Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Ξεχωρίσματα; Για ...ανταμώματα;



Του Στέργιου Μπακολουκά
Είμαστε συγχωριανοί και σχεδόν συνομήλικοι. Έχουμε αμοιβαία αισθήματα σεβασμού και εκτίμησης. Τον συνάντησα τυχαία, μετά από πολύ καιρό, να πίνει τον καφέ του στο μπαράκι ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου. Αν και είχε «γεράσει» δεν είχε κόψει τη συνήθεια να επισκέπτεται τακτικά, ακόμα και μόνο για καφέ, αυτούς τους χώρους στο κέντρο της Πόλης, όπως μου είπε. Με χαιρέτησε εγκάρδια και με υποχρέωσε να παραγγείλω καφέ.
-Δεν θα τ’ αγοράσω όλα, απολογήθηκε γελώντας, όταν είδε ότι παρατηρούσα τη στοίβα από τα βιβλία που είχε απιθώσει στο τραπέζι μπροστά του.
-Μεγαλώσαμε! Θαύμασε! Και στη συνέχεια με μελαγχολικό ύφος διαπίστωσε αναφερόμενος, από ευγένεια, μόνο στον εαυτό του!
-Τώρα πλέον ο χρόνος μου ‘‘μάζεψε’’ και δεν έχω καιρό για χάσιμο, γι’ αυτό είμαι πολύ επιλεκτικός ακόμα και στο διάβασμα. Όμως μου αρέσει που και που να κάνω τη βόλτα μου εδώ, και πίνοντας τον καφέ μου, να ξεφυλλίζω πολλά από αυτά τα βιβλία και μερικές φορές ν’ αγοράζω ένα δυο!
Ύστερα από λίγη ώρα, η συζήτηση για το  «Χωριό», ήρθε καταληκτικά ως σημείο αναφοράς. Συμφωνήσαμε ότι συμμετείχαμε και οι δυο  σε νοσταλγικά «νεφελώματα» εξ αιτίας του. 

