Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Τα Κουκουριώτικα(IV)

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50

έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60  


Η τετράδα

Ένα από τα πρώτα παιδιά που ήλθα σε επαφή στη γειτονιά μου, ήταν ο Θωμάς, ένα χρόνο μικρότερός μου. Ήταν επόμενο ο Θωμάς να γίνει ο πρώτος παιδικός μου φίλος. Μικρότερος και πιο μικρόσωμος από μένα έγινε ένα είδος μικρότερου αδελφού μου, που απλώς ζούσε σε διπλανό σπίτι.
Θυμάμαι το παιδικό του ποδήλατο με το κόκκινο-κεραμιδί χρώμα και τις τρεις ρόδες, που μου έκανε εντύπωση. Τον θυμάμαι να κόβει ατέλειωτες βόλτες πέρα - δώθε πάνω στο ξύλινο πάτωμα της στεγασμένης βεράντας του σπιτιού τους. Λίγες φορές, είναι αλήθεια, μου επιτράπηκε να ανέβω κι εγώ πάνω σ’ αυτό το ποδήλατο. Η γιαγιά του, η θεια Στυλιανή, είχε πάντα ένα δικό της τρόπο να σε νουθετεί και να σου επιβάλει αυτό που ήθελε, χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις. Ήταν του... “διπλωματικού σώματος”.  
Και επάνω που είχα αρχίσει να μαθαίνω το γειτονικό σπίτι, τα δωμάτια, το μέσα και το έξω κατώγι, τα φουρναριά, τον κήπο με τη βυσσινιά στο βάθος, και το δέντρο με τις «χιονιές», ο Θωμάς, μια μέρα, μου είπε  ότι θα έφευγαν και θα έμεναν σε ένα άλλο σπίτι τους στην επάνω γειτονιά.
Δεν τον πίστεψα. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, βρέθηκα κι εγώ να συμμετέχω στη μετακόμιση. Πρέπει να ήμουν τότε έξι(6) χρονών κι ο Θωμάς πέντε(5).Συμμετείχαμε στη μετακόμιση, παίρνοντας ο καθένας μας από ένα κόσκινο, για να το πάμε στο καινούργιο σπίτι τους!

Φτάνοντας εκεί, με το κόσκινο στο χέρι, είδα για πρώτη φορά ότι τα πράγματα ήσαν διαφορετικά από τη γειτονιά μου. Μπροστά από το νέο σπίτι τους περνούσε ο δημόσιος δρόμος, όπου έτρεχαν αυτοκίνητα. Ο κήπος τους ήταν χωριστά από το κυρίως σπίτι τους.τα χώριζε ο δρόμος. Κατάλαβα, αμέσως, ότι δεν θα έβλεπα πια τον Θωμά εύκολα, με μια δηλαδή φωνή από το σπίτι μου, αλλά θα έπρεπε πρώτα να κάνω τη βόλτα μου ως εκεί και να ρισκάρω, εάν θα ήταν διαθέσιμος για παρέα.
Η φιλία με τον Θωμά, που χτίστηκε σε εκείνα τα προσχολικά χρόνια, συνεχίστηκε αδιατάρακτη, μέχρι που έφυγε για την Αθήνα στις τελευταίες  τάξεις του Λυκείου. Ο Θωμάς από μικρός ήταν επίμονος σε ό,τι ήθελε,  «σκανιακό»,  όπως λένε στην Αράχοβα, συναισθηματικός, υπάκουος στους γονείς του, στις αδελφές του και στους παππούδες του, ειδικά στη γιαγιά του τη Στυλιανή.
Δεν ξέφευγε σε ακρότητες στο παιχνίδι, κι αν έβλεπε κάτι που έκανες και του άρεσε, προσπαθούσε κι αυτός, όχι μόνο να το πετύχει, αλλά και να σε ξεπεράσει. Μπορούσες, πάντως, να τον εμπιστεύεσαι. 
Μετά το φευγιό τού Θωμά, εμφανίστηκε  στη ζωή μου ο Γιάννης, δυο χρόνια μικρότερος από μένα, το σπίτι του λίγο πιο πάνω από το δικό μου. Ο Γιάννης μεγαλώνοντας ήταν σχεδόν πάντα έξω στο δρόμο, διαθέσιμος για παιχνίδι και λιγότερο καταπιεσμένος από τους δικούς του.
Μπορεί να μην είχε παιδικό ποδήλατο, όπως ο Θωμάς,  όμως η οικογένεια του είχε λανσάρει για πρώτη φορά στη γειτονιά μας μια μεγάλη πάπια!  Την είχε φέρει ο πατέρας του, που εκτελούσε χρέη αγωγιάτη, από τον κάμπο. Ήταν το παιδί, που πάντα δοκίμαζε από τους πρώτους στη γειτονιά ωραία σύκα και σταφύλια, ωραία καλοψημένα  καλαμπόκια, ήταν κι ο μόνος που έτρωγε  “ταρλαγκίτσια” (ένα μικρό είδος καρπουζιού;) από τον κάμπο. 
