Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

1934: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΛΟΥΚΑ



Αυτές τις χριστουγεννιάτικες μέρες ο Ελικών κι’ ο Παρνασσός έχουν τα εξαιρετικά χειμωνιάτικα θέλγητρά των. Αρκετά χρόνια τα εχάρηκα κι’ η σύμπτωσις μ’ έφερε κι’ εφέτος σ’ εκείνα τα μέρη. Με τη γλύκα, που άρχισεν ο εφετεινός χειμώνας, θαρρούσε κανείς πως ήταν σχεδόν άνοιξις.
Τις ορμητικές βροχές επακολουθούσαν καλές ηλιόλουστες ώρες και χειμώνα καιρό ίδρωνε κανείς σ’ ανηφοριές και κατηφοριές. Ευωδίαζαν τα κυπαρισσόκεδρα, οι κέδροι, τα έλατα. Μονάχα η κορυφή του Παρνασσού είχε χιονισθεί. Άλλοτε τέτοιο καιρό ήταν αποκλεισμένα τ’ αλβανόφωνα χωριά του Ελικώνος Κούκουρα, Κυριάκι και προ παντός το Ζερίκι. Εφέτος έσπερναν ακόμα οι ορεινοί τα χωράφια των παραμονές Χριστουγέννων. Και τον λεβεντόκορμο Παπασπύρο του Ζιρικίου συναντούσα χαραυγή στα χωράφια του μαζί με τα γερά σαν τα δυνατότερα έλατα ογδόντα χρόνια του. Απάνω στον ελατότοπο Μπομπόκου με τη φημισμένη βρυσούλα Κρέουζα, όπου τον χειμώνα τσιμεντώνει το χιόνι, τοίχωμα τριών μέτρων και κλείνει την δίοδον των ζαρικιτών προς την Λεβάδεια τέσσαρες βδομάδες ήταν χειμερινή καλωσύνη της ακτής της Ηλείας. Κοτσύφια κελαδούσαν, τραγούδι υλοτόμου στο ελατόδασος τα συνώδευε και κουδουνίσματα, βελάσματα προβάτων απηχούσαν. Αν εξακολουθήση η χειμωνιάτικη γλύκα, θα λησμονήσουν οι περισσότεροι ποιμένες εφέτος τα χειμαδιά των κάτω στα βουνώδη παράλια του Κορινθιακού κόλπου. Σμαράγδια οι βοσκότοποι του Ελικώνος. Παντού το χορτάρι άφθονο και λαμπερό στον ήλιο, δροσόλουστο στη βροχή.
Η τόση ευτυχία εφέτος και στους μεγάλους ελαιώνας της Παρνασσίδος, που σκεπάζουν ολόκληρη τη μεγάλη, δεινή κατηφόρα προς τον ποταμόν Πλειστόν. Τα ελαιόκλαδα τσακίζονται από το βάρος του καρπού. Αραχωβίτες, καστρίτες, χρισαΐτες, τοπολιώτες τινάζουν και μαζεύουν τον ελαιόκαρπον και με την βροχήν ακόμα. Βιάζονται να προφθάσουν να μαζέψουν όσον μπορέσουν περισσότερο, γιατί ξέρουν τις χειμερινές κακίες του Παρνασσού, επιζήμιες κακίες χιονιού, πάγου για την ελαιοπαραγωγή των. Κι’ ο ελαιών της Αμφίσσης στις δόξες του. Η Άμφισσα στις μεγάλες χαρές της. Χρόνια πέρασαν πικρά για την εφετεινή ευτυχία. Μονάχα οι καϋμένοι δεσφινίτες εστάθησαν πολύ άτυχοι. Ούτε σιτάρι εφέτος, τόσο που το κράτος τους διένειμε σιτάρι για να μη πεινάσουν, ούτε καρπός στον μεγάλον ελαιώνα των κάτω στην Αντίκιρρα. Αλλά με νέον διάθεσιν αδωσιώθησαν και πάλιν στην γεωργίαν των στο μεγάλο, μακρύ, εύμορφον οροπέδιόν των. Εκεί φυτεύουν και καινούργια αμπέλια εφέτος κι’ από τα χαράματα έως το σουρούπωμα εργάζονται οκτακόσιες οικογένειες στη σπορά, στο σκάψιμο, στο αμπελοφύτευμα, στο αμυγδαλοφύτευμα. Κοκκονίτσες έκαμαν τις γκοριτσιές των τώρα. Καμιά άλλη εποχή στην Ελλάδα δεν έβλεπε κανείς τόση πλατειά και πληθωρική αγροτική εργασία.