-Είχα καιρό να επιστρέψω στην Αράχοβα, μου είπε. Κάποιες υποχρεώσεις μου και μια μικροεπέμβαση υγείας, μου δημιουργούσαν μια αδυναμία εγκατάλειψης της πόλης, κρατώντας με για μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά της. Μερικές φορές μου πέρναγε η σκέψη ότι πιθανώς να ισχύει η παροιμία: ‘‘Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται’’, συνέχισε  μονολογώντας.
-Την προσπέρναγα όμως, σαν επίθεση πονηρής  θρησκευτικής  οντότητας, διώχνοντάς την από το μυαλό μου και αναβάλλοντας την ερμηνεία της, ή ακόμα και  τη θεμελίωση τέτοιων συναισθημάτων, ως ανεπίτρεπτα και μολυσματικά, εξακολούθησε πεισματικά.
- Πάνε λίγες μέρες αυτό το καλοκαίρι που ξεκίνησα να την επισκεφτώ, άρχισε να μου διηγείται. Όσο διέσχιζα την εθνική οδό είχα το νου μου μόνο στην οδήγηση, χωρίς κανένα ιδιαίτερο νοσταλγικό σκίρτημα να εμφανίζεται μέσα μου για τον προορισμό που είχα χαράξει. Νόμιζα ότι ήταν μια τυπική επιστροφή, με σκοπό να  δώ μόνο τη γριά μάνα μου και ύστερα να γυρίσω στο σπίτι μου στην Αθήνα. Οι διαπιστώσεις που προέκυψαν, όμως, ήταν τελείως διαφορετικές.
Οι  πρώτες νοσταλγικές ενοχλήσεις, άρχισαν περνώντας τον ‘‘Καρακόλιθο’’, χωρίς να τους δώσω παραπάνω σημασία. Όμως, μια αυθόρμητη πίεση του ποδιού στο γκάζι του αυτοκινήτου τις επιβεβαίωσαν. Συναισθήματα και μνήμες εντάθηκαν και στη συνέχεια θέριεψαν ξαφνικά, όταν διέσχιζα τον κεντρικό δρόμο του χωριού, πριν φτάσω στο σπίτι μου, βλέποντας δεξιά και αριστερά γνωστές φυσιογνωμίες και οικίες εικόνες. Μια ‘‘παλιά’’ και ίσως ‘‘ξεχασμένη’’ λέξη μου τριβέλισε το μυαλό. Το ρήμα ‘’ανταμώνω’’ ή το ουσιαστικό ‘’αντάμωμα’’. Το νόημά της έδρασε σαν καταπραϋντική αλοιφή σε λαβωματιά στην ψυχή μου, φουντώνοντας όμως τις επιθυμίες μου. Οι αναμνήσεις, σκέφτηκα, χρειάζονται τον καιρό τους για να καταχωνιαστούν, αλλά για να τις πάρεις πίσω, αρκεί ένας ήχος, μια εικόνα, μια μυρουδιά, μια αγκαλιά ή ένα ‘‘αποσταμένο’’  τσίπουρο σ’ ένα απ’ τα καφενεία του χωριού, ακόμα και χωρίς μεζέ, και νάτες πάλι σε πλημμυρίζουν, δίνοντάς σου κάθε φορά καινούριες και πλουσιότερες  εξηγήσεις.
Σπίτι, φίλοι, συμμαθητές, γείτονες, συγχωριανοί, βιώματα, παιδικά χρόνια, συνθέτουν το σύνολο ενός κόσμου που συμπυκνώνεται σ’ αυτή τη λέξη και που τελικά, όσο και αν ζήσαμε στην πρωτεύουσα για πολλά χρόνια, είναι ο  κόσμος που θα πάρουμε μαζί μας. Ειδικά  στην καρδιά του καλοκαιριού, όπου στο χωριό υπάρχουν σχεδόν μόνο …εκ πεποιθήσεως Αραχοβίτες! αυτή γίνεται καταλύτης, ξυπνώντας και άλλα συναισθήματα, άλλες διαθέσεις, ποιο χαλαρές και  τρυφερές. Το μέγεθος της απουσίας απ’ τον τόπο και το πόσο σου λείπει η θαλπωρή της τοπικής κοινωνίας και του χωριού, μετουσιώνεται σε νοσταλγία και λαχτάρα γι’ αυτά. 
Είπε με έμφαση και με κοίταξε στα μάτια, βέβαιος ότι θα συμφωνούσα  μαζί του. Εγώ απλά του το επιβεβαίωσα  χωρίς να έχω απολύτως κανένα ενδοιασμό. Σήκωσε το φλιτζάνι του και ήπιε λίγο  καφέ, μάλλον ψάχνοντας χρόνο για να συντονίσει τη σκέψη του. Ύστερα συνέχισε.  
