Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Τα Καλυβιώτικα (II)


(Ιστορίες από το Λιβάδι και τα Καλύβια) 

Η αλωνιστική μηχανή "ΠΑΤΟΖΑ" στα "Πίσω Αλώνια".

Η Αλωνιστική Μηχανή

Του Γιώργου Ανδρέου

     Η αλωνιστική Μηχανή της εποχής εκείνης φάνταζε  στα παιδικά μάτια μου   σαν  θορυβώδες κινητό εργοστάσιο, ρυμουλκούμενο  από ένα, μου φαινόταν τεράστιο, τρακτέρ. Όταν «έσκαζε μύτη» η μηχανή  στο Σταυρό , όπως  και κάθε άλλο  φορτηγό,  μόνο φορτηγά  ανέβαιναν  στο λιβάδι τότε,  γινόταν πανηγύρι στο παιδομάνι. Όπως δε μου θύμισε η Αχτίδω, που αν και μικρότερη μεγάλωσε κι αυτή εκεί, η   παρακολούθηση της κορυφογραμμής του Σταυρού από τα παιδιά, για να δούμε αν ερχόταν  αυτοκίνητο στο λιβάδι, ήταν λαχτάρα κι  ένα από τα πολλά παιχνίδια μας. Πολλές φορές τρέχαμε  σχεδόν  μέχρι και τα μισά της διαδρομής, στο χωματόδρομο που ήταν τότε, από τα  Καλύβια μέχρι τη Ρίζα, για να  προϋπαντήσουμε το φορτηγό που ερχόταν, αλλά και για να «κρεμαλιαστούμε», όπως λέγαμε  το  κρέμασμα  πίσω από το φορτηγό, συνήθως στην πόρτα, για να έρθουμε «επί αυτοκινήτου», «καβάλα»,   μέχρι  τα Καλύβια ή μέχρι να μας καταλάβει ο οδηγός και να σταματήσει  να μας κυνηγήσει. Μας έλλειπε βλέπετε η μετακίνηση με αυτοκίνητο. Αργότερα, ο συγχωρεμένος Στάθης  Τζάθας, ( περάσαμε μετά το 1963- 65, όμορφες στιγμές στη  DOLCE VITA, τόπο μαθητικών σκασιαρχείων και διασκέδασης,  που άνοιξαν  στα «Πίσω Αλώνια» μαζί με τον Στάθη τον Κάγκαλο – Γρανιτσιώτη μακαρίτη και αυτόν),    άρχισε να κάνει, με ένα μεγάλο παλαιό φορτηγό με σκεπασμένη καρότσα,  «συγκοινωνία» με κόμιστρο, Αράχωβα – Αγόριανη. Επιβιβάζονταν, πολύ πρωί και αργά το απόγευμα,  όσοι ανέβαιναν στο Λιβάδι και στο δάσος, αγρότες και κτηνοτρόφοι, που αποβιβάζονταν  στις  πολλές ενδιάμεσες στάσεις της διαδρομής. Είχε μάλιστα κατασκευάσει μόνιμα μεταλλικά καθίσματα, «τουράκια», περιμετρικά  στην καρότσα για να κάθονται οι επιβάτες. Αυτή η «συγκοινωνία» διευκόλυνε και μεγάλωσε την παραδοσιακή  ανταλλακτική συναλλαγή των Αραχωβιτών με τους Αγοριανίτες, που έφερναν πατάτες, κεράσια, τα απίθανα  Αγοριανίτικα νταουσάνια (δαμάσκηνα) κ.α.  για να πάρουν  λάδι που δεν είχαν.    Έτσι  περιορίστηκαν οι μετακινήσεις από και προς το λιβάδι με τα πόδια και καβάλα στα   μουλάρια. Πριν από αυτόν τα αυτοκίνητα που ανέβαιναν στο Λιβάδι ήταν  ελάχιστα. Κυριαρχούσε βέβαια ο «καρνάβαλος»,  με την κομμένη «μούρη»  του Τάσου του Ζάμπα, το  «Παλληκαράκι»   τον λέγανε όλοι, που σχεδόν μονοπωλούσε τις μεταφορές, κυρίως ξύλα από  τα έλατα, όπως αποκαλούσαμε  το δάσος, αλλά  και τα παραγόμενα προϊόντα, από το Λιβάδι στο χωριό.

