Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Το κοπάνισμα

 

Της Άλτας Φίλου – Πατσαντάρα

Το ξέστρωμα των χαλιών στο σπίτι μας σηματοδοτούσε και την αρχή του καλοκαιριού. Εκεί κοντά της Αγίας Τριάδας, που πότε έπεφτε τον Μάη πότε αρχές του Ιούνη, άρχιζε η γιαγιά μου να «παραμερίζει», όπως έλεγε, την μεγάλη αρκούδα που ήταν μπροστά στη στόφα στο καθιστικό. Ήταν εκείνο το υφαντό το χοντρό, υφασμένο από χιλιάδες μικρά πολύχρωμα κουρέλια, κομμένα στο ίδιο μήκος και πάχος από χοντρά ή τσόχινα κυρίως παλιόρουχα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτά τα φλόκια να σχηματίζουν ένα παχύ στρώμα με ελεύθερες και αιωρούμενες τις άκρες των κουρελιών στο επάνω μέρος, σαν φλοκάτη. Ήταν βαρύ και ασήκωτο γι΄αυτό οι υφάντρες το προτιμούσαν συνήθως στο ένα μέτρο μήκος, ίσα να το βάζουν μπροστά στον νεροχύτη, στη στόφα ή στο τζάκι, όσα σπίτια το διατηρούσαν ακόμα. Γιατί από μια εποχή και μετά οι στόφες είχαν μπει σε όλα σχεδόν τα αραχωβίτικα σπίτια. Τί ήταν οι στόφες; Κουζίνες ξύλου, μανταμένιες, άκρως πρακτικές γιατί είχαν μια μεγάλη επιφάνεια όπου μπορούσαν συγχρόνως να πάρουν θέση τουλάχιστον δύο κατσαρόλες για φαγητό και ένα μεγάλο αλουμινένιο τσαγερό για ζεστό νερό. Αυτό ήταν μόνιμο εκεί, δίνοντας έτσι την πολυτέλεια στη νοικοκυρά να έχει ζεστό νερό μέσα στο σπίτι όλη την ημέρα και για κάθε χρήση. Σε μια άκρη είχε μόνιμη  θέση και η «πλάκα» του παππού, από την Παλαμωνίδα, που ζεσταινόταν όλη μέρα  για να τυλιχτεί προς το βραδάκι από την γιαγιά μέσα σε μια μάλλινη κάλτσα, πριν την βάλει στο κρεβάτι του το βράδι, κάτω από τα σκεπάσματα, «για τα ξερά του», όπως έλεγε τάχα απαυδησμένη. Ξέραμε όμως, πως τον συμπονούσε για την αναπηρία του και τον νοιαζόταν και πως αυτά ήταν λόγια του αέρος, όπως την μαϊμούδιζε και ο ίδιος.

Δεξιά στη στόφα έμπαιναν οριζοντίως τα ξύλα, ελίσια από τον ελαιώνα που κράταγαν σιγανή τη φωτιά σε αντίθεση με τα ελατίσια του Παρνασσού που λαμπάδιαζαν και καίγονταν αμέσως. Αριστερά ήταν ο φούρνος σε δύο επίπεδα. Χωρούσε άνετα το μεγάλο ταψί του σπιτιού, πότε με φαγητά, πότε με γλυκά. Ήταν μεγάλη ευκολία για τα σπίτια τότε, τόσο το ζεστό νερό όσο και ο φούρνος. Μας χάρισαν αυτές οι στόφες όμορφες, ζεστές οικογενειακές στιγμές και νοσταλγικές γεύσεις έτσι που σιγόβραζαν τα φαγητά επάνω και χύλωναν. Να, μια φασολάδα, ας πούμε…

Αλλά με το που άρχιζαν οι ζέστες έσβηναν οι στόφες και η αρκούδα μπροστά εμπόδιζε κι αυτή.

«Ούλου σβάρνα τ΄νι παίρνου, αρή», το δήθεν παράπονο της γιαγιάς στη γειτόνισσα για να κανονίσει έτσι το κοπάνισμα, γιατί συνήθως πήγαιναν δύο-δύο από τη γειτονιά γι΄αυτή τη δουλειά. Πρώτη η αρκούδα λοιπόν, μετά οι κουρελούδες, στη συνέχεια οι γενοβελέντζες στοιβάζονταν προσεκτικά στην άκρη του κατωγιού μέχρι τη κατάλληλη μέρα που θα όδευαν στις μεγάλες βρύσες, που ήταν έξω από το χωριό για να πλυθούν στο χέρι με σπιτικό σαπούνι, να χτυπηθούν με τον κόπανο, να ξεβγαλθούν στο τρεχούμενο νερό, να απλωθούν λίγο στα βράχια για να στεγνώσουν και μετά να φορτωθούν στα μουλάρια και να επιστρέψουν στο σπίτι. Τα καλά υφαντά καρπίτια και τα φλοκωτά, φλυωτά τα έλεγαν οι Αραχωβίτισσες, τα καθάριζαν στις αυλές, δηλαδή τα περνούσαν μαλακά με μια βούρτσα που την βούταγαν πριν σε μια λεκάνη με νερό ανακατεμένο με ξύδι για να μη χαλάσουν τα χρώματα. «Ίσα να φύγ΄η σκόν΄», όπως έλεγαν η μια στην άλλη.

