ΤΟΥ Δ. ΚΑΛΛΟΝΑ
(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1935)
Εάν καμιά φορά συναντήσω τον Θεόδωρο
Λαζαρή εις τον… παράδεισο, δεν θα εκπλαγώ. Εάν τον έβλεπα αύριο με ράσα
επισκόπου, με μήτρα και με επιτραχήλιο, δεν θα μου έκανε την παραμικρή
εντύπωση. Ο Θ. Λαζαρής έχει θεωρία επισκόπου, αλλά και καρδία επισκοπική. Είναι
ήρεμος, γλυκύς, υπομονετικός, ανυστερόβουλος, μελαγχολικός, αθώος όπως ένα
παιδί. Δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι ο άνθρωπος αυτός είναι μέλος της
σημερινής κοινωνίας. Θα μπορούσατε να… μεταλάβετε από τα χέρια του «χωρίς φόβο
και χωρίς πάθος», θα μπορούσατε να εξομολογηθείτε σ’ αυτόν. Αν σας ευλογήσει
μπορείτε να συγκαταλεχθείτε μεταξύ εκείνων που θα πάνε εκ δεξιών κατά την
Δευτέρα παρουσία…
Μολονότι δεν είχε μεταξύ των προγόνων
του κανένα ιερωμένο, έχει μίαν κλίση ακατανίκητο προς το θείον. Του αρέσουν οι
παλιές εκκλησίες, τα υποβλητικά ημίφωτα, οι εκστατικές σιωπές, οι μελαγχολικές
ψαλμωδίες, οι έρημες αυλές των μοναστηριών, τα θλιμμένα σούρουπα, τα
εγκαταλελειμμένα σπίτια. Όταν συζητεί, νομίζετε ότι ομιλεί από άμβωνος, παίρνει
ένα πατριαρχικό ύφος και προσδίδει εις την φωνή του το τραγικό και θλιμμένο
ταυτόχρονα τόνο ενός μάρτυρος. Όταν αναφέρει την λέξη θρησκεία, το πρόσωπό του
φωτίζεται από μια παράξενη φλόγα. Ασφαλώς ο ζωγράφος αυτός θα γίνει μια μέρα
καλόγηρος.
Εις το ατελιέ του υπάρχουν έργα με
διάφορα θέματα. Διακρίνει κανείς γυμνά, που δεν μπορεί να καθορίσει το
χαρακτήρα της πόζας τους, παλιά σπίτια και κοιμισμένα νερά, κάμπους με
αγριολούλουδα, ψαράδες με δίχτυα, τσιγγάνες που ρίχνουν τα χαρτιά, δέντρα που
φυλλορροούν στις πρώτες ψυχρές πνοές του φθινοπώρου.
Ο Λαζαρής τα δείχνει όλα αυτά και τα
εξηγεί με αγάπη. Εκείνα όμως στα οποία επιμένει ο Λαζαρής, τα οποία εκθειάζει,
είναι τα θρησκευτικά θέματα.Ένας μυστικός δείπνος και ένας ατελείωτος
επιτάφιος… Θαρρεί κανείς ότι ο ζωγράφος αυτός έχει ζωγραφίσει όλα τα άλλα
θέματα για να δικαιολογήσει την αγιογραφία, προς την οποία τρέφει μια
απεριόριστη λατρεία.
Ένας τέτοιος άνθρωπος, είναι φυσικό
να παραμένει… ανύπανδρος, να μη ενδιαφέρεται για το χρήμα, να μη εννοεί την
επιχείρηση στην τέχνη, να είναι τακτικός στην εκκλησία της συνοικίας τους, να
μη διατηρεί πολλές σχέσεις, να ρέπει προς την μελαγχολία και να καταλήξει… εις
μοναστήριο.
****
Ο Θεόδωρος Λαζαρής γεννήθηκε στα 1885
στη Λειβαδιά και τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής τα πήρε μέσα στο… μπακάλικο του
πατέρα του! Μέσα σ’ αυτό το μπακάλικο και σ’ ένα εμπορικό ενός εξαδέλφου του ο
Λαζαρής έκανε τα πρώτα του σκίτσα. Να τον ενέπνευσαν οι ρέγγες άραγε ή ο χασές;
Ο εξάδελφός του ήταν αντίθετος προς μιαν καλλιτεχνική καριέρα από συμφέρον
μάλλον παρά από ενδιαφέρον για την τύχη του μικρού συγγενούς του. Του έσχιζε τα
σκίτσα που έκανε. Τον έβριζε, πολλές φορές δε τον εφιλοδώρησε με μερικά
χαστούκια. Στο μπακάλικο του πατέρα του όμως ο μικρός Θοδωρής είχε μεγαλύτερες
ελευθερίες. Ζωγράφιζε κάτω στις πλάκες κεφάλια ηρώων για τη διακόσμηση ενός
παιδικού θεάτρου που είχε στηθεί στην αυλή. Ζωγράφιζε ρέγγες και αγίους από τα
θρησκευτικά βιβλία που διάβαζε (ίσως στα βιβλία αυτά να οφείλεται η κλίσης του
προς την αγιογραφία), σχεδίαζε γαϊδούρια, και σκύλους, παπάδες και
τριαντάφυλλα.
Στην προσπάθειά του αυτή τον εμψύχωνε
ο δάσκαλός του Μπρούστας. Μια μέρα η τύχη έλαμψε. Είχε έλθει στη Λειβαδιά ο
Λάζαρος Σώχος και είδε τα σκίτσα του μικρού… μπακαλόγατου!
Ο Σώχος μίλησε γι’ αυτό στον πατέρα
του και στον αρχαιολόγο Καββαδία. Και οι δυο του συνέστησαν να γίνει ζωγράφος.
