Χρίστος Ε. Μαυρόπουλος
Αγαπητέ Στάθη,
Εύχομαι ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ και
μπόλικη πνευματική σοδειά!
Πήρα το βιβλίο σου…
Το πρώτο βιβλίο για
φέτος…
Νωρίς, νωρίς !
‘Όμως, πότε; Που; Και πώς;
Έτσι χωρίς μια
συγνεφιά, μια αστραπή, μια βροντή, λίγη βροχή βρε αδερφέ, ότι κάτι συμβαίνει…
Κάποιος, κάπου, κάτι
γράφει..!
Τίποτα !
Ούτε φωνή, ούτ’
αστραπή, ούτε ακρόαση !
Κατ’ ευθείαν ΜΠΑΜ,
σάμπως αστροπελέκι !
Και να’ σου στην
ξώπορτά μου ένα βιβλίο !
Ολοκαίνουριο, ολομόναχο,
λες κι έπεσε απ’ τον
ουρανό,
ή τάχατες πως το
ξαστόχησαν περαστικοί !
Μα οι διαβατάρηδες, στις
ξώπορτες δεν διαβάζουν και μάλιστα με βροχή.
Ίσως όμως τότενες να το
’φερε ο Αη Βασίλης.
Μα αυτός δώρα στις ξώπορτες
δεν αφήνει.
Αυτουνού τ’ αρέσουν οι
μουντζούρες, οι καπνιές, κι από τα τζάκια με
βιάση κατεβαίνει.
Άσε που τώρα τελευταία
γουστάρει και τη ΝΑSΑ, κι όλο ξωπίσω του τη
θέλει, για να μας δείχνει τάχατες για πού τραβάει η χάρη του, και που πετάει τη
σκούφια του και μας βροντογελάει !
ΧΟ! ΧΟ! ΧΟ!
Αχ, πολύ με μπέρδεψες
βρε Στάθη, πνευματικέ συνοδοιπόρε.
Χαμπάρι δεν πήρα, μήτε
και μυρουδιά,
πως μέρα νύχτα έγραφες,
το δώρο μας για την Πρωτοχρονιά !
Να ’σαι καλά, με την
καλή σου την καρδιά !