Ο Γιάννης ήταν λιγόλογος, ήσυχος, καλοπροαίρετος, χωρίς γκρίνιες, συνεργάσιμος, με γερό σώμα, πολύ καλός φίλος. Η μεγαλύτερη αδελφή του, που ήταν παντρεμένη στην Αθήνα, τους έστελνε ανελλιπώς κάθε Χριστούγεννα μπαλόνια, και κάθε Αποκριές «κορδέλες» (σερπαντίνες) και «χαρτοπόλεμο» (κομφετί), και στο βδομαδιάτικο κοφίνι από την Αθήνα μαζί με τα φαγώσιμα ψώνια, υπήρχαν και τα περιοδικά της προηγούμενης βδομάδας. Τους έστελνε, πότε «Ρομάντζο», πότε «Θησαυρό», πότε  «Πάνθεο» κι αργότερα το «Φαντάζιο».
Μπορεί στο σπίτι του να μην υπήρχε ίχνος άλλου βιβλίου, εννοείται εξωσχολικού, όμως τα  εβδομαδιαία περιοδικά ποικίλης ύλης των Αθηνών ήταν σε ντάνες, πάνω στα περβάζια των παραθύρων τους. Σ’ αυτά τα περιοδικά είχα μαθητεύσει μικρός στη ζωή των Celebritis, ημεδαπών και αλλοδαπών, στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 και στις αρχές της δεκαετίας  του '60.       
Μετά το Γιάννη, γνώρισα τον Κώστα, ένα χρόνο μικρότερο από μένα, το σπίτι του βρισκόταν πιο πάνω από το σπίτι του Γιάννη. Κι ο Κώστας κάποια στιγμή, αναζητώντας παρέα, έφτασε επιφυλακτικός μέχρις εμάς. Ήταν αδύνατος, λιγότερο καλά δεμένο το σώμα του, τον πρώτο καιρό λιγότερο διαθέσιμος για παιχνίδι, πιο επιφυλακτικός, ευφυής, αλλά και ευμετάβλητος. 
Εγώ ήμουν ο πιο δύσκολος της παρέας και με αρχηγικές τάσεις, καθόσον ήμουν ο μεγαλύτερος ηλικιακά σε σχέση με τους υπόλοιπους και ο πιο προχωρημένος σε γνώσεις, αφού πάντα προπορευόμουν στις τάξεις του σχολείου, ίσως και ο πιο μελετηρός, αλλά ταυτόχρονα και ο λιγότερο ικανός στα μαστορέματα.
Κάθε φορά που ανέβαινα τάξη στο Δημοτικό Σχολείο, τους φόβιζα, λέγοντας πόσο δύσκολα είναι τα μαθήματα στη νέα τάξη. Όταν την επόμενη χρονιά προχωρούσαν κι αυτοί στην άλλη τάξη, και έβλεπαν ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν, με διέψευδαν. Και, τότε, αντέτεινα  ότι η τάξη τους μπροστά στη νέα μου τάξη, ήταν ασύγκριτα πιο εύκολη! Στο τέλος, ο ιδιότυπος αυτός εκφοβισμός που τους ασκούσα για τα μαθήματα είχε γίνει πια ρουτίνα, και δεν είχε καμία ανταπόκριση από μέρους τους. Γι’ αυτό κι εγώ σιγά - σιγά σταμάτησα να κάνω τέτοιου είδους συγκρίσεις.



Κάθε πρωί, συναντιόμαστε καθοδόν προς το σχολείο, καθόσον τα σπίτια μας  βρίσκονταν στον ίδιο δρόμο που οδηγούσε προς τα εκεί. Μόνο ο Θωμάς ερχόταν με άλλο παιδικό μπουλούκι, αφού το σπίτι του ήταν στην επάνω γειτονιά. Έχοντας τις υφαντές τσάντες μας περασμένες στους ώμους μας, τις χειμωνιάτικες μέρες κρατούσαμε κι από ένα ξύλο στο χέρι για τη σόμπα της τάξης, διαφορετικά δεν έμπαινες στο σχολείο για μάθημα. Ο σχετικός έλεγχος για το ελίσιο χοντρό κλαδί ή το λατσούδι γινόταν μπροστά στην πόρτα του σχολείου από μαθητές των μεγάλων τάξεων, που ήσαν επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον από το Διευθυντή του σχολείου.
Γενικώς, αντέχαμε στο κρύο, γιατί είχαμε σκληραγωγηθεί από νωρίς. Περπατούσαμε στα χιόνια με κοντά παντελόνια, που έφταναν λίγο πιο κάτω από το γόνατο.  Μάλιστα στα  χρόνια πριν το 1960, μερικά αγόρια και τις χειμωνιάτικες ακόμα μέρες φορούσαν πάνινες ή μάλλινες πλεχτές κάλτσες, χωρίς πατούσες!
Το ρόλο της πατούσας έπαιζε ένα λεπτό νήμα, που περνούσε από αντικριστές θέσεις στο κάτω μέρος της κάλτσας. Η τότε παιδική κάλτσα (το λεγόμενο καλτσούνι), ουσιαστικά περικνημίδα, ήταν κατά το πρότυπο των γεροντίστικων καλτσών, χωρίς πέλμα που άρχιζαν  κι αυτές από τον αστράγαλο. Με αυτόν τον τρόπο, η βρώμα και η σκόνη επικάθονταν μέρα τη μέρα στις φτέρνες μας, και επειδή η καθαριότητα όλο το χειμώνα δεν ήταν από τις παιδικές μας προτεραιότητες, έφτιαχναν κρούστα ολόκληρη, που σίγουρα μας προστάτευε από το κρύο. Ήμασταν φαίνεται, τότε, πολύ προχωρημένοι σε θέματα θερμομόνωσης!
