Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Τα Κουκουριώτικα (VII)


 

Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50
έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 

 14. Τέλος, μερικά κωμικά κι ευτράπελα.

Ο Γέρο Στάθης, ο πατέρας του Γιάννη, του παιδικού μου φίλου, ήταν ένας αγαθός άνθρωπος, καθόλου αυστηρός ή καταπιεστικός προς τα παιδιά του, και δεν είχε λίγα,  πέντε (5) τον αριθμό! Για να τα φέρει  βόλτα, εκτός από την ασχολία του στα κτήματά του έκανε και τον αγωγιάτη, μεταφέροντας αραχοβίτικα προϊόντα - κυρίως κρασί - σε χωριά του κάμπου.    

Είχε ένα ιδιότυπο και παραστατικό τρόπο να διηγείται ιστορίες, κι εμείς τα παιδιά προσέχαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αφηγήσεις του, είτε στο λάκκο, τη Λαμπρή, είτε σε κάποιο καλοκαιρινό κουσούλτο. Μάλιστα, είχε τη συνήθεια, να διανθίζει τις διηγήσεις του συχνά με το στερεότυπο: Toυ λοιπόν κει χάμου”. Μόλις, τον άκουγα να μιλάει, σε ομήγυρη, από τη μια πρόσεχα τις ιστορίες του και από την άλλη μετρούσα:  “τα λοιπόν κεί χάμου”.

Κάποια φορά ξεκίνησε να διηγείται ένα περιστατικό από ένα ταξίδι του στην Αθήνα. Το...λοιπόν κει χάμου, είχε βρεθεί στην Πρωτεύουσα για κάποια σοβαρή δουλειά  και φιλοξενήθηκε - που χρήματα τότε για ξενοδοχείο - σε  σπίτι πλούσιου Αραχοβίτη,μάλλον συγγενή του. Βγήκαν το βράδυ σε κάποιο καφενείο - ζαχαροπλαστείο, δεν θυμάμαι ακριβώς τι είχε πει, κι εκεί παράγγειλε ένα τσάι, το οποίο πήρε στα χέρια του ζεστό-ζεστό και προχώρησε να κάτσει στην καρέκλα του, η οποία,όμως, ήταν όπως αυτές του σινεμά, και μη γνωρίζοντας το χειρισμό της, βυθίστηκε μέσα, οπότε σύμφωνα με την αυτολεξεί  διήγησή του:

«Του λοιπόν κεί χάμου, βρεθήκαν τα πόδια μ’ τουν ανήφορου τσι του τσάι  στου σβέρκου!”.

Εμείς, παρότι ήμασταν μικροί, καταλάβαμε το κωμικό της σκηνής, διότι την εποχή εκείνη στην Αράχοβα είχανφτιαχτείδυο κινηματογραφικέςαίθουσες και γνωρίζαμε από τέτοιου είδους καθίσματα. Έπεσε, έτσι,πολύ γέλιο στην ομήγυρη και έκτοτε η παραπάνω φράση:

Του λοιπόν τα πόδια τουν ανήφορου τσι του τσάι  στου σβέρκου!” έμεινε παροιμιώδης στη γειτονιά μας.

Μια άλλη φορά, διηγήθηκε ένα περιστατικό από την εποχή που υπηρετούσε στρατιώτης, σε κάποιο Σύνταγμα στη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια του Εθνικού διχασμού. Είχε την ειδικότητα του σαλπιγκτή κι ενώ βρισκόταν στη φωλιά των βενιζελικών, πώς του ήρθε, ούτε κι αυτός το κατάλαβε, και σάλπισε το βασιλικό εμβατήριο: “Του αετού ο γιός”.

Αμέσως, ο βενιζελικόςδιοικητής τον διέταξε να σταθεί προσοχή και κάλεσε όλη τη στρατιωτική μονάδα να περάσει μπροστά από το σαλπιγκτή μας και να τον χαιρετίσει με ένα πρωτότυπο τρόπο!

 Σύμφωνα πάλι με την αυτολεξεί διήγησή του:

“Του λοιπόν κεί χάμου, στάθ’καπρουσουχή, τσιρχόταν ου κάθε φαντάρους μι βήμα, τσ’ αφού στεκόταν μπροστά μ’, μού ’ρ’χνι μι δύναμ’ ένα φτύσ’μου. Τα μούτρα μ’ γεμίσαν ρόχαλα.Ούλοι  γιλάγαν μι μένα!”