-Πριν από πολλά χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν παλικαράκι ακόμα ετοιμαζόμουν να φύγω για σπουδές, μ’ αγκάλιασε ο πατέρας μου τρυφερά αποχαιρετώντας με, με τη φράση, “με το καλό ν’ ανταμωθούμε’’. Ήταν μια πράξη που δεν ήταν συνηθισμένη μεταξύ ανδρών εκείνα τα πέτρινα χρόνια, που το σκληρό τοπίο και το στέρφο περιβάλλον με το οποίο πάλευαν οι δικοί μας για να του αντιβγούν και να επιβιώσουν, τους έκανε σκληρούς κι ομοίους του.
Έψαχνε απεγνωσμένα με αυτή την πράξη να ξορκίσει τη λήθη και το ξελόγιασμα απ’ τις σειρήνες της ξενιτιάς. Ήταν μια λέξη (αντάμωμα) που από μόνη της πετροβολούσε  την ξαστοχιά, στήνοντας αμάχη  με τον πόνο που τη συνόδευε, δημιουργώντας ελπίδα για ξανασμίξιμο.
-Να ξέρεις, μου είπε με έμφαση, αυτή η λέξη ήταν σε ευρεία χρήση τότε, γιατί μέχρι να ’ρθεί η δική μας σειρά, είχαν προηγηθεί τα ξεχωρίσματα πολλών, της προηγούμενης γενιάς, μετά τον πόλεμο, που σκορπίστηκαν στις στράτες των μεγάλων πόλεων εντός και εκτός Ελλάδας. Η αποθέωση του ανταμώματος σ’ αυτή την περίπτωση, όπως θα θυμάσαι, γινόταν στο ‘‘λάκκο’’ της Λαμπρής, τ’ Αγιωργιού και στις γιορτές του Δεκαπενταύγουστου, μέσα από τις οποίες πάσχιζαν, οι πατεράδες μας, να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να συστήσουν απ’ την αρχή συλλογική συνείδηση. Αυτά τα ανταμώματα γίνονταν συνήθως με τη συνοδεία  κρασιού και χορού, ντυμένα με  τη μουσική της πίπιζας και του νταουλιού, ακολουθώντας τη μουσικοχορευτική παράδοση, συσφίγγοντας έτσι τις σχέσεις, τους δεσμούς και τη συλλογικότητα της γενέτειρας.
Το ύφος του μετατράπηκε από μελαγχολικό σε βαθιά στοχαστικό και συνέχισε.
-Σήμερα, οι εποχές άλλαξαν, τα παιδιά μας έμαθαν περισσότερα γράμματα, πήραν πλιότερα ‘‘χαρτιά’’ από μας, αλλά κι αυτά έφυγαν και συνεχίζουν να φεύγουν όπως εμείς, αλλ’ αυτά μακρύτερα σε ξένες πολιτείες.  Όμως τούτα δώ τα διώξαμε εμείς! δεν έφυγαν μόνα τους, γιατί οι δουλειές που τους τάξαμε χάθηκαν στην αχλή της δικής μας ψεύτικης ευδαιμονίας. Γιατί, πρώτοι εμείς, γίναμε ‘’ιδιώτες’’ χτίζοντας ένα κόσμο αυστηρά  ατομικό και ‘‘αυτάρκη’’ που τελείωνε στην εξώπορτα του σπιτιού μας,  χάνοντας έτσι τη συλλογική μας συνείδηση. Γιατί αποδεχτήκαμε την απολιτική λογική που συνοψίζετε σε μια φράση: ‘’κοίτα το σπίτι σου’’, επιτρέποντας έτσι σε άλλους να διαφεντεύουν τις τύχες μας.  
Φαίνετε δεν τα πατήσαμε καλά τα κουμπιά φίλε μου όλ’ αυτά τα χρόνια και δεν καταφέραμε να κάνουμε αυτό που έπρεπε για να τα κρατήσουμε. Ίσως, δεν λέω, μπορεί να έχουν καλύτερη ζωή απ’ τη δική μας  εκεί που πήγαν, ίσως έγιναν πολίτες του κόσμου. Όμως αναρωτιέμαι αξίζει τον κόπο;  Η διαφορά με μας, είναι ότι γι’ αυτά η στράτα της ξενιτιάς μπορεί να είναι χωρισμός συνεχόμενος και τελεσίδικος, βαρύτερος ακόμα και από τον βιολογικό θάνατο. Ποιος ενδιαφέρεται και σε ποιόν είναι χρειαζούμενο πλέον,  το παλιάμπελο στη  ….. «Σπυρδόβρυσ’», που η μάνα