   Με την αλωνιστική μηχανή όμως ήταν άλλου είδους κινητοποίηση, πανηγύρι,  στην υποδοχή και μέχρι να στηθεί και να αρχίσει να δουλεύει. Δεν ρώτησα ποτέ με ποια κριτήρια επέλεγε ο ιδιοκτήτης, από ποια, τίνος, θημωνιά θα αρχίσει. Πιθανώς από κάποιους που είχαν μικρότερη παραγωγή  και είχαν τελειώσει το θερισμό σχετικά νωρίς, γιατί ανέβαινε στο Λιβάδι,  σχεδόν αρχές Αυγούστου, όταν  τέλειωνε  το αλώνισμα  στο χωριό, «στα πίσω και στα κάτω αλώνια»,   ενώ ακόμα οι περισσότεροι θέριζαν στο Λιβάδι. Ειδικά όσοι έσπερναν χωράφια  μέσα στα έλατα που ωρίμαζαν  πιο όψιμα λόγω υψομέτρου. Όλοι βέβαια έπρεπε να τελειώσουν μέχρι τις 14 Αυγούστου, γιατί στις 15 «απολυόταν» (απελευθερωνόταν)   το «βοϊδολίβαδο», η βόσκηση δηλαδή από τα ποίμνια των καλλιεργημένων χωραφιών και της περιοχής τους. Στις 15  τα ανυπόμονα ποίμνια εφορμούσαν, νόμιμα  πλέον,  στις καλλιεργημένες εκτάσεις  για βόσκηση της «καλαμιάς», που έμενε από το  θέρισμα,  έχοντας κάνει «την ποινή» τους, λιμοκτονώντας σχεδόν ,  περιφερειακά στην κατάξερη γη όλο το καλοκαίρι. Σε προσεχές σημείωμα ελπίζω να μπορέσω να  αναφερθώ ειδικά στο   «βοϊδολίβαδο» αλλά και στον λεγόμενο «Δρυμό» του Παρνασσού που έχουν  και  νομική διάσταση.
     Στηνόταν λοιπόν η αλωνιστική μηχανή, που για κάποιο λόγο την ονόμαζαν  «πατόζα» (μου είπαν πως μάλλον ήταν η μάρκα), δίπλα στη θημωνιά που θα αλώνιζε. Το τρακτέρ τοποθετούνταν σε απόσταση  5-6 μέτρα και η μηχανή του ήταν αναμμένη  σε όλη τη διάρκεια που δούλευε η αλωνιστική μηχανή, στην οποία μετέδιδε  κίνηση με έναν  πλατύ ιμάντα που γύριζε  αργά και σταθερά. Η αλωνιστική είχε πολύ προσωπικό για τη λειτουργία της, που τη συνόδευε όπου πήγαινε και πληρωνόταν κατά κανόνα με στάρι. Ήταν μια πολύ διαδεδομένη  εποχιακή απασχόληση τότε, ιδιαίτερα  επίπονη λένε όσοι δούλεψαν, αλλά σχετικά προσοδοφόρα. Το προσωπικό δεν ήταν ντόπιοι, αλλά έρχονταν  από τον τόπο προέλευσης της αλωνιστικής μηχανής. Θυμάμαι αμυδρά ότι κάποια χρόνια ερχόταν από  την «Αγιά Θυμιά» και τη Βουνιχώρα, χωριά της Δωρίδας και ο ιδιοκτήτης λεγόταν  Βαρνάβας. Αργότερα ερχόταν κάποιος Πανουργιάς.  