Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

ΚΟΥΚΟΥΡΙΩΤΙΚΑ (V)

 Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 

έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 


Δεμένοι στη σειρά

Πρέπει να ήταν μέσα Σεπτέμβρη. τα σχολεία δεν είχαν ανοίξει ακόμα και το παιχνίδι στις γειτονιές καλά κρατούσε. Ήταν απόγευμα και το ποδόσφαιρο μόλις είχε τελειώσει μέσα στο δημόσιο δρόμο, στο έμπα του χωριού (η κυκλοφορία των αυτοκινήτων εκείνα τα χρόνια ήταν περιορισμένη). 
Μετά, όλη η “παλιοπαρέα” της ευρύτερης γειτονιάς του Κούκουρα, κάπου δέκα (10) παιδιά, αποφάσισε να τραβήξει για βόλτα ανατολικά, λίγο έξω από το χωριό προς το «Πίσω ρέμα». Τα σταφύλια είχαν ήδη αρχίσει να ωριμάζουν και στα αμπέλια που βρίσκονταν κοντά στο δημόσιο δρόμο. 
Έτσι, η ύλη που θα πυροδοτούσε τη νέα σκανταλιά μας ήταν ακριβώς δίπλα μας, πρόσφορη. Και δεν χρειάστηκε πολύ για να ξεκινήσει η απογευματινή αταξία μας με το πρώτο σάλτο, ενός από μας, στο πρώτο αμπέλι που ήταν εκεί κοντά κάτω από τη δημοσιά. Αστραπιαία, επιπέσαμε στο αμπέλι οι περισσότεροι σαν τα κοράκια πάνω σε ψοφίμι. Διαλέγαμε τα πιο ώριμα σταφύλια, και τα τρώγαμε μέσα στο ξένο αμπέλι. 
Λίγο μετά, από την απέναντι μακρινή στροφή του δημόσιου δρόμου, στα Καρούτια, που βρισκόταν μέσα στο οπτικό πεδίο μας, εμφανίστηκε το μοναδικό τότε τρακτέρ του χωριού και αμέσως δόθηκε το σύνθημα αποχώρησης από το ξένο κτήμα.
Ανεβήκαμε, γρήγορα - γρήγορα,  σαν κύριοι στο δρόμο και το παίζαμε αδιάφοροι. Μόλις, όμως, έφτασε κοντά μας το τρακτέρ, σταμάτησε ακριβώς δίπλα μας. και για κακή μας τύχη κατέβηκε απ’ αυτό ο δραγάτης του χωριού, που επέστρεφε εκείνη την ώρα, έχοντας κάνει τη βάρδια του. 
Μας είχε δει από μακριά με το έμπειρο και εξασκημένο μάτι του, και αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις, για το ποιοί είχαν κατεβεί στο ξένο αμπέλι, για να… τρυγήσουν!
Τα παιδιά, που δεν είχαν τολμήσει να κάνουν σκανταλιά, αναγκάστηκαν να υποδείξουν τους δράστες, για να μην τιμωρηθούν και αυτά, διότι ο δραγάτης απείλησε ότι θα μας πάει όλους μέσα στο κρατητήριο της Αστυνομίας. 
Οι ένοχοι ήσαν έξι (6) τον αριθμό, μεταξύ αυτών και ο υπογράφων. Τους υπόλοιπους τους φοβέρισε ο δραγάτης να φύγουν και να πάνε αμέσως στα σπίτια τους. Σε εμάς τους ένοχους αποφάσισε να δώσει ένα καλό μάθημα, για να το θυμόμαστε σε όλη μας τη ζωή. 
Μας παρέταξε κάθετα στο δρόμο, πήρε ένα λεπτό σχοινί που είχε στο σακίδιό του και με αυτό, αφού έδεσε το δεξί χέρι του αριστερού της παρέας, το πέρασε διαδοχικά γύρω από τα χέρια μας  και το έδεσε πάλι στο αριστερό χέρι του δεξιού της παρέας. 
Εμείς στεκόμαστε σοκαρισμένοι και ενδεείς, μέχρι που πήραμε την εντολή να προχωρήσουμε δέσμιοι μέσα στο χωριό, οπότε άρχισε ο κλαυθμός και οδυρμός μας!
Μπροστά λοιπόν εμείς, δεμένοι και κλαίγοντας από ντροπή και φόβο, για το τί μας περίμενε στην αγορά του χωριού. έπειτα στο κρατητήριο της Αστυνομίας και τέλος στα σπίτια μας από τους γονείς μας. και πίσω ο δραγάτης φοβερίζοντας, προχωρούσαμε μέσα στο δημόσιο δρόμο και είχαμε γίνει πραγματικό δημόσιο θέαμα. 
Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά της επάνω γειτονιάς του Κούκουρα, ακούγοντας το ζωηρό κλάμα μας και τις άγριες απειλές του δραγάτη, έβγαιναν στις πόρτες των σπιτιών τους και κρυφογελούσαν με το πάθημά μας.
Το σχοινοδέσμιο καραβάνι συνέχιζε μπροστά και η διαπόμπευση μεγάλωνε, ώσπου κάποια στιγμή είδαμε το μπάρμπα Αντρέα, τον παντοπώλη της γειτονιάς, στον οποίο όλα τα παιδιά ψωνίζαμε, πότε καραμέλες και πότε μπισκότα, να έρχεται προς το μέρος μας, σαν από μηχανής θεός.