Ούτως ή άλλως όλον τον χειμώνα πάνω από τα στρωμένα καρπίτια είχαν θέση οι κουρελούδες για προστασία στα «κειμήλια, που δεν πλένονται όλη την ώρα», όπως άκουγα τη γιαγιά μου να λέει. Μόνο σε γιορτές τις έβγαζαν και όταν περίμεναν επισκέψεις στο σπίτι. Τότε το χειμωνιάτικο σπίτι έπαιρνε άλλη όψη και τα περίτεχνα καρπίτια έλαμπαν από καθαριότητα, μιας και δεν είχε πατήσει πόδι πάνω τους πριν.

Η βρύση που προτιμούσε η δική μας γειτονιά ήταν ο Κουσίνος, στα ανατολικά του χωριού, κάτω από την συνοικία Ρίτσα. Είχε άφθονο νερό, μεγάλη γούρνα και άπλα στα βράχια για το στέγνωμα. Αποβραδίς τα συζητούσαν και κανόνιζαν ποια θα πήγαινε αχάραγα για να «πιάσει» τη βρύση, πριν πάνε άλλες και την «πιάσουν» και τρέχα-γύρευε μετά. Εν τω μεταξύ είχαν κλείσει και τα σχολεία και για μας τα παιδιά ήταν η ανέλπιστη διέξοδος στην καθημερινότητα. Οι μανάδες μας έφευγαν πρωί-πρωί με τα ζώα φορτωμένα και κατά τις 9 ξεκινούσαμε κι εμείς με την γιαγιά μου, με ένα καλαθάκι με το κολατσιό για τις γυναίκες που έπλεναν από νωρίς. Ένα σφιχτό αυγουλάκι είχε το καλαθάκι και για μας με λίγο ψωμί και φέτα τυρί. Αυτό που δεν χορταίναμε όμως σ΄αυτές τις βρύσες ήταν το νερό. Χώναμε το κεφάλι μας μέσα από κει που έβγαινε γάργαρο και δροσερό και πίναμε, πίναμε χωρίς σταματημό. Το είχαμε για παιχνίδι και το σπρωξίδι έδινε και έπαιρνε με τέτοια ένταση που όλο και κάποια θα στραβοπάταγε και θα γινόταν μούσκεμα πέφτοντας στη γούρνα. Γιατί αυτές τις εκδρομές τις κάναμε όλα τα κοριτσόπουλα της γειτονιά μαζί, είτε το κοπάνισμα ήταν του ενός σπιτιού είτε του άλλου.

« Θα σας δώσουμ΄ καμιά μι τουν κόπανου…» οι φωνές των μανάδων μας.

«Έχουμ΄ τ΄ντέλεψή (κούραση) μας, έχουμ΄κ΄αυτά να μας ντραλίζνι (ζαλίζουν) αποπάνω», έλεγαν η μια στην άλλη, σπρώχνοντας προς τα πίσω το μαντήλι που είχαν στα κεφάλια τους για τον ήλιο.

Εμείς σημασία δεν δίναμε στα λόγια τους και ψάχναμε να βρούμε φύλλα πλατιά να τα αφήσουμε στο νερό μέσα στη γούρνα και να τρέξουμε ξοπίσω τους, καθώς αυτά έμπαιναν στο αυλάκι μετά προς τον ελαιώνα. Το στοίχημα ήταν ποιανής το «καραβάκι» θα έφτανε πιο μακριά, χωρίς να αναποδογυριστεί. Καμιά φορά τα «επανδρώναμε» κιόλας. Τί μας έφταιγαν τα φτωχά τα μυρμηγκάκια που με το ζόρι τα βάζαμε επάνω στο φύλλο και τα στέλναμε στον βέβαιο αφανισμό τους… Το εξομολογήθηκα κι αυτό και πάει… Και μετά σου λένε πως οι παιδικές καρδούλες είναι αθώες!

Στην κατηφόρα από τα τελευταία σπίτια του χωριού προς τη βρύση ήταν και μια μεγάλη μουριά. Αυτό το φρούτο δεν το είχαμε στη γειτονιά μας και μόλις χορταίναμε τα παιχνίδια με το νερό ανηφορίζαμε λίγο  και με τη βοήθεια ενός μπαστουνιού προσπαθούσαμε να κατεβάσουμε τα μούρα που ήταν στην εποχή τους τότε και ολόγλυκα.

«Αχρόνιαγα, μούσκουρους γίνατ΄», οι μανάδες μας που έβλεπαν τα μούτρα μας, τα χέρια μας αλλά και τα φουστάνια μας καταλερωμένα από τα λιωμένα μούρα.

