Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Μια βόλτα στην Αράχωβα του 1931.

 

Ἡ Ἀράχωβα κόσμημα τῆς ὑπαίθρου μας, αἱ φυσικαί καλλοναί της

Ἐντυπώσεις τῆς κ. Ἀθαν. Μαγιάκου

 

Κοπάδι ἄμετρο νοσταλγικά πουλιά,
στά βράχια σου φωλιάσαν μου οἱ λογισμοί.

Βραχοπελέκητο χωριό τραχύ
πού κρεμαστή φαντάζεις ἀετοφωλιά.

 Πόσες λαχτάρες μου, πόσες χαρές
                             δροσόπνοο ἀγαπημένο χωριουδάκι
                             στίς πράσινές σου κρατᾷς τίς ἀγκαλιές
                             πού γελαστό τίς εὐλογάει τ’ ἀμπελάκι.

Κάτι ἀπ’ τό «εἶναι» μου καί σύ κρατᾷς
εἰρηνικό, ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι,
πού τή λαχτάρα τή σπαρταριστή κάποιας βραδιᾶς
μ’ ἀνιστορεῖς στό πρᾷο τό βραδάκι.

 Ἀφήνοντας κανείς τούς Δελφούς καί προχωρώντας τόν δημόσιο δρόμο, ἀντικρίζει ἀπό μακριά κρεμασμένη πάνω σέ ἀπότομη πλαγιά, σωστή ἀετοφωλιά, τήν Ἀράχωβα τοῦ Παρνασσοῦ.

Ἡ ἄγρια ὀμορφιά καί ἡ τραχιά χάρη της συνεπαίρνει ἀμέσως τόν ταξιδιώτη. Οἱ μεγαλόπρεπες γραμμές τῶν γύρω βουνῶν της λές καί ἀναδίδουν μιά ὑπερκόσμια μουσική, μιά τιτάνια συμφωνία πού ἐπιβάλλεται καί μάλιστα καταθλίβει τήν ἀνθρώπινη ψυχή.

Προχωρώντας κανείς μέ τό αὐτοκίνητο ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι ἀνεβαίνει πρός τά σύννεφα, αἰσθάνεται τήν περίεργη ἡδονή πού ἔχομε καμμιά φορά στά ὄνειρα, ὅταν βλέπομε ὅτι πετᾶμε.

Δεξιά, μέσα σέ βαθιές χαράδρες, ὀργιάζουν οἱ ἀσημοπράσινες ἐλιές πού ξεχύνονται, πότε σά καταρράκτες καί πότε σά ποτάμια, ἐνῷ ἀριστερά οἱ ἀπότομες κοφτερές κορφές τοῦ βουνοῦ ἀκουμπᾶνε θαρρεῖς στόν οὐρανό. Κἄπου ἐκεῖ, ἕνα γαλήνιο ἐκκλησάκι, φρουρημένο ἀπό τρία αὐστηρά κυπαρίσσια, σκορπάει γύρω του εἰρήνη καί ἠρεμία. Σέ μιά ἄλλη καμπή μιά ψηλή μοναχική λάκκα ἁπλώνει τόν στενόμακρο ἴσκιο της στολισμένη μέ τή χάρη τῆς σιωπῆς καί τῆς μόνωσης.

Ἕνα κατσίκι ἀνεβασμένο πάνω σέ ἕνα βράχο, σέ μιά ἀνάταση ὅλο ζωή κοιτάζει μέ τά κεχριμπαρένια μάτια του τό αὐτοκίνητο πού περνάει. Μιά ἀκόμη στροφή, ὅπου πάνω σέ ἕνα ἀντιαισθητικό τεχνητό βραχάκι ἡ προτομή τοῦ Καραϊσκάκη διαγράφεται στόν φόντο τῶν ἡρωικῶν βουνῶν πού πολέμησε καί μπαίνομε στό χωριό.

Ἡ εἴσοδος τοῦ χωριοῦ παρουσιάζει ὅλη τήν ἀθλιότητα, τήν συνήθη στά ἑλληνικά χωριά. Ἀκαθαρσίες ζώων σκορπισμένες ἐδῶ κι ἐκεῖ, ταβέρνες μέ την ἀνυπόφορη μυρωδιά τοῦ ψηνομένου κατσικιοῦ, μικρομάγαζα μέ κρεμασμένα καρπίτια Ἀραχωβίτικα καί τσάντες, βρῶμα καί ἀκαταστασία.

Ἡ πλατεῖα τοῦ χωριοῦ μικρή καί περιορισμένη, τριγυρισμένη ἀπό σπίτια, δέν παρουσιάζει τίποτε τό ἰδιαίτερο. Τό μόνο της στολίδι εἶναι ἡ μαρμαρένια βρύση πού χύνει διαρκῶς τά νερά της ἀπό τούς τρεῖς κρουνούς της, ἡρῷο συγχρόνως τῶν πεσόντων στούς πολέμους Ἀραχωβιτῶν, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα εἶναι σκαλισμένα στό μάρμαρο καί πρῶτο ἀπό ὅλα δέν ξέρω γιατί, τοῦ βασιλέως Γεωργίου.