Σε πυρετό ασχολίας βρίσκονται κι’ οι ποιμένες. Ετοιμάζουν τα χειμερινά μανδριά των, χαίρονται στο φύτρωμα του νέου χόρτου, δέχονται με τραγούδια τα πρώτα νεογέννητα αρνάκια. «Μαζί με τον Χριστό γεννιούνται κι’ αυτά», είνε τα ευχαριστημένα λόγια των. Παραπέρα, που θάρθη το χιόνι, θα τα βρη δυναμωμένα, πρώτα ο Θεός!

***
Πράσινη από την σιτοσποράν κι’ η κλειστή κοιλάς του οσίου Λουκά του Ελικώνος με τα λευκά στίγματα αρχαίων μαρμάρινων θραυσμάτων στα ερειπωμένα εξωκκλησάκια της. Το χώμα της αλεύρι έκαμαν οι αγρόται των Κυριακίου και Στειρίου, στους οποίους περιήλθαν τώρα όλα τα μοναστηριακά χωράφια της. Οι καϋμένοι καλόγηροι της παλαιάς ιστορικής μονής, που κλείει το ωραιότερον μεσαιωνικόν κτίσμα της Ελλάδος, περιωρίσθησαν στα χωράφια τους στο μικρό χωματώδες βουνό των. Εξ ανάγκης αφωσιώθησαν στην αμυγδαλοκαλλιέργειαν κι’ εδενδροφύτεψαν όλον τον τόπον γύρω στο μοναστήρι. Στη μονή απέμεινε κι’ ο μεγάλος ελαιών της κάτω στο Γιαλό, με τα οκτακισχίλια δένδρα του, μακρυνό, επιμελημένο έργο των μοναχών των περασμένων χρόνων. Τώρα θέλει ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης να μεταβάλη την μονήν σε κοινόβιον και θλιβερώτερα είνε τα παράπονα των ολίγων μοναχών, που της έχουν απομείνει. Τόσα χρόνια συνήθισαν στην μοναστική αυτοτέλειά των και πώς να κοινοβιώσουν τώρα. Ο καθένας έχει τα κελλιά του, το ιδιαίτερον σπιτάκι του και σ’ αυτό καταφεύγουν προσκυνηταί, περιηγηταί, που επισκέπτονται τακτικά πολλοί την μονήν. Φθάνουν με αυτοκίνητον ίσα με το χωριό Στείρι κι’ απ’ εκεί ανεβαίνουν μια ώρα με ζώα στη μονή. Οι κάτοικοι του χωριού πολύ παραπονεμένοι κι’ αυτοί κατά του κράτους, που δεν κτίζει τα λίγα γεφύρια του δρόμου, που έφτιαξαν με προσωπική των εργασία έως την κωμόπολιν Δίστομον, πέντε χιλιόμετρα. «Έτσι θα προοδέψη ο τουρισμός στον τόπο μας;» ρωτούν. Αλλά φαίνεται πως θα ρωτούν πολύν καιρόν ακόμα. Όπως κι’ οι κάτοικοι της Αράχωβας για την σκυρόστρωσιν του δικού των δρόμου από το Δίστομον, ο οποίος θα συντομεύση την μετάβασιν στους Δελφούς. Επελάγωσε τώρα ο λασπόδρομος και μαζί του επελάγωσαν κι’ οι δύο κύλινδροι, οι οποίοι ανέλαβαν το ηράκλειο γι’ αυτούς έργο της οδοστρωσίας.