Τονγερο Στάθη, όμως, τον έχω συνδέσει στη μνήμη μου και με ένα άλλο έντονο περιστατικό της παιδικής μου ηλικίας, το οποίο αρχικά ξεκίνησε με τρόμο, για να καταλήξει σε θαυμασμό. Πρέπει να ήταν η χρονιά που πρωτοπήγα στο σχολείο. Ο αδελφός μου,ο Παναγιώτης,ήταν μαθητήςτηςΓ΄ Δημοτικού και ο αδελφός μου,ο Λουκάς, ήταν μαθητής της Στ΄ Δημοτικού.

Εκείνο το πρωινό,από θαμπά, οι γονείς μας είχαν φύγει για τις ελιές. Εμείς σηκωθήκαμε και ετοιμαζόμαστε για το σχολείο. Η φωτιά που είχε ανάψει από νωρίς η μάνα μου για να μαγειρέψει, πριν φύγει για τη δουλειά, έκαιγε ακόμη.Ο Λουκάς που είχε συνάχι και πάντα σε τέτοια περίπτωση έκανε τα δικά του γιατροσόφια, μύριζε οινόπνευμα, θεωρώντας ότι έτσι θα γινόταν απόφραξη της μύτης του.

Σκέφτηκε, τότε, έχοντας πάντα την περιέργεια του πειραματισμού, να αδειάσει το υπόλοιπο οινόπνευμα από το μπουκάλι στη φωτιά που έκαιγε, για να θαυμάσουμε το “λαμπρό” (μεγάλη φλόγα) του τζακιού.

Η εύφλεκτη,όμως, ποσότητα που χύθηκεήταν μεγάλη, κι έτσι το τζάκι μας κυριολεκτικά λαμπάδιασε και ανέβηκαν ψηλά  οι φλόγες, με αποτέλεσμα να αρπάξει φωτιά η γύρω καπνιά και στη συνέχεια η καπνιά του φουγάρου.Στη συνέχεια, με το ρεύμα του αέρα που υπήρχε, λόγω της ανοικτής πόρτας του δωματίου, άρχισε να καίγεται το φουγάρο του τζακιού με θόρυβο έντονης πυρκαγιάς και η αρχική έκπληξη, γρήγορα, μεταβλήθηκε σε τρόμο.

Ο Λουκάς πετάχτηκε ψύχραιμος στο δρόμο ζητώντας βοήθεια. Για καλή μας τύχη,εκείνη την ώρα, περνούσε απέξω ο γερο Στάθης με τη γυναίκα του, πηγαίνοντας σε κάποιοκτήμα τους.Αυτός, αμέσως μόλις κατάλαβε τον κίνδυνο, μπήκε μέσα στο σπίτι μας φουριόζος και κατευθύνθηκε στη φωτοκαγιά.

Και, τότε,τον άκουσα να λέει προστακτικά:

-«Βάλτι μουρέ του κουρτσίδι μπρουστά!»

κι αμέσως άρπαξε το χαλί που βρισκόταν στρωμένο μπροστά στο παράσταθο, το σήκωσε κατακόρυφα και περικύκλωσε  με αυτό το τζάκι για λίγη ώρα, προξενώντας ασφυξία στη φωτιά, αφούδεν μπορούσε πλέον να τροφοδοτηθεί με οξυγόνο. Αμέσως, ο θόρυβος της φωτιάς σταμάτησε και σε λίγα λεπτά της ώρας το φουγάρο είχε σβήσει.

Εμείς τα παιδιά νιώσαμε, τότε, μεγάλη ανακούφιση, νιώσαμε ότι έγινε μπροστά στα μάτια μας ένα θαύμα. Ο γερο Στάθης, απλώς, είχε εφαρμόσει βασικό νόμο της φυσικής, τον οποίο γνώριζε, όχι μέσα από χαρτιά και βιβλία, αλλά εκ πείρας. Εκείνη τη στιγμή, για μας τα τρία αδέλφια,ο μπαρμπα Στάθηςυπήρξε ο καλός μας φύλακαςάγγελος.

Το περιστατικόαυτό δεν το ξέχασα ποτέ. Κι όταν, αργότερα, σε μεγαλύτερη τάξη του σχολείου,μαθαίναμε το ρόλο του οξυγόνου στην καύση, ήξερα εκ πείρας πλέον, και πολύ καλά μάλιστα, τι προσπαθούσε να μας εξηγήσει, σχετικά, ο δάσκαλός μας.   

***

Μια γειτόνισσά μας, παρότι είχε πολλά παιδιά,τη φωνάζαμε μικροί - μεγάλοι με το μικρό της όνομα. Ήταν από διπλανό χωριό και είχε  διαφορετική νοοτροπία από τις άλλες γειτόνισσες. Δεν κρατούσε τους συνήθεις τύπους, δεν την πολυένοιαζανδηλαδή τα κουτσομπολιά, δεν νοιαζόταν για το πώς θα τη χαρακτηρίσουν οι άλλοι κι έτσι, ήταν πιο ελεύθερη στα λόγια της καιδεν υποκρινόταν στο φέρσιμό της.

