Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου





Της Άλτας Φίλου-Πατσαντάρα

[…]
«ΑΥΤΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1940, που άρχισε ανέλπιστα ο πόλεμος. Ένα ξάφνιασμα στην αρχή σε όλο το χωριό και μια βουβαμάρα όταν άρχισαν να χτυπάνε ασταμάτητα οι καμπάνες και από τις δύο εκκλησίες. Μετά, φωνές σαστισμένες, τρομάρα, ανακατωσούρα παντού. Ο κόσμος τα είχε χαμένα.

Έστειλαν την Κατερίνη της Αλτάνας μοναχή της στο Καστρούλι, δυο ώρες δρόμο με τα πόδια, να πάει να πει στον μπάρμπα της τον Θεοχάρη, που ήταν στο αμπέλι, ότι έπρεπε να γυρίσει επειγόντως στο χωριό γιατί τον ζητούσαν για το μέτωπο. Ήταν η εποχή του τρύγου.

«Τι είναι, ωρέ; Τι γίνεται;» τη ρωτούσαν οι αγωγιάτες, που ανέβαζαν στο χωριό φόρτωμα τις κόφες και τα σακιά με τα σταφύλια από τα αμπέλια. Οι καμπάνες και των δύο εκκλησιών δεν σταμάτησαν από το μεσημέρι και μετά να χτυπάνε ασταμάτητα. Ο κόσμος που ήταν στα αμπέλια ανησύχησε και κοιτούσαν κατά το χωριό, μπας και έβλεπαν καπνό, σημάδι ότι κάποιο σπίτι καιγόταν. Ήταν συνήθεια να χτυπούν οι καμπάνες και να καλούν τον κόσμο να τρέξει σε βοήθεια για να σβηστεί η φωτιά. Ετούτη η φωτιά όμως που άναψε εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη του 1940 δεν θα έσβηνε εύκολα…

«Πόλεμος! Πόλεμος!» τους απαντούσε εκείνη με κλάματα. «Πάω να πω στον μπάρμπα μου πως τον ζητάνε για το μέτωπο…»

Σε λίγο οι πρώτες κλάσεις άρχισαν να φεύγουν, μαζί και ο μπαρμπα-Θεοχάρης, ο αδελφός της Αλτάνας. Άλλοι με τα πόδια και άλλοι με φορτηγά. Στα «Μαύρα Λιθάρια», στην ανατολική άκρη του χωριού, είχαν μαζευτεί τα γυναικόπαιδα και με κλάματα και μοιρολόγια αποχαιρετούσαν με μαντίλια αυτούς που έφευγαν για το μέτωπο. Και ήταν πολλοί από το χωριό, όπως και πολλοί ήταν αυτοί που δεν ξαναγύρισαν…