Τό χωριό εἶναι κτισμένο ἀμφιθεατρικῶς, στήν κορυφή του δε, εἶναι ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μέσα στό ἱστορικό περίβολο πού πολέμησε ὁ Καραϊσκάκης καί ὅπου βλέπει ἀκόμα κανείς τίς πολεμίστρες στόν γύρω τοῖχο. Στά σπίτια πού εἶναι γύρω ἀπό τόν Ἁγιο Γιώργη κάθονται οἱ περισσότεροι ξένοι πού παραθερίζουν στό χωριό. Κάθε πρωί μαζεύονται ὅλοι στήν μικρή πλατεῖα πού εἶναι μπροστά ἀπό τόν περίβολο τῆς ἐκκλησίας καί κάτω ἀπό βαθύσκια πλατάνια, δίπλα σέ τραγουδιστά τρεχούμενα νερά, ἀπολαμβάνουν τό ζωογόνο βουνήσιο ἀεράκι, πού πάντα φυσάει στό μέρος αὐτό καί αἰσθάνονται τό κορμί τους νά λούζεται στή βουνήσια δροσιά. Μιά γραφική ἀκόμη νότα δίνουν στήν πλατειούλα αὐτή οἱ Ἀραχωβίτισσες, πού καθισμένες μέ τίς ρόκες τους στήν γύρω πεζούλα, γνέθουν κουτσομπολεύοντας διαρκῶς ὅλα τά παράξενα τοῦ χωριοῦ.

Γενικῶς, ἡ Ἀράχωβα εἶναι ἕνα χωριό πού ἔχει πολύ χαρακτῆρα δικό του, πολύ χρῶμα. Ἀνεβαίνοντας τά καλντερίμια του, γεμᾶτα γραφικότητα καί μεσαιωνισμό, φτάνεις ἄξαφνα σέ κάποιο ἀδιέξοδο, ὅπου ἀντικρίζεις ἕνα χαριτωμένο ἀραχωβίτικο σπιτάκι, μέ τήν χαρακτηριστική καμαρωτή πόρτα τριγυρισμένη μέ ἕνα φεστόνι ἀπό ἀμπελάκι, τό ὁποῖο κορνιζάρει ἐπίσης τό παράθυρο καί τό ἀπαραίτητο μπαλκόνι, ὅπου ξεσπᾶνε ὅλο χαρά τά γαρούφαλα, οἱ κατηφέδες, τά γεράνια, οἱ μπεγκόνιες, ἤ μοσκοβολᾶνε οἱ ἀρμπαρόριζες καί τά βασιλικά.

Στήν κορνίζα μιάς ἄλλης καμαρωτῆς πόρτας, κάποια γριά ἀσπρόμαλλη, σά Μοῖρα, γνέθει τη ρόκα της. Στή στροφή ἑνός καλντεριμιοῦ μιά γραφική βρύση χύνει τά κρύα της νερά, καμαρωτά χτισμένη κι αὐτή μέ ἀγριολούλουδα καί ἀγριοχόρταρα, πού ἁπλώνουν γύρω-γύρω τά πλοκάμια τους. Καί πάντα σά φόντο ἤχινο τά τραγουδιστά νερά, πού χύνονται ἀπό τίς βρύσες τοῦ  Ἄϊ Γιώργη στά περιβόλια καί στά καλντερίμια καί γεμίζουν μουσική τόν ἀέρα.

Ἐκεῖνο, ὅμως, πού γιά μένα ἔχει τό μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον, ἐκεῖνο πού ἐπιβάλλεται καί καταπλήσσει τήν ψυχή, εἶναι ἡ ἀνατολική πλευρά τοῦ χωριοῦ. Πάνω ἀπό τίς χαμηλές πλαγιές, ὅπου τό ἀμπελάκι ἔχει κεντήσει μύρια πλουμίδια σέ ὅλους τούς τόνους τοῦ πράσινου ἀρχίζουν οἱ μεγαλόπρεπες δασωμένες πλαγιές τῶν ἀπέναντι βουνῶν ὅπου μαυρολογάει τό ἔλατο αὐστηρό καί λιτό. Ἀλήθεια, αἰσθάνεσαι πώς δέν μπορεῖ ἐδῶ πάνω παρά νά εἶναι κατοικία Θεῶν, ἰδίως τήν ἐντύπωση αὐτή σοῦ τήν δίνει ἡ ἀπότομη φαλακρή κορυφή πού εἶναι ἀκριβῶς πάνω ἀπό τό χωριό στήν ἀνατολική πλευρά, ὅπου νομίζεις ὅτι πίσω ἀπό τά σύννεφα, μέ τά ὁποῖα σχεδόν πάντα εἶναι σκεπασμένη κάποιος Θεός ἀγναντεύει. Μεγάλα μαῦρα πουλιά διαγράφουν κύκλους στόν οὐρανό αφήνοντας κάπου-κάπου μιά ἄγρια κραυγή. Ἕνα μεγάλο πνεῦμα εἶναι διάχυτο παντοῦ στόν ἀέρα, κάτι πού φέρνει τήν ἀνθρώπινη ψυχή κοντύτερα πρός τό βαθύ νόημα τῆς Δημιουργίας. Ἡ Ἀράχωβα εἶναι ἕνα τοπεῖο, εἰς τό ὁποῖο δέν ταιριάζει καθόλου ὁ ἥλιος καί τό φῶς. Τοῦ ταιριάζουν τά σύννεφα, οἱ κρωγμοί τῶν ὄρνιων, οἱ βροντές, οἱ κεραυνοί.