Το προσωπικό  δούλευε τουλάχιστον 12ωρες τουλάχιστον βάρδιες, κοιμόταν στην ύπαιθρο, είχαν μάγειρα που μαγείρευε κάθε μέρα για να τρώνε. Μια μικρή μετακινούμενη αυτοσυντηρούμενη κοινωνία. Εννοείται πως οι ιδιοκτήτες της θημωνιάς κερνούσαν διάφορα,  κολατσιό και  συνήθως γλυκά, τηγανίτες, που συνηθίζονταν στο τέλος κάθε  συγκομιδής   και κουκουτάκια (αραχωβιτικες δίπλες για τους αμύητους). Και τσίπουρο εννοείται.  Δύο από το προσωπικό έπαιρναν τα δεμάτια  του σταριού από τη θημωνιά και αφού έκοβαν τα σύρματα  τοποθετούσαν τα στάχια  σε έναν ανηφορικό ιμάντα  που τα μετέφερε  πάνω στην αλωνιστική μηχανή για να πέσουν κατευθείαν  σε μια χοάνη στο εσωτερικό της,  όπου  αλωνιζόταν το υλικό για να βγει,  το στάρι στο πίσω  μέρος, που έμπαινε κατευθείαν σε τσουβάλια που στοιβάζονταν παραδίπλα. Εκτός από το στάρι,  από μια μετακινούμενη χοάνη (πούμα) για να στρέφεται όπου βόλευε κάθε φορά,    έβγαινε το άχυρο που σχημάτιζε μια μεγάλη υπαίθρια «τούμπα». Το άχυρο αυτό έπρεπε να μεταφερθεί, από τον ιδιοκτήτη μέσα στο καλύβι και να αποθηκευθεί, γιατί ήταν,  ανακατεμένο με κριθάρι ή άλλο καρπό,  ζωοτροφή για τα μουλάρια το χειμώνα. Το άχυρο  μεταφερόταν  αργότερα στο χωριό μέσα σε τεράστιους αραιόπλεχτους  σάκους που τους λέγαμε «γέργαθα», που φορτώνονταν ένα δεξιά και ένα αριστερά στα μουλάρια που είχαν όλοι τότε.  Αργότερα μαζί με την αλωνιστική μηχανή ερχόταν και πρέσα που κινούνταν και αυτή με τη βοήθεια τρακτέρ και συσκεύαζε, «έδενε», τα άχυρα σε «μπάλες», με το γνωστό παραλληλεπίπεδο  σχήμα. Τα πρώτα χρόνια οι μπάλες δένονταν μετά το αλώνισμα, αργότερα όμως το «μπαλλάρισμα»  γινόταν ταυτόχρονα  με το αλώνισμα. Η λειτουργία της αλωνιστικής συνοδευόταν από δαιμονιώδη  θόρυβο και κυρίως από ένα σύννεφο σκόνης και σωματιδίων από τα τριμμένα άχυρα που αιωρούνταν. Διάχυτη ήταν στην ατμόσφαιρα η ανακατεμένη μυρωδιά  άχυρου, καμένου πετρελαίου και  μηχανόλαδου.