Πριν το μεσημεράκι ανηφορίζαμε και πάλι για την Κουμούλα, περνώντας χαμηλά μπροστά από το τελευταίο σπίτι που μας φάνταζε στοιχειωμένο έτσι  ξεμοναχιασμένο που ήταν  απ΄τ΄άλλα και  τρέχαμε γρήγορα να το προσπεράσουμε μη τυχόν και καμιά κακιά…μάγισσα έκανε την εμφάνισή της και μας τσουβάλιαζε μέσα. Λίγο πιο κάτω άρχιζαν οι σπηλιές με τις αλεπούδες, που τις ακούγαμε την νύχτα από την Κουμούλα, ποτέ όμως δεν τις είχαμε δει, ούτε και πλησιάζαμε προς τα κει.

Από τα στρωσίδια όσα δεν είχαν προλάβει να στεγνώσουν τα άπλωναν στις ταράτσες και στα μπαλκόνια της γειτονιάς. Στο μεσημεριανό τραπέζι ο πατέρας ρωτούσε με νόημα, πώς τα περάσαμε στον κάτω μαχαλά, ευχαριστημένος ο ίδιος που δεν ήταν μέρος του δρώμενου, γιατί το κοπάνισμα ήταν και αυτό γυναικεία δουλειά, παρόλο που ήθελε αντρικά μπράτσα η όλη υπόθεση.

Κι εμείς που μόνο τα σοκάκια είχαμε στο μυαλό μας, χαιρόμασταν που τελεμένες οι μανάδες μας θα έπεφταν για ύπνο και δεν θα έπαιρναν είδηση το μεσημεριάτικο ξεπόρτισμά μας. Θα έβγαιναν το απόγευμα πάλι στο κουσούλτο να τα πουν με τις γειτόνισσες και να ξεσκάσουν.

Μόνο μια και μοναδική φορά, θυμάμαι, το κοπάνισμα έγινε ψηλά στις βρύσες του Αι-Γιώργη. Από κοντά κι εμείς φυσικά. Δεν είχε όμως παιχνίδι με το νερό καθότι ήταν σκεπασμένες οι βρύσες εκεί, ούτε μουριά για να ξεδώσουμε. Έτσι όταν κάποια στιγμή κατέφτασε η θεία Πανωραία, δεύτερη ξαδέρφη της μαμάς μου, που είχε παντρευτεί τον θείο Χαράλαμπο και έμεναν ψηλά στον Αι-Γιώργη, προς την Αγία Τριάδα μεριά, μετά χαράς πήγαμε μαζί της, όταν μας το πρότεινε. Είχε μια μεγάλη αμυγδαλιά στον κήπο της και σπάζαμε με μια πέτρα στην αυλή τα φρέσκα αμύγδαλα, που δεν είχαν ακόμα προφτάσει να σκληρύνουν. Πρωτόγνωρη γεύση!  Ήταν υφάντρα στο μεροκάματο, αλλά ας περίμενε ο έμπορας, είπε, καθώς έμπαινε στην κουζίνα να ετοιμάσει το μεσημεριανό για τις παλιές της τις γειτόνισσες από την Κουμούλα. Δεν θα της άφηνε έτσι ξενηστικωμένες και κουρασμένες να πάνε πάλι κάτω στα σπίτια τους, είχε κάνει το κουμάντο της, όταν ειδοποιήθηκε. Για μας τα παιδιά τηγάνισε πατατούλες και από ένα αυγό μάτι.

Αλλά το πιο γλυκό και αυτό που με νοσταλγία θυμάμαι ήταν, ότι έστρωσε, μετά το φαγητό, τις κουρελούδες στον επάνω όροφο στο σπίτι της που ήταν αβέρτο, δηλαδή δεν είχε χωριστεί σε δωμάτια, έφερε καθαρά σεντόνια και πέσαμε όλες μαζί, μανάδες και παιδιά, στρωματσάδα να κοιμηθούμε, όσο τα στρωσίδια θα στέγνωναν έξω στην αυλή. Μαζί και ο Κωστάκης ο γιός της -έφυγε νωρίς ο ξάδερφος αφήνοντας πίσω του την θεία Πανωραία, ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει- που δεν έχανε τέτοιες ευκαιρίες για να μας τσιγκλάει εμάς τα κορίτσια από την γειτονιά της γιαγιάς του της Γιωργίας και ας είμασταν και μεγαλύτερές του!  Η στρωματσάδα αυτή είναι από τα γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας που πάντα τα φέρνω με νοσταλγία στη μνήμη μου.

 Η φωτογραφία είναι από το ιστολόγιο DELPHI – PHOTO - HISTORY και από το οικογενειακό αρχείο της Λουκίας Θεωδοράκη, όπου γυναίκες των Δελφών πλένουν τα χειμωνιάτικα ρούχα τους και υφαντά του σπιτιού των στη πηγή του Κεφαλόβρυσου των Δελφών το 1957.