Αγωνιζόταν να αναθρέψει τα παιδιά της με στερήσεις και η μόνη της διασκέδαση ήταν οι Αποκριές, γιατί της άρεσε να ντύνεται μασκαράς. Έτσι, κάθε Αποκριά, εντασσόταν στο γκρουπ της Νίτσας, εγγονής της θεια Μαριώς της Ζαβίνας, το οποίογκρουπ γύριζε το χωριό, περνώντας από τις φωτιές πουάναβαν σε κάθε γειτονιά, επισκεπτόταν σπίτια φίλων και συγγενών, κι επίσης περνούσε και από τα καφενεία της Αγοράς.

Ένα καλοκαιρινό,λοιπόν, απομεσήμερο, ενώ έπαιζα με το Γιάννη και τον Κώστα έξω από το σπίτι μου, ξαφνικά είδα μακριά στο δρόμο να έρχεται προς το μέρος μας ένας ντυμένος μασκαράς! Φορούσε τραγιάσκα στο κεφάλι, τσεμπέρι στο μέτωπο, για να μην τον αναγνωρίζει κανένας, παντελόνι και σακάκι και  κρατούσε ένα ξύλινο ραβδί, με το οποίο άρχισε να μας απειλεί, όταν έφτασε κοντά μας. Στην αρχή, τρέξαμε φοβισμένοι στη σκάλα μου. Μασκαράς τον Αύγουστο(!), δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο πράγμα. Μόλις,όμως, κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Νίτσας, πήραμε θάρρος και τον ακολουθήσαμε  διακριτικά.

Ο μασκαράς άνοιξε την αυλόπορτα, ανέβηκε την πέτρινη σκάλα και η Νίτσα από το ξύλινο χαγιάτι, όπου βρισκόταν, μόλις τον αντιλήφθηκε με γέλιο, αλλά και ειρωνεία είπε:

-“Βρε καλώς του μασκαρά, τουν Αύγουστου!”.

Η γριαΜαριώ άκουσε τη φασαρία κι όταν αντίκρισε το θέαμα, επειδή  κατάλαβε ποια ήταν η μασκαρεμένη από άλλες ανάλογες περιπτώσεις, εκστόμισε:

“Βρες χάσ’ απουδώχαζου…..ά. Μου ’γινις  μασκαράς τουν Αύγουστου!” Ήταν, πράγματι, ένα αναπάντεχο καλοκαιρινό περιστατικό, που έβγαλε αρχικά ξάφνιασμα και φόβο, μετά γέλιο και στο τέλος απορία σε μας τα παιδιά που πήραμε χαμπάρι αυτό το αξέχαστο γεγονός.

Με αυτόν,όμως, τον ιδιόμορφο τρόπο η φτωχήγειτόνισσα θέλησε να εκτονωθεί. Ποιος ξέρει μέσαστο κατακαλόκαιρο τι βάσανα και τι στενοχώριες είχε, και το ότι ντύθηκε μασκαράς, ήταν σίγουρα γι’ αυτήν, το καλύτερο φυσικό αντικαταθλιπτικό, κι ας μην είχε ακούσει για τέτοιου είδους φάρμακα την εποχή εκείνη.

***

Το έθιμο Ριζιγκάρια, τη μέρα της  γιορτής του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα(23 Ιουνίου), είναι γνωστό σε όλουςότι έχει αρχαίες ρίζες. Διατηρήθηκε λίγο - πολύ σε όλες τις ελληνικές περιοχές μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες. Σχετίζεται με ένα είδος μαντικής και απαιτεί τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας, ώστε τα….«μαντέματα» να είναι ... έγκυρα.

Αυτά είχαν να κάνουν κατ’ αποκλειστικότητα με το όνομα του μελλοντικού γαμπρού για κάθε νεαρή κοπέλα.σημαντικό και πάντα ενδιαφέρον θέμα και για τον κοριτσόκοσμο του χωριού μας.

Είναι γνωστή λίγο - πολύ η σχετική διαδικασία, που απαιτεί μια στάμνα  με νερό, όπου μέσα ρίχνουν οι κοπελιές τα δικά τους διακριτικά, με βάση τα οποία θα δοθεί το μάντεμα στο τέλος της όλου δρώμενου.

Στη γειτονιά μου βίωνα αυτό το έθιμο από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου και μέχρι τη δεκαετία του ΄60. Θυμάμαι τις ανύπαντρες της γειτονιάς να πρωτοστατούν κι αυτό το γεγονός εξελισσόταν σε σωστό πανηγύρι, με χαρούμενες φωνές και πολλά γέλια.