     Σιγά σιγά εξαντλούνταν  οι θημωνιές, τέλειωνε το καλοκαίρι, τα «γεννήματα» και τα άχυρα είχαν μπει στις αποθήκες και εμείς   έπρεπε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής στο χωριό και στο σχολείο. Κλείνοντας με τις θημωνιές θα ήταν παράλειψη να μην  αναφέρω κάτι που μου έκανε τεράστια εντύπωση τότε. Έτυχε και  από κάποιες παραλείψεις, κάποιοι μιλάνε ακόμα και για σκόπιμες εκδικητικές ενέργειες, να πάρουν φωτιά και να καούν θημωνιές. Θυμάμαι ότι αυτό έγινε 2-3 φορές. Η κινητοποίηση του οικισμού ήταν άμεση και πάνδημη, γιατί ο κίνδυνος να καούν τα πάντα  ήταν τεράστιος και η κατάσβεση δύσκολη λόγω της απόστασης του πηγαδιού που ήταν η μόνη πηγή νερού.  Σκοπός ήταν και το κατάφερναν να περιορίσουν τη φωτιά  στη θημωνιά που καιγόταν ολοσχερώς και να αποτρέψουν την επέκτασή της. Θρήνος και οδυρμός στις οικογένειες για το χαμένο εισόδημα αλλά και τον κόπο 2 σχεδόν μηνών.  Το εντυπωσιακό  όμως τότε ήταν ότι την άλλη μέρα το πρωί η θημωνιά ήταν στη θέση της στο ίδιο μέγεθος, ή  και μεγαλύτερη.  Κοινωνική αλληλεγγύη το λέμε τώρα, που όπως θα θυμούνται πολλοί εκδηλώθηκε 2-3 ακόμα φορές σε φωτιές σε σπίτια και επιχειρήσεις στο χωριό,  που κάηκαν και αποκαταστάθηκαν και καλύτερα μάλιστα, από τους συγχωριανούς.  Δεν ξέρω αν η κοινωνική αλληλεγγύη αυτή υπάρχει πια στον τόπο μας, που έχει θεοποιήσει τον επαγγελματισμό και το κέρδος σε όλα τα επίπεδα.

Τα «απόσκια»
Ρολόγια δεν υπήρχαν τότε  στο Λιβάδι παρά μόνο στο χωριό.  Θυμάμαι είχαμε στο σπίτι  ένα παλαιό μεταλλικό όρθιο  παραλληλεπίπεδο  με λατινικούς καλλιτεχνικούς   αριθμούς , τόχω ακόμα στο σπίτι διακοσμητικό γιατί έχει χαλάσει ο μηχανισμός. Το ξυπνητήρι του   κτυπούσε με γλυκιά μελωδική μουσική εξαιρετική αλλά και νανουριστική. Τόχε φέρει ο παππούς μου, έλεγε, από τη Μακεδονία, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο που είχε συμμετάσχει. Ούτε ακουγόταν το καλοκαίρι στο Λιβάδι, δεν δούλευε άλλωστε, η  κόρνα της «μηχανής», των ελαιοτριβείων, που το χειμώνα που δούλευε άφηνε τον ατμό και σφύριζε έντονα  στις 12 το μεσημέρι, θυμίζοντας σ’ αυτούς που δούλευαν στον ελαιώνα, πως μεσημέριασε, ώρα να καθίσουν να φάνε και να «πάρουν μιαν ανάσα» (να ξεκουραστούν).  Το ρολόϊ στο Λιβάδι ήταν ο ήλιος. Είχαν παρατηρήσει τη θέση  του ίσκιου κάποιων πραγμάτων, δένδρων, βουνοκορφών κλπ και από εκεί  εκτιμούσαν την ώρα, για τη μεσημεριανή διακοπή, στις 12 περίπου,  που ήταν επιβεβλημένη και αναγκαία, όχι μόνο  για το φαγητό αλλά και για  ξεκούραση. Ο  ήλιος που έκαιγε κατακόρυφα το καταμεσήμερο στο Λιβάδι έκανε σχεδόν αδύνατη τη δουλειά.  Διαρκούσε  μια –  μιάμιση ώρα περίπου (φαγητό και ξεκούραση).  Η αναζήτηση ίσκιου για τη μεσημεριανή διακοπή στο Λιβάδι, ειδικά στον κάμπο,  ήταν πρόβλημα.  