Στις καλοκαιρινές, όμως, διακοπές, που τα παπούτσια μας ήταν άχρηστα, αφού γυρίζαμε όλη τη μέρα ξυπόλητοι και οι φτέρνες μας μέχρι τους αστράγαλους έπαιρναν ακόμα πιο έντονη σκουρόχρωμη όψη, αναγκαζόμαστε πότε - πότε να πηγαίνουμε ομαδικά τα μεσημέρια στη βρύση της γειτονιάς, τον Κούκουρα, και με κομμάτια από κεραμίδι, εν είδει... γυαλόχαρτου(!), κάναμε ομαδική περιποίηση ποδιών.            
Εν πάση περιπτώσει, με τον  Θωμά, τον Γιάννη και τον Κώστα γνωρίσαμε μαζί τη γειτονιά και τα σοκάκια της, καθώς και το μεγαλύτερο  μέρος του χωριού. Παίξαμε μαζί κάθε είδους παιδικό παιχνίδι: πεντόβολα, τριότα,  Βασιλιά και  Ψωμά (κότσια), γκαούρ, αμάδες, κουκουγεράκια, σιτό (κουτσό), σκοινάκι, κυνηγητό, κρυφτό και κρυφοτενεκέ.
Βοσκήσαμε μαζί κατσίκες αρκετά καλοκαίρια και Μεγαλοβδόμαδα. Μαστορέψαμε μαζί στα κατώγια των σπιτιών μας, φτιάξαμε πατίνια, φτιάξαμε και πετάξαμε χαρταετούς και χάρτινα αεροπλάνα. Φτιάξαμε συρμάτινα αυτοκινητάκια και ακόμη πιο μικρά αυτοκινητάκια, με καρούλι από κουβαρίστρα, σαπούνι και λάστιχο.
Παίξαμε μαζί κάνοντας μπουρμπουλήθρες και βεβαίως διαγωνισμό μεταξύ μας, για το ποιός έφτιαχνε με το καλάμι του τη μεγαλύτερη σαπουνόφουσκα. Κάναμε πολλές φορές το ρακοσυλλέκτη στη χωματερή του χωριού, στο «Πίσω Ρέμα», ψάχνοντας, κυρίως, για τραπουλόχαρτα κι αργότερα για ….μετασχηματιστές!
Χαρτοπαίξαμε πολλές φορές («κολτσίνα» και «ξερή»), ανεβήκαμε σε δέντρα, παίξαμε στην «Αγια Τριάδα» ατέλειωτες ώρες, φτιάξαμε «λάστιχα» για να κυνηγήσουμε πουλιά. Παίξαμε επίσης χωμάτινους και σιδερένιους(από ρουλεμάν) βώλους και γυάλες (γκαζιές).
Ντυθήκαμε μαζί παπαδάκια, πήγαμε για κλαριά για τις φωτιές στις Αποκριές. Διαβάσαμε  μαζί για τους celebrities εκείνης  της εποχής, μέσα από τα εβδομαδιαία περιοδικά ποικίλης ύλης των Αθηνών. Φάγαμε ο ένας στο σπίτι του άλλου, ψωμί με ζάχαρη ή ψωμί με ντοματοπελτέ.
Είπαμε μαζί τα κάλαντα των Χριστουγέννων, παίξαμε στριφτό και τσιγκάκια από καπάκια αναψυκτικών, και ανταλλάξαμε φωτογραφίες από ποδοσφαιρικές ομάδες. Πήγαμε αμέτρητες φορές σε αραχοβίτικα σπίτια, για να πούμε σε ονομαστικές γιορτές, πάντα ακάλεστοι, βεβαίως, τα «χρόνια πολλά» και να φάμε το γλυκό ή τα καρύδια και τα μύγδαλα που πρόσφεραν οι νοικοκυρές.
Μπήκαμε σε χωράφια και φτιάξαμε καραμούζες από  τα φρέσκια στάχια σιταριού ή κριθαριού. Σκαρφαλώσαμε  σε βράχια, σε δέματα ακόμη και σε τοίχους, που είχαν χτιστεί με λάσπη από χώμα, για να βρούμε γλυκόριζες, τις οποίες, αφού τις  ξεριζώναμε με τέχνη, τις καθαρίζαμε πρόχειρα και τις τρώγαμε με ευχαρίστηση. Αγοράσαμε μαζί σουγιάδες με αλυσίδα και ηλεκτρικούς φακούς, για το καλοκαίρι.
Φτιάξαμε νεκροκεφαλές από μεγάλα κολοκύθια και βάζοντας μέσα κεριά κάναμε τα φαντάσματα στη γειτονιά, για να φοβίζουμε τους πιο μικρούς από μας.