Μέσα στη χαρωπή χειμερινή μαλακότητα του Ελικώνος, μελαγχολικό παραμένει τώρα το μοναστήρι του οσίου Λουκά ψηλά στο λόφο του. Έχει κι’ αυτό τη σημερινή μελαγχολία όλων των ελληνικών μοναστηριών, τα οποία κατεδίκασε η εποχή μας σε μαρασμό. Τώρα, που μαζεύονται σαν σε μανδριά όλοι οι κάτοικοι της Ελλάδος στας πόλεις, ποιος ν’ αγαπήση μ’ αίσθημα την απόμερη ζωή στη φύσι. Η μονή δεν έχει σινεμά, επομένως λιγόστεψαν κι’ οι καλόγεροί της, μαζί με τα εισιδήματα των μονών. Θλιβερός υψώνεται ο παληός πύργος παρά την χαμηλήν είδοδόν της και το μεγάλο ρολόγι του νωθρά μετρά τον χρόνον, θλιμμένα σημαίνει τις ώρες του. Στην κυριαρχίαν της εγκαταλείψεως υπέκυψαν και τα εξωτερικά κτίρια της μονής. Ένα απ’ αυτά, το καινουργότερο, με την επιγραφή της πλάκας του μαρτυρεί το έτος κτίσεώς του:1894. Είνε καλό σπίτι κι’ ο τουρισμός έπρεπε να το κάμη ξενώνα. Αλλ’ από τότε που το είπε, κατέρρευσαν τα παράθυρά του. Η βροχή, το χιόνι, θ’ αρχίσουν και την εσωτερική φθορά του. Όλο και περισσότερο φθείρονται αι εντός της αυλής της μονής κατοικίαι των μοναχών. Με στερήσεις κάτι επιδιορθώνουν. Θλίψιν δείχνει και το προαύλιο με το ψηλό δαφνόδενδρόν του. Βωβή η παληότερη κρήνη – «… ούτε παγά λαλέουσα». «Χαμαί πέσε και δαίδαλος… κλίμαξ πολλών κελλίων». Δεν γεννάται πλέον κι’ εδώ με χαράν ο Χριστός, όπως συνέβαινε προ ολίγων χρόνων ακόμα. Θυμάμαι καλά Χριστούγεννα στη φημισμένη αυτή μονή του Ελικώνος. Το χιόνι την είχε ζωσμένη σφιχτά κι’ είχα αποκλεισθή με τους μοναχούς δυο μέρες προ της παραμονής της μεγάλης εορτής. Με φτυάρια άνοιγαν διόδους στα χιονοστρώματα της αυλής της.

***
Επάνω στα κελλιά των μοναχών έκαιαν τα τζάκια κι’ εφωτοβολούσαν. Στρωμένα κιλίμια στα παληά πατώματα, πλουμιστά χράμια στα ντιβάνια, τις κασσέλες, φλοκωτές βελέντζες στα κρεββάτια. Οι μοναχοί ήταν ήρεμοι, ευχαριστημένοι, τον Θεόν και την γην του δουλεύοντες. Σ’ αυτούς ήταν κι’ ο κυπαρισσόκορμος Καπάκας. Χυτόν, λαμπάδα έπεφτε απάνω του το ράσον. Ήτο καμωμένος για λεβέντης του βουνού κι’ η αγάπη του Κυρίου τον έκαμε μοναχόν. Πάει κι’ αυτός, όπως πολλοί άλλοι εκεί. Προ τριών χρόνων τον εκάλεσεν ο Κύριος εις ανάπαυσιν, ύστερα από μαρτυρικήν αρρώστεια. Χρόνους μας αφήκε κι’ ο οσιώτατος Δαυΐδ, παιδάκι από την Δεσφίνα, που αφωσιώθη στην μονήν αγένειος ακόμα και πενήντα