Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Το έθιμο του αμίλητου νερού της Πρωτοχρονιάς



Του Γιώργου Οικονόμου

Η Πρωτοχρονιά ανήκει, ως γνωστόν, στις γιορτές του Δωδεκαημέρου, μιας χρονικής περιόδου, με δεισιδαιμονίες και παλιά έθιμα, που αρχίζει την παραμονή των Χριστουγέννων και τελειώνει ανήμερα των Φώτων. 

Την περίοδο αυτή οι θρησκευτικές αντιλήψεις αναμειγνύονται με τις αρχέγονες δοξασίες και συγκροτούν το σύστημα της λαϊκής πίστης η οποία εκδηλώνεται με τη λαϊκή λατρεία. Η συνύπαρξη αυτή είναι απαραίτητη, καθώς οι άνθρωποι δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσουν με τον ίδιο τρόπο τα φαινόμενα και τα περιστατικά της ζωής τους σε σχέση με τη φύση που τους περιβάλλει.

Στα έθιμα της Πρωτοχρονιάς, μεγάλη σημασία έχει ο φόβος για το άγνωστο, καθώς και οι επιδιώξεις για την ευημερία και την καλοχρονιά όλων των ανθρώπων. Γι αυτό ακριβώς όλες οι προλήψεις έχουν μεταφερθεί στον ερχομό του καινούριου χρόνου που κύριο μέλημα είναι η ομαλή μετάβαση από το γνώριμο στο άγνωστο, μέσα από έθιμα της λαϊκής λατρείας τα οποία συνδυάζονται με τα προχριστιανικά δρώμενα και τελετουργίες.

Στο πλαίσιο αυτό αναφέρεται το έθιμο του αμίλητου νερού, μιας ιεροτελεστίας, σύμφωνα με την οποία, οι νοικοκυραίοι καθώς πήγαιναν στις αραχωβίτικες βρύσες για να μεταφέρουν το νερό για τις ανάγκες του σπιτιού τους, είχαν μαζί τους ένα ρόδι και το Αι - Βασιλιάτικο γλυκό.

Αφού έφταναν στη βρύση, έπαιρναν το νερό, χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν, αφήνοντας εκεί ένα κομμάτι γλυκού (και παίρνοντας κάποιο άλλο) με απόλυτη σιωπή. Επίσης έπαιρναν και μία πέτρα γερή απ΄τη λεκάνη της βρύσης. Με το νερό αυτό έπλεναν το πρόσωπό τους και ράντιζαν τους χώρους του σπιτιού, ενώ ταυτόχρονα πετούσαν και την πέτρα στο πάτωμα του σπιτιού, με την ευχή, να πάνε όλα καλότυχα στη νέα χρονιά για τους νοικoκυραίους.

Ας δούμε πώς περιγράφει παραστατικά ο αείμνηστος Ηλίας Λιάκος το έθιμο του αμίλητου νερού:
«Ανάλαφρα σηκώνεται, ντύνεται πρόχειρα, παίρνει την πο καθαρή πετσέτα απ’ το σεντούκ, τον ντενεκέ που κουβαλάει νερό για πιόμα, εκείνον με το στεφάνι στον πάτο, με το μπουτσινάρι που ρίχνει μ’ ευκολία το νερό στην κούπα και με το καμπυλωτό χερούλι, από πάνω, διαλέι το καλύτερο αηβασιλιάτικο γλυκό, παίρνει ένα ρόιδο και τραβάει ίσια στη βρύση.

Στο δρόμο συναπαντήθηκε με την Αστέρω του Πατσαντάρα, απ΄τον πέρα μαχαλά.
Αλλά ούτε που κοιτάχτηκαν καθόλου. Βλέπεις το νερό πρέπει να είναι αμίλητο, έτσι το καλεί η μέρα. Σταυροκοπήθηκε, νίφτηκε τρεις φορές, ακούμπησε τις δύο παλάμες της στον κάλανο, έσκυψε μέσα και έπιε. Γέμισε τον ντενεκέ της, έριξε την πετσέτα στον ώμο, έβαλε το δικό της το γλυκό στην καμάρα της βρύσης, πήρε αυό που βρήκε, της Αστέρως, κι έβαλε το δεξί της χέρι ψαχουλευτά στη λεκάνια της βρύσης. Πήρε την πρώτη πέτρα από κει μέσα και με φωτισμένο πρόσωπο, ψηλή και στητή, κρατώντας στο ζερβί τον ντενεκέ και γέρνοντας δεξιά το κορμί, έχοντας απλωμένο προς τα όξω τα’ άλλο χέρι γι’ αντίβαρο κίνησε για το σπιτικό της. Αυτή τη φορά, μπαίνοντας, φρόντισε να χτυπήσει ο κύπρος της αυλόπορτας, για να ξυπνήσουν όλοι.
Απόθεσε τον ντενεκέ με το αμίλητο νερό στη θέση του και μπάινοντας στην είσοδο: «Όπους είνι γιουμάτου τούτου του ρόιδου, έτσ’ να είνι γιουμάτου κι τούτου του σπίτ’. Τα καλούδια πουτέ μη ντ’ απουλείψνι», είπε και έριξε το ρόιδο, τσουλιστά, απάνω στο εισοδόφυλλο, έτσι ώστε να φτάσει στον απέναντι τοίχο και να σκάσει.

Άνοιξε την κρεβατοκάμαρή της και τράβηξε ίσα στον άντρα της, που ανασηκωμένος στο κρεβάτι, την περίμενε.

Και χτυπώντας τον με την πέτρα της βρύσης απαλά στην πλάτη , του είπε:
« Όπους είνι γιρό τούτου του λιθάρ’ έτσι να είσι γιρός κι συ κι ούλη η φαμελιά μας». Και τον φίλησε τρυφερά. Ύστερα πήγε στην κάμαρη των παιδιών, στην πεθερά της, επαναλαμβάνοντας τα ίδια. Τέλος μπήκε στη σάλα, έδωσε μία στην πέτρα κι εκείνη κυλώντας πάνω στο σαλοκάρπιτο, σταμάτησε κάτω απ’ τον καναπέ.

Κι ώσπου να σηκωθούν και να ντυθούν οι άλλοι, αυτή πάει κάτω, στο κατώι. Τώρα θα πάρει δύο κούτσουρα. Σήμερα πρέπει να την παντρέψει τη φωτιά, γιατί έτσι πάλι το καλεί η μέρα.
Πρώτη η γριά σηκώθηκε και πήγε ίσια στην κουζίνα, για να νιφτεί με το αμίλητο νερό. Ο άντρας της κατόπι. Τα παιδιά χρειάστηκε να τα ξεσηκώσει αυτή, με χάδια και γλυκόλογα. Και εκείνα, πετάχτηκαν αμέσως επάνω, γιατί το ξέρουν απ΄τη γιαγιά τους, πως σήμερα πρέπει να είναι καλά παιδιά κι υπάκουα, για να’ναι έτσι όλο το χρόνο».


Χρόνια πολλά σε όλους!