Παίξαμε ατέλειωτες ώρες μπάλα, μιλήσαμε για τις παιδικές μας ανησυχίες, λέγαμε τις παιδικές μας σκέψεις  και τους προβληματισμούς μας, ακούγαμε μαζί μεταδόσεις ποδοσφαίρου, συνήθως από το ραδιόφωνο του Κώστα τα κυριακάτικα απογεύματα.
Μόνο, όταν βρισκόμαστε στο σχολείο, για κάποιο περίεργο λόγο, ούτε καν συναντιόμαστε στα διαλείμματα. Ο καθένας μας έκανε παρέα με τους μαθητές της τάξης του. Η φιλία μας ενεργοποιούνταν πάλι, όταν γυρίζαμε στη γειτονιά μας.
Πολλές φορές τσακωθήκαμε και συμφιλιωθήκαμε μεταξύ μας καθ’ όλους τους συνδυασμούς. Βρήκαμε, όμως, γρήγορα τις ισορροπίες μας, αναγνωρίσαμε ο ένας τις ικανότητες του άλλου, κι επίσης μάθαμε ο ένας τις ιδιοτροπίες  του άλλου. Γίναμε, τελικώς, πραγματικοί παιδικοί φίλοι, σχεδόν αδέλφια, με μια φιλία που κρατάει άσβεστη ακόμα και τώρα που μεγαλώσαμε, έστω κι αν δεν βλεπόμαστε και δεν επικοινωνούμε συχνά. Μέσα στις καρδιές μας τα φιλικά μας αισθήματα παραμένουν ανεξίτηλα  και η αλληλοεκτίμηση υψηλή.       
Στο Γυμνάσιο,καθώς μεγαλώναμε, αρχίσαμε σταδιακά να απομακρυνόμαστε, και πρώτος έκανα εγώ την αρχή ως μεγαλύτερος. Μπήκα στο στίβο της προετοιμασίας για σπουδές, κι έτσι το τακτικό μου διάβασμα με κρατούσε μακριά απ’ την παρέα τους.
Μετά απομακρύνθηκε ο Γιάννης, που διέκοψε στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου και μπήκε στη βιοπάλη, σε γεωργικές, άλλα και σε οικοδομικές εργασίες.
Στη συνέχεια, απεχώρησε ο Θωμάς, φεύγοντας για την Αθήνα για καλύτερη κι αυτός προετοιμασία, προκειμένου να ακολουθήσει σπουδές.
Ο Κώστας έμεινε μόνος του και στράφηκε στην αγορά, μπήκε σε άλλες παρέες, απασχολήθηκε τα καλοκαίρια με τα τουριστικά είδη, και διάλεξε, αντίθετα από μένα και το Θωμά, θεωρητικές σπουδές.
Έτσι, κάναμε ο καθένας το δικό του κύκλο στη ζωή, εγώ σπούδασα μηχανικός στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Πέρασαν τα χρόνια, συνταξιοδοτήθηκα από το Δημόσιο, όπου εργάστηκα, και τώρα βρίσκομαι να ανακατεύω λέξεις και γράμματα.  
Ο Θωμάς, αποφάσισε να γίνει κι αυτός μηχανικός, έφτασε μια μέρα στη Νάπολη της Ιταλίας, σπούδασε στο εκεί Πολυτεχνείο υπερνικώντας πολλές δυσκολίες και βιώνοντας τον ιταλικό τρόπο ζωής. Γύρισε στην πατρίδα μηχανικός, επηρεασμένος σίγουρα από την ιταλική κουλτούρα. Ασχολήθηκε με επιτυχία στον ιδιωτικό τομέα, και τώρα συνταξιούχος κι αυτός απολαμβάνει τους κόπους του και, πιο πολύ απ’ όλους της παρέας, το χωριό μας.


Ο Κώστας μπήκε στη Νομική Σχολή, ασχολήθηκε, όμως,αρχικά με το εμπόριο που ήταν μεράκι του, και μετά πάλι έπιασε τα Νομικά,  ζώντας πάντα στην Αθήνα.
Το αστέρι του Γιάννη τον προόριζε για πιο μακρινούς προορισμούς και δεν του φαινόταν. Αρχικά, ασχολήθηκε με οικοδομικές εργασίες, μετά από το στρατό πήγε στη Χωροφυλακή και στη συνέχεια ταξίδεψε στην Αμερική, κοντά στη μικρότερη από τις αδελφές του που βρισκόταν εκεί. Ασχολήθηκε σε συνεργεία που έκαναν ανακαινίσεις σπιτιών, ελαιοχρωματισμούς, ντεκορασιόν κλπ., και εν τέλει δημιούργησε το δικό του συνεργείο, στο NewJersey.
Σύμφωνα με πληροφορίες άλλου Αραχοβίτη, που μένει στην ίδια πόλη, ο Γιάννης είναι περιζήτητος και μάλιστα από  τα πλουσιότερα σπίτια  της πόλης αυτής, λόγω της καλής και συνεπούς δουλειάς του, και της μεγάλης εμπιστοσύνης που του δείχνουν οι πλούσιοι του NewJersey, όπου ο ένας τον συστήνει στον άλλον.