Αυτός βλέποντας την οικτρή μας κατάσταση και ακούγοντας τους γόους μας, μπήκε στο μαγαζί του πήρε και έκρυψε ένα μαχαίρι στα χέρια του και μας πλησίασε καταμεσής του δρόμου. Και αφού πρώτα ρώτησε το δραγάτη: 
-Τι κάμαν’ μωρέ αυτοί;
χωρίς να πολυνοιάζεται για την απάντηση, και σίγουρα έχοντας πάρει με νόημα την άδεια του αγροφύλακα, την οποία εμείς δεν αντιληφθήκαμε από την τρομάρα μας,  έκοψε αστραπιαία το σχοινί σε δυο θέσεις. 
Ο λυτρωτής μας, είχε το θάρρος να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια, δεδομένου ότι ο τιμωρός μας, συχνά - πυκνά έπινε στο μαγαζί του μπαρμπα Αντρέα το ουζάκι του μετά τον καθημερινό του κάματο, με το που έμπαινε στο χωριό.  
Το κόψιμο του σχοινιού ήταν ένα αστραπιαίο σύνθημα για μας. να τρέξουμε γρήγορα και όπως - όπως και να απομακρυνθούμε. Δεμένοι τώρα δυο - δυο, γιατί δεν προφτάσαμε να ξελυθούμε εντελώς, αρχίσαμε ένα γρήγορο και, βεβαίως, κωμικό τρέξιμο, γιατί έπρεπε να συντονιζόμαστε. 
Ο δραγάτης καμώθηκε, για λίγο, ότι μας κυνηγά, εμείς  πηδήξαμε στα πρώτα διπλανά χωράφια και περιβόλια, που ήσαν τότε μέσα στο χωριό, πάνω από τα οποία πέρασε, αργότερα, ο νέος δημόσιος δρόμος, και για πότε βρεθήκαμε στον από κάτω μαχαλά, ούτε που το καταλάβαμε. 
Για να φτάσουμε ως εκεί, όμως, αναγκαστήκαμε να πηδήξουμε στο κενό από αρκετά “δέματα” (ξηρολιθιές) που μερικά έφταναν σε ύψος και το ενάμιση περίπου μέτρο. Πώς δεν σπάσαμε χέρια ή πόδια ή τα κεφάλια μας, ο Θεός το ξέρει. 
Με το που φτάσαμε ασφαλείς στην κάτω γειτονιά, προσπαθούσαμε να ξεμπλεχτούμε από τα δεσμά μας. Κάποια γειτόνισσα, η οποία άκουσε τη φασαρία που γινόταν και είδε τη σκηνή της πλήρους απεμπλοκής μας, με περιέργεια  μας ρώτησε: 
-“Αρέ, παλιόπιδα τι κάντι αυτού; γιατί είσαστ’ διμένοι;  τι ζημιά κάμ’τι; ” 
Εμείς αμίλητοι, ούτε που την κοιτάξαμε από ντροπή. Μόλις βγάλαμε γρήγορα-γρήγορα από τα χέρια μας τον ιδιότυπο  λώρο που μας συνέδεε, τραβήξαμε ο καθένας για το σπίτι του. 
Ένιωσα πραγματικά ανακούφιση, γιατί είχα ξεφύγει του δραγάτη και από την περαιτέρω διαπόμπευση μέσα στο χωριό. Είχα, όμως, μεγάλη αγωνία, για το τι θα επακολουθούσε, όταν θα ερχόταν ο πατέρας μου το βράδυ από την αγορά και θα είχε ενημερωθεί σχετικά με τα «κατορθώματά» μου.  
Με το που έφτασα στο σπίτι, είπα στη μάνα μου να στρώσει, για να κοιμηθώ, γιατί τάχα ήμουν άρρωστος. Έτσι, άρχισα τον δήθεν ύπνο μου, πριν νυχτώσει. Περίμενα με αγωνία την άφιξη του πατέρα μου και συλλογιζόμουν την τιμωρία μου, καθώς ήμουν και ξαπλωμένος. 
Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε, ο πατέρας μπήκε στο σπίτι, αλλά δεν με αναζήτησε. αυτό φαινόταν καταρχάς καλό σημάδι, δηλαδή μάλλον δεν θα έμαθε τίποτε σχετικά με το απογευματινό μου κατόρθωμα. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο, όπου ήμουν ξαπλωμένος και ρώτησε τη μάνα μου:
-“Γιατί τσ’μάτι αυτός τέτοια ώρα;”
Και η απάντησή της μάνας μου, που δεν είχε πεισθεί για την…. αρρώστια μου, ήταν ξερή και αδιάφορη. 
-“Ξέρω γω, λέει ότ’ είνι άρρουστους.” 
Αμέσως κατάλαβα, με ανακούφιση, ότι ο δραγάτης δεν είχε ενημερώσει τον πατέρα  μου σχετικά με τη σκανταλιά μου, διαφορετικά θα πέφτανε αστροπελέκια...
Αυτή η ομαδική διαπόμπευση των διακοσίων (200) περίπου μέτρων στην αρχή του χωριού ήταν, πιστεύω, αρκετή για ένα πολύ καλό μάθημα ζωής προς όλους τους συμμέτοχους σε εκείνο το αξέχαστο παιδικό μας σκανταλιάρικο δρώμενο.
Δίκαιη, σίγουρα, η τιμωρία του αγροφύλακα, αλλά και η επιείκεια του μπαρμπα Αντρέα, πολυτιμότατη για μας κι αξέχαστη! Εξάλλου, η τιμωρία πρέπει να συνοδεύεται πάντα από επιείκεια, για να μπορεί να φέρνει, μακροπρόθεσμα, σωστά αποτελέσματα.     