***
ΜΕΤΑ ήρθαν τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής και η πείνα του 1941. Η Αράχωβα τα κουτσοκατάφερνε μέχρι τότε, λίγο με τα χωράφια, λίγο με τον ελαιώνα. Και στην Κατοχή δεν πείνασε το χωριό, όπως πείνασε ο κόσμος στην Αθήνα. Αντάλλασσαν λάδι με λίγο κριθάρι, λίγο καλαμπόκι. Οι γυναίκες έβγαιναν και μάζευαν και καμιά βρασιά λάχανα, βορβούς και σπόρους. Σπίρτα, αλάτι και σαπούνι αυτά τα έπαιρναν με το δελτίο. Φόβος και τρόμος τούς είχε πιάσει όλους στο χωριό. Τα βράδια έπρεπε να μαζεύονται νωρίς στα σπίτια τους και να μένουν εκεί στο σκοτάδι ως το πρωί, που θα ξημέρωνε ο Θεός τη μέρα, λόγω διαταγής για συσκότιση, όπως τους έλεγαν οι διερμηνείς. Αλλιώς είχαν συνηθίσει εκείνοι, με τα κουσούλτα τους τα βράδια οι γυναίκες και στο καφενείο μέχρι αργά οι άντρες. Τέρμα τώρα όλα αυτά. Αλλά και στις δουλειές τους, στα κτήματά τους δεν μπορούσαν πλέον να κινηθούν ελεύθερα. Έπρεπε να δείχνουν τα χαρτιά τους κάθε πρωί που ξεκίναγαν από το χωριό για το λόγγο ή για το Λιβάδι. Δεν μπορούσαν να τα αφήσουν και ακαλλιέργητα τα χωράφια τους γιατί από αυτά ζούσαν, από το λάδι, το κρασί και τα σπαρτά, αν και τα περισσότερα τους τα έπαιρναν οι κατακτητές. «Παπία» (papier = xαρτιά) ήταν η λέξη που για χρόνια μετά θα έλεγαν κοροϊδευτικά μεταξύ τους οι χωριανοί αντί για χαιρετισμό, όταν θυμόντουσαν εκείνη τη μαύρη εποχή, που σε κάθε δρόμο που έβγαινε από το χωριό υπήρχε και ένα κατοχικό κλιμάκιο για έλεγχο. Με το που γινόταν κάτι στην περιοχή και σκοτωνόντουσαν Γερμανοί στρατιώτες, ήταν σίγουροι οι κάτοικοι πως θα είχε αντίποινα το χωριό τους. Έπαιρναν λοιπόν τα μέτρα τους. Άφηναν τους γέρους στο χωριό και οι υπόλοιποι έτρεχαν να κρυφτούν στις σπηλιές στον λόγγο. Η Μπεχούβεση ήταν ένα ασφαλές κρησφύγετο και μια φορά που ακούστηκε ότι πλησιάζουν οι Γερμανοί στο χωριό, μάζεψε ο Θεοχάρης, ο αδελφός της Αλτάνας, που είχε γυρίσει εν τω μεταξύ από το μέτωπο σώος και αβλαβής, τα κορίτσια της γειτονιάς, την Κατερίνη και τις δεύτερες ξαδερφάδες της, θυγατέρες της Γιωργίας της Κορακίνας, την Πανωραία και τη Λελούδα, που ήταν στην ίδια ηλικία όλες, και με τις γίδες και τα γαϊδουράκια τους τράβηξαν αποβραδίς για την Μπεχούβεση. Ήταν επικίνδυνο, έλεγαν, να μένουν ανύπαντρα κορίτσια στο χωριό όταν οι Γερμανοί έκαναν έφοδο, γιατί συχνά ήταν μεθυσμένοι και δεν ήξεραν τι έκαναν. Πέρασαν εκεί όπως όπως τη νύχτα, αλλά πρωί πρωί την άλλη μέρα ένας τσοπάνης, που είχε το κοπάδι του δυτικά προς τη μεριά των Δελφών, ήρθε τρέχοντας και τους είπε ότι είδε Γερμανούς να έρχονται χαμηλά από το ποτάμι, τον Πλειστό, προς τα πάνω. Στη σπηλιά στην Μπεχούβεση που έβλεπε στο ποτάμι δεν ήταν πια σίγουρος κανένας τους. Σηκώθηκαν και πήγαν στο μαντρί του Καραφασούλη, που ήταν πιο απόμερα. Η γυναίκα του, η Αλτάνα, τους έφτιαξε με λίγο αλεύρι που είχε μια κουλούρα στο τηγάνι και έφαγαν. Παντεσπάνι φάνηκε στα κορίτσια το φίλεμα και έγλειφαν και τα δάχτυλά τους. Αρχόντισσα στο μαντρί της η Καραφασούλενα! Τα κορίτσια τα φυγάδευσαν κατόπιν για καλό και για κακό σε μια άλλη πιο απόμερη σπηλιά, της Γριάς Γόσκιας, όπως την έλεγαν, που μόνο οι ντόπιοι την ξέρανε. Έπρεπε να περνάνε μία μία πάνω από γκρεμό που κατέληγε σε ρέμα για να φτάσουν στη σπηλιά. Ο μπαρμπα-Θεοχάρης έμεινε στο μαντρί του Καραφασούλη, τάχα πως τον βοηθάει στα πρόβατα. Στης Γριάς Γόσκιας τη σπηλιά πέρασαν ολομόναχα τη δεύτερη νύχτα τα κορίτσια και την άλλη μέρα ως το απόγευμα, που ήρθε η γυναίκα του Καραφασούλη και τους είπε ότι ο κίνδυνος πέρασε. Χίμηξαν και την αγκάλιασαν από τη χαρά τους. Επέστρεψαν και έμειναν για λίγο στο φιλόξενο κονάκι της, που δεν είχε όμως τίποτε άλλο φαγώσιμο. Περίμεναν κι εκείνοι από μέρα σε μέρα προμήθειες από το χωριό. Έτσι το βράδυ μαζί με τον μπαρμπα-Θεοχάρη πήραν τον δρόμο προς τα ανατολικά και πήγαν στο καλύβι του στο Καστρούλι, όπου είχε και μεγάλο αμπέλι. Εκεί πάντα άφηναν λίγα όσπρια για ώρα ανάγκης με τα απαραίτητα τεντζερέδια για το μαγείρεμα. Όμως δεν είχαν μείνει και πολλά από την τελευταία φορά που μαγείρεψε κάποιος εκεί. Με τα λίγα χαρώνια που βρήκαν ξεγέλασαν προσωρινά την πείνα τους. «Να πάμε στο σπίτι και να φάω χαρώνια και να μη σταματάω!» θυμόταν η Κατερίνη κατόπιν, όταν διηγιόταν αυτή την ιστορία και την πείνα που τους είχε θερίσει όλους, μαζί με την ταλαιπωρία τους και τον φόβο μπροστά στις κακουχίες και τον θάνατο.

Στης Γριάς Γόσκιας τη σπηλιά πέρασε το Πάσχα της Κατοχής και ο Φαρμακόγιαννος, ο αδελφός της Γεωργίας της Κορακίνας, κυνηγημένος και αυτός μαζί με κάποιους άλλους από τους Γερμανούς. Η σπηλιά βλέπει κατάφατσα το χωριό και τον έπιασε το παράπονο μόλις είδε ανήμερα το Πάσχα τους λάκκους στην Αράχωβα να ανάβουν για το παραδοσιακό ψήσιμο του αρνιού. Το παράπονό του το έκανε στιχάκια και τα έλεγε στη γειτονιά κατόπιν. Τα είχε μάθει απέξω η Κατερίνη, που πολύ τον αγαπούσε.

Εμείς Λαμπρή δεν κάναμε, ούτε και πανηγύρι
γιατί κρυμμένοι είμασταν στης Γόσκιας το τσαντήρι.
Πρωί σα σηκωθήκαμε, τα μάτια μας ανοίγουν,
κοιτάμε στην Αράχωβα τους λάκκους να καπνίζουν.
Μας πήρε το παράπονο και η απελπισία,
έτσι μας ήτανε γραφτό, για την Ελευθερία.»


Απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Άλτας Φίλου-Πατσαντάρα, «Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου», προσεχώς σε όλα τα βιβλιοπωλεία (όταν με το καλό ανοίξουν και πάλι…)