Έχει παντρευτεί Κουβανέζα, κι έχει αποκτήσει παιδιά και εγγόνια.  Ζει σε δική του μονοκατοικία με μεγάλο κήπο όπου καλλιεργεί είδη μποστανικής κι εκτρέφει κότες(!), κατσικάκια(!), γουρουνάκια(!), για την προσωπική του ευχαρίστηση κι απόλαυση. Τον ακολουθεί, φαίνεται, το σύνδρομο της “Μπάνιας”, το μέρος όπου οι γονείς του είχαν ένα από τα καλύτερα μποστάνια στην Αράχοβα εκείνα τα δύσκολα χρόνια,  και με το χορτάρι που μάζευαν στην τοποθεσία αυτή, εξέτρεφαν τα καλύτερα μανάρια τη γειτονιάς.      
Αν κάποιος έλεγε μυστικά στα αφτί μας, τότε, στα χρόνια που βόσκαμε τις γίδες μας, ότι ο Γιάννης θα είχε τέτοια πορεία υπερατλαντική, και ότι θα μίλαγε τα Αγγλικά και Ισπανικά το ίδιο καλά,όπως οι τουρίστες που βλέπαμε στου “Λάζαρου τη βρύση”, κάνοντας το ξαπόσταμά μας, κατά την επιστροφή μας με τις γίδες, δεν θα τον πιστεύαμε, και σίγουρα δεν θα το πίστευε ούτε κι ο ίδιος. Όμως, τι παιχνίδια, στα αλήθεια, μπορεί να παίξει η μοίρα στους ανθρώπους! Και παραφράζοντας το λαϊκό βάρδο: “Άμα  γεννηθείς με αστέρι, η ζωή, να περιμένεις, θα  σε ξέρει...” .
Ο Γιάννης είμαι σίγουρος ότι νοσταλγεί περισσότερο από όλους εμάς τους υπόλοιπους της τετράδας,  τα χρόνια εκείνα στο χωριό και την παιδική μας παρέα. Ήταν ο ταπεινότερος και σηκώθηκε ψηλότερα απ’ όλους μας, χωρίς να χρειαστεί να σπουδάσει επιστήμες και ξένες γλώσσες, ούτε καν  είχε τελειώσει το τριτάξιο Γυμνάσιο.
Είπαμε, όμως: “Αμα γεννηθείς με αστέρι...”
***
Βοσκές και... μεταλλεία.
Παλιότερα, το να συμμετέχουν τα παιδιά, από μικρά, στις δουλειές του σπιτιού ήταν μια συνηθισμένη και, βεβαίως, χρήσιμη πρακτική. Έτσι, αφενός εκτιμούσαν καλύτερα τον κόπο και το μόχθο των γονιών τους, αφετέρου γνώριζαν τις δυσκολίες της αγροτικής παραγωγής και της κτηνοτροφικής διαδικασίας. “Ζυμώνονταν” από νωρίς στη ζωή του χωριού και μάθαιναν να αντέχουν και να ξεπερνούν δυσκολίες.
Το κάθε σπίτι, στο χωριό μας, που είχε μικρά παιδιά, διέθετε υποχρεωτικά μια ή και δυο κατσίκες, ακόμη και προβατίνα, για να έχει εξασφαλισμένο το πρωινό γάλα. Επίσης, εξασφαλισμένα ήσαν έτσι και τα κατσικάκια ή αρνάκια για τις γιορτές του Πάσχα και Αϊ Γιωργιού, όταν θα έπρεπε να ψηθεί στο λάκκο ο οβελίας, σύμφωνα με το πατροπαράδοτο έθιμο.
Τα μανάρια όλο το χρόνο τα τάιζαν με χλωρό κλαρί ή με φούντα από τις ελιές, τους χειμερινούς δε μήνες και με ξηρό καρπό: κριθάρι ή βρώμη. Όταν, όμως,  έμπαινε η άνοιξη, τα τάιζαν και με χορτάρι, που μάζευαν έξω στα χωράφια τους. Υπήρχεμια περίοδος ή μάλλον δυο περίοδοι μέσα στο χρόνο, που τη βοσκή των μαναριών την αναλάμβαναν τα παιδιά του σπιτιού.
Η μια, η πιο σύντομη, ήταν στις μέρες των διακοπών του Πάσχα (τη Μεγάλη Εβδομάδα και της Διακαινησίμου) και η άλλη, με πιο μεγάλη διάρκεια, αυτή των καλοκαιρινών διακοπών. Εν πάση περιπτώσει, όταν κάποτε ήλθε η σειρά μου να αναλάβωτη βοσκή της γίδας μας, αφού τα μεγαλύτερα αδέλφια μου είχαν άλλες πιο σπουδαίες ασχολίες (π.χ.ξύλευση από το Ξεροβούνι), μπήκα κι εγώ στην parttime τσοπάνικη απασχόληση.
Το βασικό πυρήνα της τσοπανοπαρέας μας τον αποτελούσαμε οι βασικοί τέσσερις: Ο Γιάννης, ο Θωμάς, ο Κώστας και ο υπογράφων. Μερικές φορές, έρχονταν μαζί μας κι άλλα παιδιά από την ευρύτερη γειτονιά του Κούκουρα με τα μανάρια τους.