μου θυμόταν ότι το ’σκαβε με το ξινάρι, ή οι ελιές στην «Μπεχούβεση», που η γιαγιά μου έκανε τέσσερις ώρες δρόμο με το γάιδαρο, για να μεταφέρει λιόκλαρα για τις γίδες; Σύγκρινε παλιές φωτογραφίες της Αράχοβας και καινούριες. Θα δεις μια πολιτεία στη θέση του παλιού πετρόχτιστου, πανέμορφου χωριού, ενώ αντίθετα τα βάτα έγιναν  ένα μπόι το λιγότερο, στη θέση των καλλιεργημένων και τακτοποιημένων κακοτράχαλων κτημάτων γύρω απ’ αυτό!
Μη με κοιτάς φοβισμένος. Τα παιδιά μας δεν τα χάσαμε εμείς, αλλά ο τόπος, με καθησύχασε με σκληρότητα.
Τούτη δω η εποχή έχει τέτοιες ταχύτητες που η μνήμη δεν προλαβαίνει να ανακαλέσει και να εμπεδώσει καταστάσεις και συναισθήματα, γι’ αυτό  και αναγκαστικά ισοπεδώνεται. Η σχέση με το παρελθόν, με τη φύτρα, οικογενειακή και πολιτισμική, γίνεται δύσκολη και ακατάληπτη.
Η μελαγχολική διαπίστωση είναι ότι οι νέες γενιές  δεν αισθάνονται ότι ανήκουν πλέον σε μια ομάδα, ούτε καν σε αυτή του κλειστού κύκλου των λίγων ημερών, Λαμπρής - Αγιωργιού και Δεκαπενταύγουστου!
Με κοίταξε ξανά, αυτή τη φορά με υγρά μάτια.
-Το χάσαμε το πλοίο της γραμμής φίλε μου, μονολόγησε. Μας κορόϊδεψαν σαν παιδαρέλια, μας  χειραγώγησαν!
Ύστερα, όμως, κάτι έλαμψε μέσα του και συνέχισε:
 -Όμως εμείς, είμαστε ακόμα εδώ και ανταμώματα μπορούμε να κάνουμε ακόμα, κι άλλα κι άλλα. Η Αράχοβα είναι πάντα στη θέση της και κρατάει τα έθιμά της και πάντα στοργική περιμένει, εμάς και τα παιδιά μας, για να μας δώσει ‘‘αμπάριζα’’, αρκεί να την έχουμε ανάγκη και να θέλουμε να την πάρουμε. Μοιάζουμε  μ’ εκείνον τον μυθικό γίγαντα τον Ανταίο, που έπαιρνε δυνάμεις πατώντας τη μάνα του τη Γη αντιβγαίνοντας έτσι στον Ηρακλή, μέχρι που εκείνος το κατάλαβε και για να τον νικήσει τον κράτησε ψηλά να μην έχει επαφή μαζί της. Άλλωστε έχει νέους πολλούς που στάθηκαν στον τόπο κι είναι κι αυτοί δικά μας παιδιά.
Αυτοί έχουν αναπτύξει  καινούριους τρόπους ανταμωμάτων. Να,  πριν από λίγες μέρες έγινε ένα τέτοιο αντάμωμα στην ‘‘Αρβανίτσα’’. Απάχασε ο τόπος απ’ τη μουσική,  τους χορούς, τα τραγούδια, τα γέλια και το ξανασμίξιμο ανθρώπων όλων των ηλικιών, σε  ολονύχτιες παρέες. Σπουδαία πράματα δηλαδή! Αργότερα, ίσως ετοιμαστούν και κάποιες συναντήσεις παλιών συμμαθητών. Ας έχουμε ελπίδες ακόμα!   
Και για να τα βγάλω όλα από μέσα μου, άκου σε παρακαλώ δυο Ηπειρώτικα, μάλλον μοιρολόγια, που μας ταιριάζουν γάντι! Άλλωστε, η Ήπειρος είναι φύτρα για πολλές οικογένειες της Αράχοβας!

Είπε και σώπασε εξουθενωμένος!

3.Τα ξεχωρίσματα
Αχ τώρα στα ξεχωρίσματα ελα γιέ μου να φιληθούμε,
αχ ελα γιέ μου να φιληθούμε,
ωρ γιατί έχουμε ζωή και θάνατο, ποιος ξέρει αν θ’ ανταμωθούμε
αχ ποιος ξέρει αν θ’ ανταμωθούμε.

Έλα που σε περιμένω, ταίρι μου ξενητεμένο.


Αχ αυτού μακριά που βρίσκεσαι, εκεί γιέ μου στην Αυστραλία,
Αμέρικη και Γερμανία.
Αχ στείλε μου το κορμάκι σου, σε μια γιέ μου φωτογραφία,
σε μια γιέ μου φωτογραφία.

Με τ’ εσένα θέλω να \`μαι, και στην Ήπειρο καλά \`ναι.