Ετοιμαζόταν ο απέναντί μου να μπει στο
απαστράπτον πολυτελές τζιπ του, χρώματος κόκκινο της φωτιάς παρακαλώ, για την
απογευματινή βόλτα του, και ένας άλλος γείτονάς του με παιγνιώδη διάθεση του
φωνάζει:
-Δεν παίρνεις μαζί σου και κάνα πιστόλι πασχαλιάτικο για μόστρα, γιατί
αν περάσεις κατά Φάληρο μεριά κινδυνεύεις από κανένα… Ιβανόη. Που ξέρεις, μπορεί να την έχει
στημένη κατά κει!
-Δεν με απασχολούν αυτά εμένα, εγώ φοβάμαι το Μογγόλο.
-Ο Μογγόλος έχει πολλά προβλήματα αυτό τον καιρό, αρκεί να μην κάνουμε
εμείς βλακείες. Αλλά και οι δικοί μας ρε παιδί μου δυο στην περίπολο, ενώ οι
Τούρκοι με επτά και δέκα; Τι διοικητής ήταν αυτός, και μάλιστα στην πιο νευραλγική
στρατιωτική μονάδα του Έβρου; Και για τιμωρία, λέει, δεν τον αποτάξανε, αλλά τον κάνανε διοικητή σε
κάποια στρατιωτική σχολή.
-Και πού να τους βρούνε περισσότερους, για να τους στείλουν περιπολία;
-Εάν δεν τους βρίσκουν, θα πρέπει αυτοί που έχουν πλάκα τα γαλόνια να
αφήσουν στην άκρη τα καπέλα τους με τις πολλές τις κλάρες, να παραιτηθούν και
να απέλθουν στα σπίτια τους, καταγγέλλοντας δημόσια τα κακώς κείμενα, εφόσον προηγουμένως
βεβαίως έχουν εισηγηθεί στους πολιτικούς προϊσταμένους τους τα δέοντα γενέσθαι
και δεν έχουν εισακουσθεί.
Ήταν ένας διάλογος μεταξύ δυο φίλων και γειτόνων
που έπεσε στην αντίληψή μου, καθώς
παρατηρούσα στο μπαλκόνι μου τα λουλούδια στις γλάστρες, που τις
τελευταίες μέρες με τον ανοιξιάτικο καιρό έχουν ζωηρέψει και είναι “χάρμα ιδέσθαι”.
Ένα διάλογος, που σε κάνει να προβληματιστείς, να
ανησυχήσεις, να φωνάξεις ακόμη: τι κάνουμε ως χώρα, ως πατρίδα, ως πολίτες. Πού
βαδίζουμε, ποιο είναι το μέλλον των παιδιών μας και των επόμενων γενιών μας που
θα ’ρθουν σε αυτή την ταλαίπωρη πατρίδα, που αιώνες τώρα παλεύει και
κλυδωνίζεται μέσα στις θύελλες και τις καταιγίδες της παγκόσμιας ιστορίας.
Η Ελλάδα, πράγματι, μοιάζει σήμερα σαν την
αγελάδα που ξαπλωμένη στη λιακάδα - ούτε καν βόσκει - αναχαράζει στην “κοσμάρα” της. Θεάται γύρω
της αργά και ράθυμα, χωρίς να βλέπει, μόνο μουγκρίζει που και που, εάν κάτι την
τσιμπήσει. Γύρω της, όμως, καιροφυλακτούν από το γειτονικό δάσος απειλητικά, από
τα ανατολικά ο λύκος και από τα βόρεια τα τσακάλια και προχωράνε από ανάχωμα σε
ανάχωμα με σχέδιο και με συμφωνία, μόλις
ορμήσει ο λύκος να αρπάξουν και αυτά τα κομμάτια τους.