Η γίδα μας, η Αστέρω, μαύρη με άσπρα στίγματα, μεγαλόσωμη, δυνατή και με μεγάλα κέρατα, με είχε πια για αφεντικό της. Και η γίδα του Γιάννη ήταν επίσης δυνατή και μεγαλόσωμη, σε λάγιο χρώμα, και  στριφτοκέρατη. Του Θωμά και του Κώστα, αν θυμάμαι καλά, ήσαν σιούτες, χωρίς δηλαδή κέρατα. Τα ονόματά τους, όμως, δεν τα θυμάμαι.
 Έπρεπε, λοιπόν, να ξυπνούμε πολύ νωρίς, πριν φέξει, και να συναντιόμαστε μαζί με τις κατσίκες μας, καθ’ οδόν προς την έξοδο του χωριού, στο «Εικονοστάσι», δηλαδή στο σημείο που σήμερα είναι ο δρόμος εξόδου προς το δημόσιο δρόμο, ακριβώς δίπλα στην «Παιδική χαρά».κι από εκεί  όλοι μαζί, μανάρια και παιδιά, φεύγαμε για το βοσκοτόπι μας, που είτε είχε αποφασιστεί από την προηγούμενη μέρα, είτε αποφασιζόταν εκείνη τη στιγμή της συνάντησής μας. Πάντοτε, όμως, ανατολικά -νοτιοανατολικά του χωριού. Προς τη μεριά της Αγιατριάδας και βορειότερα, σπάνια πηγαίναμε. Δεν μας βόλευε η ανηφόρα.
Η άφιξη στο βοσκοτόπι γινόταν με γρήγορο ρυθμό, για  να μη μας πιάνει η καλοκαιρινή ζέστη, ώστε τα ζωντανά να ευχαριστιούνται βοσκή μέσα στη δροσιά του πρωινού, ενώ η αποχώρηση από το βοσκοτόπι και η επιστροφή γινόταν με πιο αργούς ρυθμούς. Στην επιστροφή, μάλιστα, λόγω βαρεμάρας αναθέταμε τη μεταφορά των ταγαριών μας στη δική μου γίδα και του Γιάννη που είχαν κέρατα. Ήταν κάπως σουρεαλιστικό να βλέπεις τις γίδες να επιστρέφουν στο χωριό και τα ταγάρια μας να κρέμονται από τα κέρατά τους εν είδει μεγάλων σκουλαρικιών!


Ο λόγος της μεσημεριανής άργητας δεν ήταν μόνο η κούραση από το παιχνίδι, αλλά και διότι χρειαζόταν να δροσιστούμε, παιδιά και γίδες, στου «Λάζαρου τη βρύση», που βρισκόταν δίπλα στο δημόσιο δρόμο. Θέλαμε να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα, ανεβαίνοντας πάνω στα κλαδιά του παρακείμενου πλάτανου, να ανάψουμε, εάν ήταν σβηστό, το καντήλι στο πέτρινο εικονοστάσι που βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Αυτοί ήσαν οι κυρίως  λόγοι. 
Υπήρχαν όμως και οι “επικοινωνιακοί” λόγοι. Αυτοί που είχαν να κάνουν με τους ξένους τουρίστες, οι οποίοι κατευθύνονταν προς Δελφούς. Πράγματι, αρκετοί ξένοι τουρίστες  μόλις έβλεπαν την εκεί βρύση, σταματούσαν με τα αυτοκίνητά τους, για να ξεκουραστούν για λίγο και να ξεμουδιάσουν, να πιουν δροσερό τρεχούμενο νερό και να απολαύσουν τη γύρω πανοραμική θέα.
Απ’ αυτή την απροσδόκητη  μεταξύ μας συνάντηση είχαν προκύψει αρκετές φορές και φωτογραφίσεις με τις γίδες μας, ενώ ελάχιστες φορές είχαν προκύψει  και μικρά χρηματικά φιλοδωρήματα εκ μέρους τους.
Σίγουρα, οι κατά κανόνα εύποροι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί προσκυνητές του Δελφικού Ιερού, μας έβλεπαν τότε με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα παιδιά της Αφρικής, σκονισμένα, φτωχικά ντυμένα, αλλά βεβαίως πάντα ζωηρά και χαμογελαστά.
Είμαι σίγουρος, ότι η τσοπάνικη παρέα μας θα φιγουράριζε σε κάποια ταξιδιωτικά φωτογραφικά albums ευρωπαϊκών ή αμερικανικών σπιτιών, σε στιγμιότυπα από την επιστροφή μας με τις γίδες μας, από τοποθεσίες, όπου τις βοσκούσαμε: “Κουσισ'νάς”, “Τσίτζια”, “Μύλοι” και σπανιότερα στη «Γέφυρα», κάτω από τη θέση «Μούλκια».
Δεν ξέρω, αν οι γίδες μας ήθελαν περισσότερο την πρωινή τους βόλτα στην εξοχή και το βόσκημά τους, από εμάς τα παιδιά, που με αυτό τον τρόπο βρισκόμασταν μακριά από επιτηρήσεις μεγάλων και “βοσκούσαμε” κι εμείς άφθονο και ξέγνοιαστο...“εξοχικό” παιχνίδι.