Υπήρχαν  όμως σχεδόν παντού διάσπαρτες κάποιες «γκορτσιές», αγριαχλαδιές για του αμύητους, που της ονομάζαμε «αχλάδες», κατ’ ευφημισμό βέβαια γιατί τα γκόρτσα, ο καρπός τους, ήταν σκληρά, ξινά και κυρίως στυφά. Κάτω από τις γκορτσιές στριμωχτά ή πιο άνετα κάτω από έλατα όταν θερίζαμε χωράφια στο δάσος,  γινόταν το μεσημεριανό διάλειμμα. Βέβαια οι μύγες και τα διάφορα έντομα, «λεφούσια»,  ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα για τους  δύσκολους. Το φαγητό ήταν κατά κανόνα μαγειρευτό, το ψωμί πεντανόστιμο, από αλεύρι αλεσμένο, σπιτίσιο, ζυμωτό  μαύρο με τα πίτουρα,από την σπουδαία  τοπική ποικιλία σταριού το διμηνιό. Σήμερα θα το λέγαμε πολύσπορο. Πολλά λαδερά κυρίως φασολάκια, γιατί ήταν και η νηστεία του 15Αύγουστου, αλλά και τα καθιερωμένα όσπρια. Θυμάμαι με νοσταλγία ειδικά το χταπόδι σκληρό μαύρο λιαστό, που μαλάκωνε και φούσκωνε περίεργα με το μαγείρεμα και ήταν πεντανόστιμο με κοφτό μακαρόνι.  Υπήρχαν βέβαια και οι κρεοφάγοι που μαγείρευαν, τις Κυριακές κυρίως, κρέας «χοντρό», τράγο ή προβατίνα, κοκκινιστό με πατάτες ή κριθαράκι,  μέσα στη σάλτσα. Μοσχομύριζε η κανέλλα. Κάποιοι έτρωγαν και τυρί. Όσοι όμως  είχαν την τύχη να βρίσκεται το χωράφι που θέριζαν κοντά σε στρούγκα, γαλαντόμου, τσοπάνη  εμπλούτιζαν το γεύμα με το μοναδικό Αραχωβίτικο «ψωμοτύρι» (προφανώς οψιμοτύρι) διατηρημένο όμως  σε σπηλιά, ουδεμία σχέση με  κάποια από αυτά που τρώμε σήμερα, σκέτο βούτυρο. Είναι  ιδιαίτερη λιχουδιά και μάλιστα   τρώγεται με κρεμμύδι ωμό. Ήταν έθιμο να φέρνουν ψωμοτύρι οι τσοπάνηδες που «έτρωγαν», το ποίμνιό τους,  την καλαμιά.  Τέτοια τύχη  είχαμε και εμείς όταν θερίζαμε στη θέση «Σφάλες», μετά το «Σκαμνό» λίγο μετά τη διασταύρωση προς το χιονοδρομικό,  ένα μεγάλο και εύφορο χωράφι που γειτόνευε με  μαντρί ενός  ωραίου ανθρώπου, κτηνοτρόφου,  που αναθυμάμαι με συγκίνηση. Του μπάρμπα Αλέκου του Γρε, Ανδρίτσος  ήταν το επώνυμό του (τον είδα πρόσφατα ξαναβλέποντας το κινηματογραφικό έργο «Το Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα», γυρισμένο στο λιβάδι και τον Παρνασσό,   στο οποίο συμμετείχε  νέος τότε).  Το χωράφι αυτό βαθειά στο δάσος το θερίζαμε πάντα τελευταίο και κατά κανόνα τελειώναμε 14 Αυγούστου, παραμονή της Παναγίας. Μας έφερνε τότε ο μπάρμπα Αλέκος ψωμοτύρι εκλεκτό, ήταν όμως νηστεία και παραμονή και οι περισσότεροι δεν έτρωγαν γαλακτοκομικά. Μοσχομύριζε και ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Θυμάμαι  το ευτράπελο με τον θείο μου,  γαμπρό του πατέρα μου επ’ αδερφή,  τον Παναγιώτη τον Μπακάλη, πατέρα του Τάσου της Μίνας και της Ζαφείρας, ωραίο, πράο, καλό και ήρεμο άνθρωπο  που  δούλευε πολλά καλοκαίρια μαζί μας στα χωράφια στο Λιβάδι. Μη μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό της γεύσης, αν και νήστευε, αποφάσισε να   δοκιμάσει «ψωμοτύρι», λέγοντας το αμίμητο «άει κρατάω (νηστεύω)  μια μέρα ύστερα».  Ηθικό δίδαγμα. Τότε οι άνθρωποι ζήλευαν,  ικανοποιούνταν και απολάμβαναν  απλά πράγματα. Τώρα ο κορεσμός έχει περιορίσει και την ικανοποίηση.          