Τι χρειάζεται λοιπόν η αγEλλάδα μας; Μια δυνατή κλωτσιά, σοκαριστική, για
να σηκωθεί, διαφορετικά θα ασπρίσουν τα κόκαλά της στον Ήλιο. Ποιος θα μπορούσε
να δώσει αυτή την κλωτσιά;
1. Αυτοί, βεβαίως, που έχουν ορκιστεί να υπηρετούν
θεσμούς, και την πατρίδα ως ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί στις ύπατες δημόσιες θέσεις,
εκεί δηλαδή όπου οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες
ρίχνουν τους αρμούς τους για να κυβερνήσουν και πρέπει αμφίδρομα να περάσουν
προς τα κάτω τις πολιτικές τους για υλοποίηση, αλλά και από κάτω να προταθούν προς τα άνω
πολιτικές και νομοθετικές ρυθμίσεις, που είναι ώριμες και απότοκες εμπειρίας
της διοίκησης, για τη λύση προβλημάτων των πολιτών, έτσι ώστε η κρατική μηχανή να
δουλεύει προς όφελος και όχι εις βάρος της κοινωνίας.
Αυτό, όμως, απαιτεί από τους ύπατους κρατικούς
λειτουργούς θάρρος και σύνεση, απαιτεί προσωπική θυσία και ανιδιοτέλεια, διότι
η αντίθετη γνώμη σε προϊστάμενες πολιτικές αρχές δεν συγχωρείται σε αυτόν τον τόπο,
δεν είναι μέσα στην κουλτούρα του.
Και, βεβαίως, η παραίτηση με δημόσια καταγγελία ή
η απομάκρυνση από ύπατα αξιώματα σημαίνει, αφενός στέρηση προσωπικής δόξας και
τιμών και αφετέρου οικονομικών ωφελημάτων.
Είναι σε
όλους γνωστό ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν θέλουν απέναντί τους οντότητες με
κύρος και τεκμηριωμένη άποψη, αντίθετα επιθυμούν πλαδαρές υπαλληλικές μάζες
προς εύκολη μάλαξη, προκειμένου να πετυχαίνουν ότι αποφασίζουν πίσω από τις
κλειστές πόρτες των κομματικών τους γραφείων και έτσι θέλουν να επιλέγουν
οσφυοκάμπτες κρατικούς λειτουργούς, έτοιμους για κάθε μεθόδευση, με αντάλλαγμα
τίτλους, γαλόνια και κλάρες και φυσικά
οικονομικά ωφελήματα.
Τους επιλέγουν κατ’ επίφαση νομιμότητας, με κριτήρια
περίπλοκα και δήθεν αξιοκρατικά με μόρια επί μορίων, σε τακτά χρονικά
διαστήματα, βγάζοντας δηλαδή κρίσιμες θέσεις και αξιώματα σε μια «ιδιότυπη δημοπρασία», ανά τριετία, αν
δεν κάνω λάθος, προκειμένου να είναι αναλώσιμοι και άνευροι, ενώ κανονικά η
επιλογή τους θα έπρεπε να είναι προϊόν βασανιστικής κρίσης του υπαλληλικού τους
βίου, ώστε να προκύψουν οι καταλληλότεροι και στη συνέχεια να τους δοθεί ο
χρόνος για να προσφέρουν τα μέγιστα στην υπηρεσία τους.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, τους επιλέγουν με
βασικότερο κριτήριο το εάν είναι προβλέψιμοι και τυφλά συνεργάσιμοι. Τέτοιοι, όμως, κρατικοί
λειτουργοί δεν χαρακτηρίζονται συνήθως από μεγάλη ικανότητα και εμπειρία πάνω
στο αντικείμενό τους, διότι ο μόνος δρόμος που έμαθαν να περπατούν για να
αναρριχηθούν δεν ήταν η αποτελεσματική εργασία τους και οι ικανότητές τους, αλλά η ευελιξία τους σε
μεθοδεύσεις καταστάσεων, ο διαγκωνισμός τους σε υπουργικούς διαδρόμους και
προθαλάμους και, βεβαίως, οι συνδικαλιστικές τους περγαμηνές.
Έτσι που φτάσανε τα πράγματα, εάν ακούσεις σε
αυτή τη χώρα ότι κάποιος κατέλαβε ανώτατη θέση στην υπαλληλική ιεραρχία, αντί
να μπεις μπράβο, αρχίζεις και τον
κοιτάζεις με υποψία για την αξία του.
Όταν δε, ξεσπούν κρίσιμες καταστάσεις όπως:
σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές, ναυάγια, περιβαλλοντικές ρυπάνσεις ή καταστάσεις
που σχετίζονται με την ασφάλεια των πολιτών και της πατρίδας, τότε αποκαλύπτεται
η ανικανότητά τους και η διοικητική γύμνια τους, με αποτέλεσμα να ρίχνουν ο ένας στον
άλλο μπαλάκι τις ευθύνες, να ακολουθεί ο διασυρμός τους, θλιβεροί και
να τους βλέπεις και να τους σκέπτεσαι.