Μόλις φτάναμε στο συμφωνημένο μέρος, αφήναμε τα ζωντανά ελεύθερα. Η μόνη φροντίδα ήταν να βρίσκονται ανά πάσα στιγμή μακριά από αμπέλια και χωράφια, για το φόβο του δραγάτη, που ήταν στη δραγασούλα του (παρατηρητήριο), κι έτοιμος όχι μόνο για το προειδοποιητικό σφύριγμα, αλλά και για τη σκληρή  τιμωρία, στήνοντάς μας καρτέρι την κατάλληλη ώρα.
Το “επί ασπαλάθων” του ποιητή το είχαν γευτεί αρκετά παιδιά στα πόδια τους εκείνη την εποχή από δραγάτες του χωριού, εξαιτίας παραπτωμάτων που σχετίζονταν γενικώς με τον...«Κώδικα Φύλαξης Γεωργικών Καλλιεργειών»!, όπως τουλάχιστον τον είχε επιβάλλει από μόνος του ο κάθε δραγάτης στην περιοχή δικαιοδοσίας του.
Μετά από λίγο, αρχίζαμε τα παιχνίδια μας, ανεβαίναμε σε δέντρα, ψάχναμε ακόμα και σε θάμνους να βρούμε φωλιές από πουλιά. Η επιθυμία μας, άπιαστο όνειρο, για τις “τουρκουπούλες” (ένα είδος καρδερίνας). Επίσης άπιαστο όνειρο να δούμε και να ακούσουμε τον πολύχρωμο “αγριοκόκορα”.
Κατεβαίναμε στα ρέματα, μπαίναμε ξυπόλητοι να δροσιστούμε στα νερά («βουθλάδες») που έτρεχαν εκεί, πίναμε νερό από μικρές πηγές βάζοντας μεγάλα πράσινα φύλλα, για να σχηματίσουμε αυτοσχέδιο κρουνό, ψάχναμε να κόψουμε με τη “ματζιλόκα” (μεγάλο κλαδευτήρι) καμιά καλή βέργα, ώστε στη συνέχεια με  το σουγιά μας να χαράξουμε πάνω στη φλούδα της διάφορα σχέδια.
Και αφού είχαμε αποκάμει, καθόμαστε για κολατσιό, που είχαμε στα ταγάρια μας, δηλαδή ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί και λίγες ελιές, αν βρίσκαμε και καμιά γκορτσιά εκεί γύρω είχαμε εξασφαλισμένο το επιδόρπιο. Καλύτερο κολατσιό, όμως, είχαμε στις μέρες της Διακαινησίμου, γιατί όλο και κάποιο κομμάτι από ψητό πασχαλινό  κρέας έβαζαν οι μανάδες μας στα ταγάρια μας.
Στην περίπτωση αυτή, το κολατσιό γινόταν αμέσως με το που φτάναμε στον τόπο της βοσκής.Δεν περιμέναμε για αργότερα και η δικαιολογία ήταν μια: “ Να μην πάνι απάνου στου ψ’τό κρέας, μυρμήτζια”!
Μετά, άρχιζε ο ρεμβασμός κι ατενίζαμε γύρω μας τον ορίζοντα, εστιάζοντας πότε πάνω στις βουνοκορφές, πότε  στα δασωμένα μέρη, πότε στα μακρινά εξωκκλήσια. Και όταν ξαπλώναμε στο χορτάρι, χαζεύαμε τα σύννεφα, που είχαν εμφανιστεί εκείνη την ώρα στον ουρανό και είχαν διαταράξει το γαλανό χρώμα του, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε με ποιό γνωστό σχήμα έμοιαζε η φευγαλέα μορφή τους. Είχαμε, βεβαίως, και τις παιδικές συζητήσεις μας, που συχνά - πυκνά κατέληγαν σε διαφωνίες και καβγάδες, για το ποιός έχει δίκιο στις απόψεις του.                   
Τακτικά κάναμε και διαγωνισμό “κατσικίσιας όρεξης!”, δηλαδή για το ποια γίδα έτρωγε πιο πολύ και πιο γρήγορα το χορτάρι. Εάν τύχαινε η γίδα κάποιου να έχει χορτάσει κι ήταν απρόθυμη κάτω από τη ζέστη της μέρας να συνεχίσει, και επιθυμούσε να σταθεί να μηρυκάσει, τότε αυτός είχε εξασφαλισμένη την κοροϊδία από τους υπόλοιπους, κι άρχιζε το δούλεμα του τύπου:
“Τέρα ρε, η γίδα τ’ Στάθ’ (ή τ’ Γιάννη ή τ’ Κώστα ή τ’ Θουμά) τηράει τα όρη!” και το χαχανητό πήγαινε σύννεφο. Αν θυμάμαι καλά, στον ιδιότυπο αυτό διαγωνισμό, τις περισσότερες φορές νικούσε η γίδα του Γιάννη.
Κάποιες άλλες φορές, μετά το παιχνίδι και το κολατσιό μας, γινόμαστε πιο φιλότιμοι και προκομμένοι. Μαζεύαμε χορτάρι και το μεταφέραμε στα σπίτια μας, για  να φάνε οι γίδες καλό απογευματινό.
