Του Στέργιου Μπακολουκά
Αφιερωμένο στους συμμαθητές μου, που όλοι τους χόρευαν ζεϊμπέκικο αλλά
ποτέ μόνοι τους. Ιδιαίτερα στο Λουκά που χόρευε ομορφότερα από όλους μας!
Ποιος είπε πως ο ζεϊμπέκικος είναι χορός μοναχικός; Πως τάχα ο χορευτής
κλείνεται στον εαυτό του και χορεύει
για …πάρτη του; Πως δεν βλέπει γύρω του,
γιατί βυθίζεται στις εσωτερικές του αναζητήσεις; Κάνει μάλλον λάθος! Γιατί ο
χορός αυτός είναι και χορός αντικριστός ή μάλλον καθαρά αντικριστός!
Ο πραγματικός Μάγκας δεν είναι
ποτέ μόνος του, έχει βαθιά μέσα του αναπτυγμένη, σε υπερθετικό βαθμό, την
αίσθηση της φιλίας, γι’ αυτό πάντα στους «νταλκάδες»
του συνοδεύεται. Παίρνει και δίνει στηρίγματα. Ακολουθεί και ακολουθείται.
Ό Μάγκας δεν χορεύει
ζεϊμπέκικο για ….πλάκα, ούτε ζητάει
αναγνώριση των χορευτικών του ικανοτήτων από κανένα. Έχει προηγηθεί μια
διεργασία συναισθηματικής κορύφωσης, κάτω από μια αλυσίδα παραγόντων που έχουν
πάντα αφή σε τέτοια συναισθήματα προερχόμενα κυρίως από συνάντηση φίλων. Όταν
λοιπόν σηκώνεται να χορέψει, αυτά
ακριβώς τα συναισθήματα εξωτερικεύει και
δεν το κάνει στο βρόντο, ούτε χορεύει πολλά συνεχόμενα τραγούδια, παρά μονάχα
ένα. Αναζητώντας τον κοντινό του που τον ξέρει, τον γνωρίζει, αυτόν που
αντιλαμβάνεται τα δικά του πατήματα, αυτόν που τον καταλαβαίνει, του απευθύνεται
και με χορευτικές κυκλικές, κοφτές κινήσεις τα «λέει» μαζί του. Αυτή η αρχέγονη χορογραφία, αν και δημόσια,
εξελίσσεται σε απόλυτα προσωπικό μυστικό διάλογο για τους συμμετέχοντες.
Είναι ο φίλος του, ο «αδερφός» του, που τον ακολουθεί στο χορό, αυτός μόνος,
χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια του στο χαβά της μουσικής. Βρίσκεται πάντα
χαμηλότερα από το χορευτή, τον οποίο κοιτάζει,
αφουγκράζεται τους «νταλκάδες» του και τον παροτρύνει να τα
«βγάλει όλα», να τα «πει ελεύθερα», γιατί αυτός είναι εκεί να τον ακούσει, μέχρι
να έρθει και η δική του σειρά, για να
απαντήσει και ο ίδιος χορεύοντας και
εκφράζοντας τους δικούς του «νταλκάδες»,
αλλάζοντας τη θέση του με αυτή του χορευτή,
συνεχίζοντας έτσι τη συνομιλία.
Δεν υπάρχει μοναξιά στο
ζεϊμπέκικο. Υπάρχει «ατομική
εμπιστευτική εξωτερίκευση», υπάρχει δυϊκή σχέση με έντονο το στοιχείο της
εκμυστήρευσης. Αν είσαι μοναχός σου δεν
εξωτερικεύεσαι με αυτόν τον τρόπο, δεν ανατάσσεις την ψυχή σου χορεύοντας,
αντίθετα μαζεύεσαι, απομονώνεσαι, βυθίζεσαι στις σκέψεις σου και διαλέγοντας
λάθος σύντροφο - το ποτό - καταντάς μπεκρής και περιγέλαστος.
Ο Ζορμπάς κάποτε βρέθηκε
στην Αγία Πετρούπολη στη Ρωσία, σ’ ένα καταγώγιο καπηλειό, ξένος μεταξύ
αγνώστων. Απεγνωσμένος κι έρημος. Η
συντροφιά τού έλειπε αφόρητα, δεν είχε κανέναν να μιλήσει, να πει τον καημό
του, τα βάσανά του. Γιατί ο χειρότερος σύντροφος είναι η μοναξιά. Έπινε,
θολώνοντας το βλέμμα του και το νου του. Άξαφνα ένας ασίκης θεόρατος Κοζάκος
από το διπλανό πάγκο, μερακλωμένος και αγέρωχος, σηκώθηκε αρχίζοντας να
χορεύει, ακολουθώντας τον κυματιστό,
τραχύ μουσικό ρυθμό των οργάνων.
Ο Ζορμπάς, βλέποντάς τον αναθάρρησε, συνήλθε, γλύτωσε από το τέλμα,
στο οποίο είχε αρχίσει να πέφτει.
Αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν μόνος, ότι
βρήκε συντροφιά. Πέταξε από την πλάτη του το κοντογούνι που φόραγε και σηκώθηκε
όρθιος. θεόρατος
κι αυτός, γίγαντας τρίπηχος, αρχίζοντας στο άκουσμα της μπαλαλάικας να χορεύει
…ζεϊμπέκικο, απαντώντας στον Κοζάκο απέναντί του.
