
δεύτερης μέρας και μετά όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ένας σιροκολεβάντες άρχισε να χτυπά το ξύλινο σκαρί κατάπλωρα
δοκιμάζοντας τ’ άρμενά του, καθώς και τα κότσια του πληρώματος. Δεν έφτανε μόνο
αυτό παρά αργά το βράδυ, η θύελλα που ξέσπασε τους ανάγκασε να κόψουν τη ρότα
τους και ν’ απαγκιάσουν στον κόλπο ενός
απόμερου ξερονησιού του Αιγαίου.
Τα ζώα στ’ αμπάρια ήταν
ανήσυχα και με τα ποδοβολητά τους, έκαναν το πρόβλημα μεγαλύτερο. Υποχρεώθηκαν
να μείνουν στο ξερονήσι πάνω από δυο μέρες. Κατάφεραν, όμως, και πάλι να
ξεκινήσουν, περνώντας το στενό νότια της
Καρπάθου, πολύ αργά όμως, γιατί η κάλμα μετά την καταιγίδα είχε κατακιάσει τον
αέρα, τρώγοντας τις εμπορικές μέρες του μεγάλου ιστιοφόρου κι αυτές με τη σειρά
τους σπατάλησαν με τη διάρκειά τους τις τροφές ανθρώπων και ζώων.
Αφήνοντας ξοπίσω τους
την Κάσο, μπήκαν στο ανοιχτό πέλαγος,
φτάνοντας σχεδόν στα μισά του ταξιδιού τους. Το πρόβλημα της έλλειψης τροφών
άρχισε να γίνεται φανερό σε ανθρώπους και ζώα πλέον.
Οι ναύτες δειλά - δειλά
στην αρχή και ύστερα ανοιχτά και χωρίς πολύ σκέψη, άρχισαν να ψάχνουν τις
καρπουζο – πεπονόφλουδες(!), για να
βρουν καμία από αυτές που δεν την είχαν
…κατουρήσει(!) και να τη φάνε!
Τ’ άλογα στο αμπάρι, όταν η ώρα πέρασε και δεν τους
μοίρασαν τροφή, άρχισαν να δείχνουν
ανήσυχα, χλιμιντρίζοντας. Το χειρότερο, όμως,
που τους βρήκε ήταν η νέα φουσκοθαλασσιά που τους συνάντησε καταμεσής
στο πέλαγος, χωρίς να έχουν μπροστά τους πλέον στεριά, εξόν αυτής του τελικού
τους προορισμού, της Πάφου, λιμανιού της
Κύπρου.
Οι ναύτες σιγά-σιγά
σταμάτησαν να ψάχνουν για καθαρές φλούδες και αφήνοντας κατά μέρος τα διλήμματα
και τις ντροπές, υποτάχτηκαν στη μοίρα τους, τρώγοντας χωρίς διάκριση τα
κατουρημένα και ακατούρητα «απουδιαλέγουρα» των φρούτων και μάλιστα
γελώντας ευχαριστημένοι.
Τ’ άλογα όμως, όσο
αργούσαν να τα παχνίσουν, στην αρχή σιγανά και μετά πιο έντονα, αναστατωμένα
από την έλλειψη τροφής και το συνεχόμενο κούνημα του καραβιού από τη
θαλασσοταραχή, άρχισαν να πυκνώνουν τα
χτυπήματα με τις οπλές τους στο δάπεδο και τα πλαϊνά του ξύλινου σκαριού. Όσο
πέρναγε η ώρα τα χτυπήματα γινόντουσαν ακόμα ισχυρότερα με κίνδυνο να
προκληθούν ζημιές στο καράβι και να
υπάρξει πρόβλημα στην ασφάλειά ανθρώπων, ζώων, και εμπορευμάτων.
Το πλήρωμα τότε
φοβισμένο, έτρεξε στον καπετάνιο του ιστιοφόρου, για να τον ενημερώσει για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, κι έτσι ν’ αποφασίσει εκείνος για τη λύση
του.
Ο καπετάνιος ξέροντας
ότι τα άλογα αυτά ήταν εκπαιδευμένα και μάλιστα είχαν συνηθίσει πριν τα
ταΐσουν να χτυπά ένα προειδοποιητικό
καμπανάκι, ο θόρυβος του οποίου προάγγελε το χρόνο του φαγητού τους, είπε στους
ναύτες να χτυπήσουν το καμπανάκι, έστω και αν δεν είχαν τίποτα να τους δώσουν
να φάνε. Το κόλπο έπιασε. Τ’ άλογα ακούγοντας τον γνώριμο θόρυβο της καμπάνας,
νόμισαν ότι είναι η ώρα του φαγητού και για αρκετή ώρα ησύχασαν. Όταν,
όμως, πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα,
χωρίς ποτέ τ’ άχυρα να μπούνε στο παχνί τους, άρχισαν πάλι τα ποδοβολητά
και τα κλωτσοχτυπήματα.
Οι ναύτες ξαναπήγαν
στον καπετάνιο, ο οποίος και πάλι διέταξε το ίδιο: Γρήγορα το καμπανάκι! Με
αυτόν τον τρόπο τ’ άλογα και πάλι ησύχασαν για δεύτερη, τρίτη αλλά και πολλοστή
φορά. Το κόλπο της κουδούνας αποδείχτηκε σωτήριο για το καράβι και τους
επιβαίνοντες, γιατί έτσι ο καπετάνιος
κερδίζοντας χρόνο, κατάφερε να καβατζάρει την καταιγίδα και να ποδίσει το
ξυλοκάραβο σώο στην Κύπρο, όπου με
ασφάλεια πλέον, ξεφόρτωσαν τα ζώα στο λιμάνι της Πάφου, ταΐζοντάς τα.
Σκεφτείτε εμείς οι
Έλληνες τι σόι ακόμα ναύτες έχουμε τι σόι ακόμα καπετάνιους, που είμαστε
συνέχεια μες το πέλαγος και θαλασσοδαρμένοι….