Μια μέρα, παίζοντας είδαμε ένα πρανές που έμοιαζε να έχει το χρώμα του βωξίτη. Ε, αυτό ήταν! Αποφασίσαμε να φτιάξουμε το παιδικό μεταλλείο μας, για να εξορύξουμε από εκεί το δικό μας… μετάλλευμα! Φτιάξαμε και τον κατάλληλο εξοπλισμό, τα φορτηγά μας αυτοκίνητα, από πλατύ σανίδι, στο οποίο καρφώσαμε στις δυο μακριές πλευρές του ελάσματα από τενεκέδες. Καρφώσαμε και μια πρόκα μπροστά στο ξύλο  απ’ όπου δέσαμε γερή κλωστή,  το λεγόμενο “καρπ’τόνεμα”, που χρησιμοποιούσαν οι μανάδες μας στον αργαλειό κι έτσι μπορούσαμε να τραβάμε τα φορτηγά μας φορτωμένα με... το μετάλλευμα! Τη μια στιγμή φτιάχναμε δρόμους προς το “κοίτασμα”, την άλλη ανοίγαμε δήθεν στοές, και μετά άρχιζε η εξόρυξη και η μεταφορά του μεταλλεύματος κ.ο.κ.
Μια μέρα, ξεχαστήκαμε στο παιχνίδι τόσο, που δεν καταλάβαμε ότι η ώρα της βοσκής είχε περάσει, παρότι η καλοκαιρινή ζέστη είχε αυξηθεί κατά πολύ. Όταν κάποτε αποφασίσαμε να πάρουμε τις γίδες μας για να επιστρέψουμε στο χωριό, αυτές ήσαν άφαντες. Γίναμε κατακίτρινοι από την τρομάρα μας, τις αναζητήσαμε παντού σε κάθε πιθανή γύρω θέση, αφού διασκορπιστήκαμε άλλος εδώ κι άλλος εκεί, άλλος προς τα πάνω κι άλλος προς τα κάτω. Το αποτέλεσμα  μηδέν, και  αρχίσαμε να κλαίμε εν χορώ.Σκεφτόταν ο καθένας μας τη βαριά τιμωρία που θα τον περίμενε στο σπίτι του, εάν επέστρεφε χωρίς τη γίδα του. Θα μας κρεμούσαν ανάποδα!
Καταστενοχωρημένοι και πανικόβλητοι αρχίσαμε να τρέχουμε, για να κινητοποιήσουμε τους δικούς μας, ώστε  να βρεθούν τα μανάρια. Όταν κοντεύαμε να φτάσουμε στο χωριό, βλέπουμε ξαφνικά από μακριά τέσσερις(4) γίδες, χωρίς τσοπάνη συνοδό, να επιστρέφουν. Με μια φωνή, που αντιλάλησε στα γύρω ρέματα, φωνάξαμε: 
“Ρεεεέ... οι γίδες μας!”.
Η χαρά μας δεν περιγραφόταν, τρέξαμε σαν τρελοί, τις προφτάσαμε κοντά στο «Πίσω Ρέμα»,λίγο πριν μπούνε μόνες τους στο χωριό και γίνουμε εντελώς ρεζίλι.
Αποφασίσαμε, τότε, να μην πούμε τίποτε στους δικούς μας. Οι γίδες μας, ευτυχώς, όχι μόνο ήξεραν καλά το δρόμο  του γυρισμού, αλλά δεν ήσαν και ...μαρτυριάρες! Όμως, οι έμπειρες μανάδες μας είδαν τα ζωντανά εξουθενωμένα από τη ζέστη και έβαλαν τις φωνές. Από εκείνη τη μέρα είχαμε  πιο πολύ το νου μας στη βοσκή. Αποφασίσαμε να είμαστε και μεταλλωρύχοι, χωρίς όμως να χάσουμε την ιδιότητα του καλού τσοπάνη.                                     
Πέρασαν πολλά χρόνια, και μια μέρα που βρισκόμουν στο χωριό, νοστάλγησα εκείνη την εποχή, πήρα το δρόμο - δρόμο, για τα... βοσκοτόπια μας. Περπάτησα πάνω σε όσο παλιό κομμάτι σώζεται η χάραξη του παλιού δημόσιου δρόμου, είδα τα παλιά γεφύρια, που στέκονται ακόμα ανέπαφα και  έφτασα μέχρι του “Λάζαρου τη Βρύση”.
Συγκινήθηκα, όλες οι παλιές σκηνές με τους φίλους μου και τις γίδες μας πέρασαν με μιας από το μυαλό μου. Είδα, όμως με λύπη του Λάζαρου τη  βρύση, χωρίς νερό, σχεδόν χωμένη από τα μπάζα της υπερκείμενης εκσκαφής, και το καλαίσθητο πέτρινο εικονοστάσι να λείπει (ευτυχώς έχει μεταφερθεί λίγο πιο πάνω, δίπλα στο εκκλησάκι της “Αγια Σωτήρας” και μάλιστα πάλι κοντά σε βρυσούλα).
Μόνο το πλατάνι είναι θεριεμένο (φαίνεται, έχουν  βρει οι ρίζες του καλή φλέβα νερού)  και αντιστέκεται στο χρόνο, για να θυμίζει σε μας τους παλιότερους τα περασμένα απλά, ανέμελα  κι ευτυχισμένα παιδικά μας χρόνια!...
Στάθης Ασημάκης