Και ένα ωραίο πρωί το παιδί του μπακάλικου, κατόπιν συστάσεως του Νομάρχου
Βάλβη, εξέθεσε καμιά τριανταριά σκίτσα του στη Λειβαδιά σε μια έκθεση που είχε
διοργανώσει για την ενίσχυση του έργου της Φιλοδασικής Ενώσεως. Οι Λειβαδίτες
έτριβαν τα μάτια τους! Ποτέ δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι το παιδί που τους
καθάριζε τις σαρδέλες του κουτιού ήταν και… ζωγράφος! Και αποτέλεσμα της
εκπλήξεως αυτής ήταν να του δοθεί μια υποτροφία από τον Δήμο Λεβαδέων επί
δημαρχίας Γρυπονησιώτη, για να σπουδάσει ζωγραφική.
Έτσι ο μικρός Λαζαρής, βρέθηκε στην
Αθήνα υπότροφος του δήμου της ιδιαιτέρας πατρίδας του και προστατευόμενος
διαφόρων φιλανθρώπων και καλλιτεχνών.
Ο Θεόδωρος Λαζαρής μπήκε στη Σχολή
των Καλών Τεχνών, είχε καθηγητάς τον Ροϊλό και τον Ιακωβίδη και στις εξετάσεις
αρίστευε. Τον πρώτο χρόνο όμως η υποτροφία κόπηκε και ο Λαζαρής αναγκάστηκε να
κάνει σκίτσα για βιβλία, για να ζήσει και να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές
του. Βοηθούσε σύγχρονα ένα θείο του γιατρό… στις εγχειρήσεις!
Στα 1931 0 Λαζαρής έκανε μια ατομική
έκθεση στον «Παρνασσό». Εντύπωση έκαναν τότε τα τοπία του από τη Λειβαδιά και
ιδιαίτερα τα νερά του και τα εγκαταλελειμμένα σπίτια του, με τον τοπικό
χαρακτήρα, με το ζεστό χρώμα τους, με την ποιητική τους ατμόσφαιρα. Επίσης ο
Λαζαρής έλαβε μέρος σε διάφορες ομαδικές εκθέσεις και έστειλε τελευταία τρία
έργα του στην έκθεση της Βενετίας, ένα παλιό σπίτι της Χαλκίδος, ένα κομμάτι
από τα Αναφιώτικα και το «Μνημείο του Θρασύλου». Το υπουργείο της Παιδείας έχει
αγοράσει ένα από τα χαρακτηριστικότερα έργα του, το «Δαφνί».
Στα 1920 ο Λαζαρής διακόσμησε τον
τρούλο της Μητροπόλεως της ιδιαιτέρας πατρίδας του και στα 1930 τελείωσε την
αγιογράφηση του Αγίου Νικολάου της Χαλκίδος. Και τα δυο αυτά έργα του Λαζαρή
είναι μάλλον ελεύθερα χωρίς όμως ν’ απομακρύνονται και πολύ από τον βυζαντινό
ρυθμό, διακρίνονται δε για το καλό τους σχέδιο και για το διακοσμητικό τους
πλούτο.
Τους αγίους ο Λαζαρής τους θέλει…
αγίους! Δεν εννοεί τίποτε από την αγιογραφία. Αγαπά τον ασκητικό τύπο της
βυζαντινής τέχνης με τη σκοτεινή υποβλητική ατμόσφαιρα, με την υπερκόσμια
έκφραση, την αυστηρή διαγραφή. Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι τα έργα στα οποία
εργάζεται σήμερα «Μυστικός δείπνος» και «Επιτάφιος» σε καθαρό βυζαντινό στυλ.
Εκτός από την αγιογραφία ο Θ. Λαζαρής
αρέσκεται εις την περιγραφή της ήρεμης ζωής των μοναστηριών, τις αυλές με τις
βαριές σκιές, με τη νοσταλγική σιωπή που οδηγεί σε θρησκευτικές εκστάσεις.
Επίσης αγαπά και μας δίδει με πολλή δύναμη το πανηγύρι του δάσους, με την
ποικιλία των αποχρώσεων του πρασίνου και τα πολύχρωμα αγριολούλουδα, τα παλιά
σπίτια της Λιβαδειάς και τα ήσυχα νερά μέσα στα οποία καθρεφτίζονται τα’
απομεινάρια του χρόνου. Ο Λαζαρής είναι ένας καλός σχεδιαστής και ένας
αξιόλογος κολορίστας.
Γνωρίζει το ελληνικό φως, δεν έχει
επηρεαστεί από τα μουσεία, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ταξίδευσε. Ότι
βλέπει μας το δίδει σύμφωνα με τους πόθους του χωρίς να το γαρνίρει με την
φαντασία. Είναι ένας «ήσυχος» εμπρεσιονιστής που ψάχνει να βρει την ποίηση μέσα στην αλήθεια
και τη μελαγχολία μέσα στο φως.
Στο βάθος της υποστάσεώς του ο
Λαζαρής είναι μελαγχολικός, αιωνίως θλιμμένος. Αυτό, ως τόσο, δεν τον εμποδίζει
να ζωγραφίζει ένα τοπίο πλημμυρισμένο από φως.
Στην αγιογραφία του έχει αποβάλει τον
όγκο και την προοπτική για «να μη παραβιάζει την αρχιτεκτονική του
περιβάλλοντος». Προσπαθεί να φύγει όσο μπορεί από τον ακαδημαϊσμό στα λίγα
γυμνά του και έχει μελετήσει ιδιαιτέρως τους νόμους των φωτοσκιάσεων.