Στή δυτική ὅμως πλευρά τοῦ χωριοῦ τό τοπεῖο ἀλλάζει ὄψι. Ἐκεῖ γίνεται κάθε ἀπόγευμα ὁ περίπατος τῶν παραθεριζόντων. Ἀκολουθῶντας ἕνα γραφικό μονοπάτι ἀνάμεσα σέ σκίνα καί ἀγριοχόρταρα, συναντᾷς σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τήν πλατεῖα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μιά ἄλλη πλατεῖα ἐρημική, ὅπου πέντε πανύψηλα πλατάνια σαλεύουν ὡς τά οὐράνια τά δαντελλωτά τους φυλλώματα, ἀνάμεσα στά ὁποῖα προβάλλουν τά ρόδα τῆς δύσης. Μετά τά «πλατανάκια», ὅπως λέγονται, τό μονοπάτι στρίβει δεξιά ἀνάμεσα στήν ἀγκαλιά τοῦ βουνοῦ πού εἶναι πλημμυρισμένη ἀπό τό πράσινο ἀμπελάκι πού κατεβαίνει χαρούμενο ἕως κάτω στήν ρεματιά.

Ἐδῶ τό τοπεῖο γιορτάζει σέ χρώματα. Ὅλες οἱ γκάμες τοῦ πρασίνου, τοῦ ρόζ καί τοῦ μπλέ παστέλ. Στό βάθος ἡ Γκιώνα, σπαρμένη ὁλόκληρη μέ ζουμπούλια, διαγράφει τή σιλουέτα της στόν ροδισμένο οὐρανό, ἐνῷ ἀριστερά βυθισμένα σέ γαλανή θάλασσα ἀχνογράφονται τά βουνά τῆς Πελοποννήσου μέ ἁπλωμένο στά πόδια τους τό ἀπίθανο θολό ἀτλάζι τοῦ Κορινθιακοῦ. Ἀπό ἐδῶ βλέπει κανείς ἕνα κομμάτι τῶν Δελφῶν, τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν Κασταλία, τό μουσεῖο, στό βάθος δέ τόν ἀπέραντο ἐλαιῶνα τοῦ Κρισσαίου πεδίου πού ἁπλώνεται σά μεγάλη βαθυπράσινη λίμνη. Ἤρεμα καί εὐγενικά ὑψώνουν τήν θλίψη τους τά κυπαρίσσια τοῦ νεκροταφείου τοῦ χωριοῦ, πού στήν κορυφή του ἕνα ἐρειπωμένο μικρό ἐκκλησάκι μέ δυό πεῦκα δίπλα του γυρτά ἀπό τό ἕνα μέρος ὅλο ἐγκαρτέρησι κορνιζάρει στήν καμαρωτή του πόρτα ἕνα κομμάτι ροδισμένου οὐρανοῦ.

Εἰρήνη καί ἡρεμία ἀπλώνει παντοῦ τήν εὐλογία της καί στήν ἀπόλυτη σιωπή ἀκούει κανείς ποῦ καί ποῦ κἄποιο κουδούνι ἀπό πρόβατα νά ἀντηχῇ. Μακριά στά βουνά φωτιές ἀρχίζουν νά ἀνάβουν νοσταλγικά, τό νέο φεγγαράκι λάμπει στόν οὐρανό λεπτό καί φίνο σάν σπάνιο κόσμημα, ἀνάμεσα δέ ἀπό τούς κορμούς τῶν κυπαρισσιῶν σάν στοργικά μάτια σας κοιτάζουν τά καντηλάκια τῶν νεκρῶν πού λές καί κείτονται ἤρεμα καί χωρίς θλίψη κάτω ἀπό τό ἀνάλαφρο χῶμα. Κἄπου, κἄπου συναντάει κανείς καμιά νέα Ἀραχωβίτισσα πού γυρίζει ἀπό τ’ ἀμπέλι της φορτωμένη σταφύλια, ἤ κανένα χωρικό πού γυρίζει πάνω στό ζῶο του νά ξεκουραστῇ ὕστερα ἀπό τόν κάματο τῆς ἡμέρας. Οἱ στίχοι τοῦ Κρυστάλλη ἔρχονται στό νοῦ μου:

 

Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τή ζωή σας

τήν ἀπλοϊκή σας τή ζωή πὤχει περίσσιες χάρες.

Καί πιό πολύ τόν μαγικό ζηλεύω γυρισμό σας

ὄντας ἡ μέρα σώνεται καί βασιλεύει ὁ ἥλιος.

Αθαν. Μαγιάκου

ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο "Ἡ Ἀράχωβα διά τοῦ τύπου ἀπό τὸ 1826 ἕως τὸ 1940"