πέντε χρόνια ελάτρευσε τον Κύριον εκεί μέσα. Μοναδικός ψάλτης με σπανίαν μουσικωτάτην φωνήν, αυτοδίδακτος. Η φήμη του είχε βγη πολύ έξω από τα τείχη της μονής κι από τα όρια της Φωκίδος. Τον είχαν ακούσει να ψάλη πολλές φορές σε λειτουργίες μέσα στον μεγάλον ναόν. Η φωνή του διεχύνονταν βαθειά, δονιστική στο ψυχρόν κενόν της μεγάλης εκκλησίας, βελουδωτή εθώπευε τους ψηλούς στρωμένους έως την ζώνην του τρούλλου με τας εξαισίας μαρμαρίνους πλάκας των γλυκυτάτων χρωμάτων, τα ωραία πολύχρωμα μωσαϊκά. Ήταν ύμνος σεβασμού, λατρευτής αφοσιώσεως, ευγνωμοσύνης, αισθήματος προς τας μορφάς των αγίων. Ο ευρύς χώρος δεν επαρκούσε στην πλατειάν εκείνην ηχηρήν ψαλμωδίαν κι’ εξαπλώνονταν εσώτερα προς την παρακειμένην εκκλησίαν της Θεοτόκου. Έλεγαν, ότι την άκουαν οι ποιμένες, ευδιάκριτα στις πλαγιές του Ελικώνος, όπως και τους ήχους του ωρολογιού του πύργου της μονής.

Περισσότερον αλησμόνητη έρχεται στο νου μου η μουσική φωνή του ερημίτου αυτού χριστιανού από τη νυκτερινή χριστουγεννιάτικη λειτουργία στην υπόγεια, παληότερη, την αρχικήν εκκλησίαν της αγίας Βαρβάρας, την οποίαν έκτισεν ο όσιος Λουκάς. Εκεί εκκλησιάζονται οι μοναχοί τον χειμώνα, γιατί πολλή η υγρασία στην μεγάλην εκκλησίαν του Λουκά. Πνοή μυστικοπαθείας εκεί κάτω στον σκιερόν χώρον. Είχαμεν αποκοιμηθή στο παραγώνι, ναρκωμένοι από τη θαλπωρή της φωτιάς. Πνιγμένοι ήχησαν χιονισμένη νύχτα οι κτύποι ψηλού ρολογιού έξω. Δυο ώρες από τα μεσάνυχτα. Κατεβήκαμε σιγά, προσεκτικά, με το φως φορητών φαναριών τις ξύλινες σκάλες, περάσαμε αγάλια τη χιονοθαμμένη αυλή κι’ η πόρτα της υπογείου εκκλησίας μας δέχτηκε αθόρυβα.
Ήταν σαν να εχαθήκαμε σε αποκοσμηκότητα. Μεγάλες, πυκνές σκιές έτρεμαν ελαφριά από τον παλμόν του φωτός λαμπάδων κι’ αγιοκεριών στους χαμηλούς φαιούς τοίχους στη μαύρη στέγη, στην οποίαν ο καπνός κεριών και λιβανιού έδιναν την αοριστία του χάους. Σκιές στις σκιές ήταν οι μοναχοί στα ασαφή στασίδια των τοίχων, στις πλάκες του δαπέδου, σκυμμένοι σ’ ατελεύτητες μετάνοιες. Ένα ζωηρότερον φως έβγαινε από την Ωραία Πύλη του χαμηλού τέμπλου, χρυσίζουσα αναλαμπή από σκοτεινόν μυστηριώδες βάθος. Όλη η χριστιανική ποίησις του αναδημιουργικού μύθου στας απλάς καρδίας ανθρώπων επί αιώνες ασκούσε στον ημιφωτισμένον εκείνον μυχόν την δύναμιν της υποβολής της πίστεως.