Βεβαίως, πάντα υπάρχουν και οι φωτεινές
εξαιρέσεις, δηλαδή κάποιοι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί που τιμούν πλήρως τα υψηλά
αξιώματα που καταλαμβάνουν, αλλά δυστυχώς αυτοί είναι η μειοψηφία. Αλλά και οι σωστοί
και ικανοί ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, εάν χρειαστεί να υπερασπιστούν αυστηρά
τη νομιμότητα και το σύνταγμα και τύχει να σταθούν κάποια στιγμή εμπόδιο στα
σχέδια των πολιτικών προϊσταμένων τους, τότε ή δεν ζητείται πλέον η γνώμη τους
ή αλλάζουν πόστο για τις ανάγκες της υπηρεσίας και ουσιαστικά
απενεργοποιούνται.
2. Οι πνευματικοί ταγοί της χώρας είτε προΐστανται
σε ανώτατα πνευματικά ιδρύματα (Ακαδημαϊκοί, Πρυτάνεις Πανεπιστημίων,
Κοσμήτορες Ανωτάτων Σχολών), είτε είναι εξέχοντες συγγραφείς και διανοούμενοι,
εξέχοντες καλλιτέχνες, αλλά και εξέχοντες
σε κάθε τομέα της Οικονομικής και Κοινωνικής ζωής της χώρας.
Πολλές φορές, όμως, αυτοί οι πνευματικοί ταγοί,
συμβιβάζονται πλήρως με την καθεστηκυία τάξη, για να μη χάσουν την προβολή τους και την πρωτοκαθεδρία
τους, για να μη στερηθούν τις υψηλές
γνωριμίες τους που τους εξασφαλίζει επιρροή και τιμές, για να μην υποσκελιστούν
από ανταγωνιστές τους, για να μην υποστούν κριτική και γίνουν στόχος από σκοτεινούς
κύκλους που έχουν τον τρόπο και τα μέσα να διασύρουν υπολήψεις και να επηρεάζουν
εκ του ασφαλούς την κοινή γνώμη. Και παρότι, οι παραπάνω θεωρούνται
μπροστάρηδες της κοινωνίας καθίστανται όχι λέοντες αλλά θλιβεροί χαμαιλέοντες, υμνητές και απολογητές
εξουσιών, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων γίνονται άφαντοι, άφωνοι και άλαλοι.
Εάν δεν κάνω λάθος, από τη Μεταπολίτευση μέχρι
σήμερα, υπάρχει μόνο μια περίπτωση καθηγητή ανώτατης παιδείας που, όταν
συνειδητοποίησε ότι ο νόμος για την ανώτατη εκπαίδευση που διατυμπανιζόταν ότι
τάχα θα έφερνε το καινούργιο στα ελληνικά πανεπιστήμια, ουσιαστικά, στην
πραγματικότητα έφερνε τη διάλυσή τους, με τη συσσώρευση δεκάδων χιλιάδων
αιωνίων φοιτητών, φοιτητών δηλαδή που θα ασχολούνταν με όλα τα αλλά, εκτός από
τις σπουδές τους, για τους οποίους, όμως, πλήρωνε και πληρώνει ο Έλληνας
φορολογούμενος, τότε, αυτός παραιτήθηκε από τη θέση του καταγγέλλοντας δημοσίως
τα λάθη, τις ψευτιές και τα κακώς κείμενα στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον εξέχοντα
καθηγητή της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ονόματι:
Σωκράτης
Αγγελίδης, Αιγυπτιώτης Έλληνας, φορέας μιας άλλης βεβαίως φιλοσοφίας
και μιας άλλης κουλτούρας.