     Η απογευματινή διακοπή της δουλειάς και η επιστροφή στα Καλύβια σηματοδοτούνταν από τα λεγόμενα «απόσκια». Ο ήλιος στο Λιβάδι το καλοκαίρι δύει στην «Παληοβούνα» την ψηλή κατάφυτη με έλατα κορυφή δυτικά του οροπεδίου. Στη  νότιο ανατολική  πλαγιά της βουνοκορφής αυτής  βρίσκεται  το «Κωρύκειον Άντρον», το «Σαρανταύλι» για τους Αραχωβίτες ( γιατί λέγεται ότι έχει 40 αυλούς - αίθουσες), παλαιό ιστορικό σπήλαιο με αρχαιολογικό ενδιαφέρον και σημαντικά ευρήματα που βρίσκονται στο μουσείο των Δελφών (Υπήρξε και καταφύγιο του Οδυσσέα Ανδρούτσου).  Παίρνοντας τον κατήφορο προς  τη δύση, το άρμα του Φαέθοντα, όταν πλησιάζει στην κορυφογραμμή της Παληοβούνας, δημιουργεί  τον ίσκιο, που σιγά - σιγά με την περιστροφή της γης προβάλλει και κινείται ανατολικά, «περπατάει», καλύπτοντας σαν πέπλο  τον κάμπο, το Λιβάδι.  Τον ίσκιο αυτό του δειλινού και την πορεία του τον  λέγαμε  «τα απόσκια»  και  περιμέναμε πως και πως η γραμμή του,  να μας φτάσει,  να καλύψει  το χωράφι  που δουλεύαμε. Αυτό  ήταν το σήμα  διακοπής της δουλειάς και  επιστροφής στα Καλύβια. Γυρίζαμε «τελεμένοι» (κατακουρασμένοι) για πλύσιμο, βραδινό φαί και ξεκούραση. Άραγμα και συζήτηση οι μεγάλοι, «κοσούλτο» (προφανώς από το Λατινικό consulto που σημαίνει διαβούλευση, πολύ διαδεδομένη συνήθεια στην Αράχωβα από παλιά – είναι γνωστή η φράση Αραχωβίτη ταξιδευτή, όταν  επέστρεψε μετά από χρόνια: κοσούλτο το άφησα, κοσούλτο το βρήκα)  στα πέτρινα πεζούλια, που ήταν έξω από όλα τα Καλύβια, μέχρι να ετοιμαστεί το βραδινό τραπέζι.
 Άρχιζε όμως , νυχτώνοντας,   η νυκτερινή  ζωή στα Καλύβια  με επίκεντρο το καφέ- οίνο- κρέο- παντοπωλείο, (κάτι σαν   σημερινή  PUB – καπηλειό -  ή και   BISTRO ) που δεν μπορούσε να λείπει  από τον οικισμό , που τότε έσφυζε από ζωή το καλοκαίρι, ενώ τώρα, σημεία των καιρών, το χειμώνα. Δυστυχώς αλλά και ευτυχώς το μαγαζί αυτό άνοιγε κάθε χρόνο στο δικό μας καλύβι, στο μεσαίο  από τα τρία μεγάλα ενιαία διαμερίσματα που είχε, χωρισμένα με όρθια ελάτινα σανίδια ( στο δεξιό μέναμε εμείς, στη μέση το μαγαζί και στο αριστερό τα ζώα). Πρόσωπα, φυσιογνωμίες,  μνήμες και ευτράπελα πολλά λάβαιναν χώρα.        
( Έπεται   συνέχεια)