Εκείνος έκπληκτος, σταμάτησε να
χορεύει και παρακολουθώντας τον,
γονάτισε στο ένα πόδι, για να αφουγκραστεί τι είχε να του πει. Συνέχισαν για
ώρα αυτή τη συνομιλία, ο ένας να χορεύει και ο άλλος ν’ ακούει και αντίστροφα,
στον ίδιο χαβά, αλλά ο καθένας με το δικό του χορό, μέχρι που εξουθενώθηκαν. Γαλήνιοι στο τέλος
αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.
Φανταστείτε
κάποιον, επειδή ξαφνικά νταλκάδιασε, να
σηκωθεί και να χορέψει μόνος του ζεϊμπέκικο, χωρίς κανένας να τον συνοδεύει, ή
να τον κοιτάζει, ή να του χτυπάει παλαμάκια, ή να του δίνει σημασία. Θα φέρνει σαν
τον τρελό, που τον τσίμπησε μύγα και σαλταρισμένος γυροφέρνει σαν το σκυλί που
κυνηγάει την ουρά του.
Το πρώτο πράγμα που θα
σκεφτεί ο παρατηρητής είναι: “αυτός,
μάλλον φιγουρατζής είναι, ή ίσως
σαϊτεμένος!’’ Γιατί, αν δεν είναι
τέτοιος, τότε πώς ήρθε να χορέψει μονάχος του εδώ, αφού θα μπορούσε να κάνει το
ίδιο στο σπίτι του, για …πάρτη του,
χωρίς να τον ενοχλεί κανένας; Κι εκεί να
κάνει αυτό που ο λαός λέει: “Μοναχός σου χόρευε και όσο θέλεις πήδα!’’
που όμως, ποτέ δεν αναφέρεται σ’ αυτόν τον
χορό κατά κυριολεξία, παρά σε άλλα ακουμπάει η θυμοσοφία του.
Άκουσα μια ιστορία
παλιότερα, από το στόμα ενός Αραχοβίτη
φίλου, παλιού μάγκα και ξεσκολισμένου παρεατζή.
Ένα βράδυ αυτός, αφού είχε γυρίσει από κάποιο συμπόσιο και, όπως
κοιμόταν στο κρεβάτι του με τη γυναίκα του κοντά, περασμένες τρεις, απ’ το
τρανζιστοράκι που είχε αφήσει ανοιχτό δίπλα του, ακούστηκε ένα αργό βασανιάρικο
ζεϊμπέκικο που τον ξύπνησε. Αυτόματα χωρίς καθυστέρηση σηκώθηκε και όπως ήταν
ξυπόλητος, κλακάροντας τα δάχτυλά του,
έφερε δυο - τρεις βόλτες στο ξύλινο πάτωμα. Είχε μερακλωθεί, αλλά ένοιωθε μονάχος και
μισός. Ξύπνησε μ’ ένα σκούντημα τη γυναίκα του και την έβαλε να τον συνοδέψει
χτυπώντας τα χέρια της στο ρυθμό της μουσικής. Ήταν απ’ τις ελάχιστες φορές που
αυτός μίλαγε κι εκείνη άκουγε, χωρίς να τον
...διακόπτει! Κοιμήθηκε ύστερα
ξαλαφρωμένος.
Παρατηρήστε τον Μητροπάνο
στη φωτογραφία που χορεύει ζεμπέκικο. Ο καθένας νομίζει ότι κάτι του
εκμυστηρεύεται, αλλά ξεχωριστά μόνο σε αυτόν. Έχει τη ματιά του χαμηλά, με
σεμνότητα και σεβασμό σε αυτούς που ξέρει ότι τον βλέπουν. Σ’ αυτούς απευθύνεται
και με αυτούς συνομιλεί, λες και είναι ένα πρόσωπο. Φέρνει τη βόλτα του,
ακούγοντας το σπαστό, διακεκομμένο και βασανιστικά διαρκή ήχο της συγκεκριμένης μουσικής,
μετουσιώνοντας τα συναισθήματά του σε απτή πραγματικότητα. Αναδύεται και
ανασαίνει κοφτά, αλλά δεν κλίνεται στον εαυτό του. Είσαι σίγουρος, βλέποντάς
τον, ότι υπάρχει συνομιλία, υπάρχει τορός, υπάρχει πνευματική επαφή μαζί του.
Πράγματι, καθώς ο ρυθμικός
και επαναλαμβανόμενος ήχος του ζεϊμπέκικου
εναρμονίζεται με την ανάσα του χορευτή,
γίνεται αγωγός συναισθημάτων που ζητάνε ανταπόκριση, γιατί δεν μπορούν
να κρατηθούν περιορισμένα σε ατομική σχέση. Ο χορευτής, πολλές φορές, κραυγάζει απεγνωσμένα αλλά βουβά, ζητώντας
συμπαράσταση στον πόνο του που δεν αντέχει. Θέλει να τον μοιραστεί για να τον απαλύνει!
Το ζεϊμπέκικο είναι
κατάσταση όχι μόνο του μυαλού αλλά και της καρδιάς, που δονεί χορευτή και
συνομιλητή. Είναι η «τετραφάρμακος»
του Επίκουρου που απελευθερώνει από πόνους και δεινά, εξωτερικεύοντάς τα με τη
γλώσσα του σώματος. Είναι το ερέθισμα και η πρόσκληση στον αμύητο να
προσπαθήσει να καταλάβει.
Τελικώς,
το ζεϊμπέκικο μπορεί να γίνει και λυτρωμός. Γιατί είναι αυτός ο άναρχος χορός,
που καταφέρνει να συμπυκνώνει και να μοιράζει συναισθήματα.