***
Σε αυτή τη χώρα, από γεννησιμιού του νεοελληνικού
κράτους, οι πολιτικοί ευαγγελίζονται και οι πολίτες περιμένουν τις μεγάλες
πολιτικές αποφάσεις, ρυθμίσεις και πρακτικές,
που θα διορθώσουν τάχα τα πράγματα, που θα αποκαταστήσουν το δίκιο. Και
δεν ξέρουν ή δεν επιθυμούν να ξέρουν ότι με αυτό τον τρόπο ακυρώνουν κάθε
προσπάθεια για πρόοδο, για άνοδο και ισχυροποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Διότι στο μεγάλο και το πολύπλοκο πάντα ενεδρεύει
η αποτυχία, και το χειρότερο; εκεί μπορεί να ντυθεί ασφαλέστερα με την προβιά αμνού
ο λύκος και να αλωνίσει τη στάνη. Στο πολύπλοκο και το μεγάλο ενυπάρχει ο
κίνδυνος του «ανακάμπτοντα ελιγμού», που
στα καθ’ ημάς απλά ελληνικά, λέγεται «ζήτα κεφαλαίο(Ζ)» και εκεί μέσα στις
εσοχές του μπορεί να κρυφτεί ό,τι κακό και ό,τι στρεβλό και ό,τι άνομο μπορεί
να φανταστεί κανείς, ενώ στο μικρό και το ευθύ υπάρχει πάντα η ορθοτόμηση και η
ανεμπόδιστη πορεία προς τα εμπρός.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όπως - το
λέει και η επιστήμη άλλωστε - το πέταγμα μιας πεταλούδας στο Πεκίνο μπορεί να φέρει τυφώνες στις ακτές της Αμερικής, έτσι και
μικρές, αλλά κρίσιμες ρυθμίσεις μπορούν να λύσουν σοβαρά προβλήματα, και όμως
εμείς πολεμάμε σε αυτή τη χώρα ανεμόμυλους, ως Δον Κιχώτες.
Επίσης, δεν βλέπουμε δίπλα μας πώς άλλοι λαοί
έλυσαν τα προβλήματά τους καλύτερα, πώς άλλοι λαοί που κινδυνεύουν από τους
γύρω τους, όπως εμείς, έχουν αυξήσει την ασφάλειά τους και μπορούν να ελπίζουν
για το μέλλον τους.
Θα αναφέρουμε δυο μόνο ενδεικτικά παραδείγματα,
το ένα από την αδελφή μας Κύπρο και το άλλο από το Ισραήλ.
α) Η Κύπρος έχει νομοθετήσει από την αρχή της
κρατικής της οντότητας τη στράτευση των νέων της αμέσως μετά το 18ο
έτος της ηλικίας τους και ακολουθούν οι σπουδές τους μετά την απόλυσή τους από
τον κυπριακό στρατό. Δηλαδή νηπιακή ηλικία, πρωτοβάθμια εκπαίδευση, μέση
εγκύκλια ή κατώτερη επαγγελματική εκπαίδευση και τέλος στρατός, δηλαδή σχολείο των
ανδρών - πολιτών(«ανδραγωγία»).
Να μη ξεχνούμε, επίσης, ότι στην αρχαιότητα η
στράτευση ήταν ύψιστη και τιμητικότατη υποχρέωση του νέου προς την πατρίδα του,
για να θεωρηθεί πολίτης και να έχει δικαιώματα πολίτη.
Εδώ, όμως, τι συμβαίνει; Οι περισσότεροι
απόφοιτοι Λυκείου παίρνουν αναβολή για σπουδές, είτε στο εσωτερικό είτε στο
εξωτερικό και χάνονται στη διαδρομή, είτε σε υψηλές καθηγητικές και
ερευνητικές θέσεις ξένων Πανεπιστημίων,
είτε ως αιώνιοι φοιτητές που αντί να σπουδάζουν επιστήμες και να θεραπεύουν
έρευνες, αντίθετα σπουδάζουν την αυθαιρεσία, τη διάλυση, τη βία και την
καταστροφή και το χειρότερο, θεωρώντας ότι επιτελούν ένα υψηλό χρέος ζωής. Αντί
να φυλάσσουν στον Έβρο τον εχθρό, παραφυλάσσουν στα στενά του κέντρου της
Αθήνας, διαταράσσοντας τα δικαιώματα των φιλήσυχων πολιτών που τρέχουν και
προσπαθούν αγχωμένοι να εξοικονομήσουν τον επιούσιο.