Είχα πια μεγαλώσει, όταν το συγκεκριμένο απόγευμα εκείνου του Ιουνίου ήρθαν οι νιες γειτόνισσες και παρεκάλεσαν τη μάνα μου να διεξαχθεί εκείνη τη φορά η τελική φάση του εθίμου στη σκάλα μας και στο έμπα της ευρύχωρης εισόδου του σπιτιού μας. Αυτή δεν είχε αντίρρηση, δεδομένου ότι ο πατέρας μου έλειπε από το σπίτι - είχε φύγει για την αγορά. Έτσι, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος στην εξέλιξη του όλου δρώμενου.

Έτσι, μετά από λίγο,μεταφέρθηκε στην πόρτα μας η μαντική στάμνα, που υποτίθεται ήταν έτοιμη από το προηγούμενο βράδυ και οινιες, αλλά και οι μεσόκοπες καθώς και κάποιες γριές της γειτονιάς μαζεύτηκαν στη σκάλα,περιμένοντας την όλη διαδικασία να αρχίσει.

Τα παιδιά που παρακολουθούσαν το συμβάν και ταυτόχρονα παίζανε στο δρόμο, δίπλα στη γυναικεία ομήγυρη,αντίκρισαν, ξαφνικά, από μακριά τον πατέρα μου να έρχεται. Φαίνεται είχε κάνει τα ψώνια του, είχε πιεί τον καφέ του κι επέστρεφε ήρεμος στο σπίτι του.

Αυτός, ως πιστός και ευλαβής χριστιανός, είχε την άποψη ότι τέτοιου είδους έθιμα ήταν ειδωλολατρικά κατάλοιπα, αν όχι δαιμονικά, κι επομένως θα έπρεπε να εκλείψουν, και οι γυναίκες θα έπρεπε να ασχολούνται με τις δουλειές τους και όχι με τέτοιου είδους πρακτικές. Μόλις, λοιπόν, πλησίασε στο σπίτι και είδε κόσμο, ρώτησε με σοβαρότητα τι συμβαίνει; οι γυναίκες μαζεύτηκαν με κάποιο φόβο, και προσπαθούσαν να μαντέψουν τις αντιδράσεις του.

Μια τόλμησε να του πει:

-“Να, Μπαρμπα Γιάννη, ανοίγουμ’ τα ριζιγκάρια”.

Τι το ’θελε και το εκστόμισε.  Ο πατέρας μου έγινε έξαλλος, και μονολόγησε αυστηρά:

-“Ριζιγκάρια;” κι άρπαξε παρευθύς τη στάμνα με το νερό και τα διακριτικά των κοριτσιών, και την τίναξε με ορμή μακριά, λέγοντας αυστηρά:

-“Μπρος, μπρος από δω, με τα ειδωλολατρικά σας έθιμα”!

Η στάμνα πήρε μια γρήγορη τροχιά κι έσκασε σεκομμάτια πάνω στον τοίχο του απέναντι σπιτιού, με αποτέλεσμα νερό και μαντέματα να καταβρέξουν τον κατάξερο  δρόμο και μαζί τον κυματοθραύστη τοίχο.

Η ομήγυρη διαλύθηκε αστραπιαία, άλλες γυναίκες φύγανε αριστερά κι άλλες δεξιά.Μόνο η γριαΚαλύβαινα, πάντα αθώα, κοντοστάθηκε και ρώτησε με αφέλεια τη μάνα μου:

-“Αρή Γιουργία, γιατί τα πέταξ' ου Γιάννης, τα ριζιγκάρια, ήταν  κακό;”.

Η μάνα μου,  σχετικά ψύχραιμη, της απάντησε:

“Φεύγα Καλύβαινα, φεύγα, δεν τουν ξέρ’ς τουν Ασ’μακόγιαννου;”

Έτσι, το έθιμο κι όλη η σχετική παράσταση του Κλήδονα εκείνη τη χρονιά στον Κούκουρα, μετατράπηκε σε μια άλλου είδους παράσταση, εξίσου όμως ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική για τα παιδιά της γειτονιάς, και όχι μόνο.

Δρώμενα αξέχαστα,ενός άλλου τρόπου ζωής, μιας ζωής απλής κι αφτιασίδωτης, με τις δυσκολίες της και τις στερήσεις της, αλλά και τις ομορφιές της. Δρώμενα μιας  εποχής που διάβηκε, αλλά άφησε βαθιά τα χνάρια της σε όλους εμάς, τότε, και μοιάζει τώρα μέσα μας τόσο μα τόσο ειδυλλιακή, σε σχέση με τη σημερινή πεζή, άνοστη, ξέφρενη κι αβέβαιη εποχή.

Στάθης Ασημάκης