Ο μοναχός Δαυΐδ στέκονταν μπροστά στο αναλόγιόν του σωματώδης, με πυκνά γένεια, με αδρά χαρακτηριστικά, μ’ ένα σβέρκο ταύρου, με μεγάλα φλογερά μάτια, απαστράπτοντα στ’ αντιφεγγίσματα. Η μορφή του εφαίνονταν σαν να είχε επικρατήσει απόλυτη, αυταρχική στον υπόγειον χώρον, τον οποίον υπέτασσε στη δυναμική, ηχητική ψαλμωδία του. Βωβοί οι άλλοι μοναχοί την άκουγαν, βυθισμένοι σε έκστασιν. Την γοητείαν της θα ένοιωθαν κι’ οι αγιογραφίες στους τοίχους, αι φορητές ιερές εικόνες του τέμπλου. Ο Χριστός είχε ακίνητα τα μάτια επάνω στον ψάλτην του μ’ έκφρασιν σοβαρής επιδοκιμασίας, ευχαριστήσεως. Και θυμούνται ιδιαίτερα τη βαθειά μουσικότητα, τη ψηλή ως πέταγμα αετού, την υποβλητική στη συνεχή γοητεία της, την συναρπακτική σε ψυχικό αγκάλιασμα μελωδία του ενός χερουβικού. Ο άνθρωπος εκείνος δεν ασκούσε απλούν καθήκον, δεν είχεν υποβληθή σε απλήν, ανεύθυνην επαγγελματικήν υποχρέωσιν. Ήταν έξαρσις αισθήματος παθητικού στην έκφρασιν της μελωδίας. Οι τόνοι της εδονούντο ψυχικά κι’ ο ήχος της φωνής του έφερνε τον εσωτερικόν άνθρωπον στην σφαίραν της εξιδανικεύσεως.
Ένας απλοϊκός ερημίτης του βουνού προσήγγιζε με το αυθόρμητον χάρισμα της εξαισίας φωνής του στους ουρανίους κύκλους της χριστιανικής ποιήσεως και συνέπαιρνε στην ευδαίμονα φαντασίωσίν των τη ψυχή του και τη ψυχή των άλλων, που τον άκουγαν, τον παρακολουθούσαν, συγκρατημένοι στην αγωνιώδη κραυγήν της λατρείας και του εξαγνισμού του. Όταν ετελείωσε, γαλήνη ελαφρή είχε σκορπισθή στο πρόσωπό του, στο πρόσωπο των ακροατών του. Ο Χριστός είχε γεννηθή ταπεινά μέσα των, όπως στην φάτνην των αλόγων…
***
- … Και πως τον χάσατε τον καϋμένο Δαυΐδ, οσιώτατε; Ρώτησα προχθές στο μελαγχολικό τζάκι τον μοναχόν, σύμβουλον Φιλάρετον.
- Σαν αρνάκι αποκοιμήθηκε, είπεν. Αλλά γιατί σηκωθήκατε; Θα φύγετε; Αδύνατον, τέτοια ώρα. Ενύχτωσε. Πρέπει να μείνετε εδώ απόψε.
- Ευχαριστώ. Πρέπει να πηγαίνω.
- Τέτοια ώρα, ευλογημένε;
- Καληνύχτα, οσιώτατε… Καλά Χριστούγεννα!
Με συνόδευσε λιγάκι στη μικρή ανωφεριά. Έπειτα εχάθηκε το ράσο του στη πύλη της μονής, που την εσκέπαζε τώρα η βραδειά με τις απλωτές φτερούγες της. Στην αντικρυνή πλαγιά του Ελικώνος έσβυναν οι στερνοί μενεξέδες της γλυκειάς χειμωνιάτικης βραδειάς. Φλόγες πυρών εφώτιζαν. Αγραυλούσαν οι ποιμένες για την επικειμένην γέννησιν του Χριστού. Μελαγχολικά βελάσματα στον αέρα, με ψιθύρισμα παραπόνου έπεφταν τα τελευταία φυλλαράκια από τα μαύρα κλαδιά των αμυγδαλιών. Πολλές απ’ αυτές είχε φυτέψει κι’ ο καλόγηρος Δαυΐδ. Είνε ό,τι απέμεινε από την αγάπην του προς τον Θεόν και την ερημίαν του Ελικώνος.

ΜΠΟΕΜ