Και, όμως, με μια απλή διάταξη οι πολιτικές
δυνάμεις, σε ομοφωνία, θα μπορούσαν να
αλλάξουν τα πράγματα και να ακολουθήσουν
σε αυτόν τομέα το παράδειγμα των αδελφών μας Κυπρίων. Τότε, όσοι νέοι
μας θα τέλειωναν το στρατιωτικό τους θα ήταν πιο ώριμοι και πιο κατασταλαγμένοι
και στο τι να σπουδάσουν, και πως να σπουδάσουν και να ερευνήσουν πραγματικά
και όχι να ταμπουρωθούν πίσω από τους χώρους των Μουσών.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, οι νέοι αυτοί
είναι οι τελευταίοι που ευθύνονται, γιατί νέοι είναι, κάπου πρέπει να
εκτονώσουν το δυναμισμό τους αφού στα όνειρά τους οι μεγαλύτεροι τους θέτουν
εμπόδια με πλάγιους τρόπους.
Γιατί, όμως, δεν γίνεται μια τέτοια ρύθμιση αυτού
του κρίσιμου ζητήματος της νεολαίας; Η απάντηση είναι ότι τα κόμματα δεν
επιθυμούν να χάσουν τις νεολαίες τους, τους αφισοκολλητές τους, διότι ένας
ώριμος και πιο κατασταλαγμένος άντρας μετά το στρατό, δεν γίνεται εύκολα
τσιράκι επιτήδειων, δεν γίνεται φλύαρος θαμώνας κομματικών καφενείων μέσα στα
Πανεπιστήμια.
β) Στο Ισραήλ, εκτός από τους άνδρες
στρατεύονται και οι γυναίκες, με
αποτέλεσμα να έχει αυξημένο δυναμικό η πολεμική του μηχανή, ώστε να μπορεί να ορθωθεί
ως βράχος απέναντι στα κύματα που μπορούν να ξεσπάσουν από την αραβική θάλασσα
που το περιτριγυρίζει.
Οι νέοι και οι νέες στο Ισραήλ υπηρετούν δίπλα -
δίπλα «επί ίσοις όροις», και ο
στρατός είναι άλλο ένα μέρος για να γνωριστούν, να παντρευτούν και να
γεννοβολήσουν, ακολουθώντας την επιταγή: «Αυξάνεσθε
και πληθύνεσθε κλπ. κλπ.» της Παλαιάς Διαθήκης τους.
Στη χώρα μας, όμως, οι νεαρές Ελληνίδες που σε
κάθε στιγμή επικαλούνται και διατυμπανίζουν τα ίσα δικαιώματά τους με τους άντρες, εν τούτοις δεν θέλουν να
ακούσουν, όχι μόνο για υποχρεωτική, αλλά
και για εθελοντική στράτευση. Αυτό που
θα συζητούσαν ίσως θα ήταν κάποια διοικητική θεσούλα τους στο στρατό.
Αποτέλεσμα να σπουδάζουν, να εργάζονται, όσες εργάζονται, να παντρεύονται μετά
τα τριάντα τους και τώρα τελευταία κοντά στα σαράντα τους, οπότε η αναπαραγωγή
έχει πετάξει. Να γιατί ο πληθυσμός της
Ελλάδας συνεχώς κατακρημνίζεται, η ύπαρξη μας ως Έθνος αρχίζει σοβαρά να
προβληματίζει εμάς τους Έλληνες με αγωνία, ενώ κάνει το Λύκο και τα τσακάλια να
ξερογλείφονται με βουλιμία.
Μα πρέπει να φτάσει ο οίστρος, για να τρέχει
αλλόφρων η αγΕλλάδα μας, δεν υπάρχουν έστω και τώρα στο πάρα πέντε κάποια
κίνητρα και μέσα, για να σηκωθεί και να πορευτεί με ασφαλή πορεία στο λιβάδι
της;
Και μετά αναρωτιόμαστε, γιατί στην περίπολο στον
Έβρο πάνε δυο - δυο οι δικοί μας και μάλιστα βαθμοφόροι και συλλαμβάνονται ως
θηράματα, και όχι επτά και δέκα και μάλιστα φαντάροι και θηρευτές, όπως κάνουν οι
εξ ανατολών γείτονές μας, και έτσι ο γείτονάς μου στην Αθήνα είναι ανήσυχος για
το Μογγόλο…
Στάθης Ασημάκης