***

Θελήματα και αποστολές

Σήμερα τα παιδιά δεν είναι για να τα προστάξεις για δουλειές. Αρχίζει, αμέσως, η άρνηση και η αντίδραση. Στα παιδικά μου χρόνια υπήρχε περισσότερη ανταπόκριση σε θελήματα των μεγάλων, όχι μόνο των γονιών μας, αλλά και των γειτόνων μας.
Είναι αμέτρητες οι φορές που είχα πάει στο μαγαζί της γειτονιάς («Τσεκούρας») ή σε μαγαζί της αγοράς (π.χ. «Κολοβός», για αγορές μικροπραγμάτων, που είχαν ξεχάσει να κάνουν οι ίδιες οι γειτόνισσες. Πότε, δηλαδή, για κουβαρίστρες, πότε για κόπιτσες, πότε για μανταλάκια, πότε για καφέ, πότε για ζάχαρη και διάφορα άλλα μικροπράγματα. 
Βεβαίως, το ιδιότυπο αυτό delivery είχε και τη σχετική αμοιβή του. Πότε λουκούμι, πότε σταφύλι που είχε κρεμαστεί στο ταβάνι για τις μέρες του χειμώνα, πότε καρύδια ή μύγδαλα, και το καλοκαίρι τα λαχταριστά κορόμηλα από τις κορομηλιές, που υπήρχαν στους κήπους των εντολέων. 
Αυτές οι κορομηλιές είναι ακόμα στην καρδιά μου, παραμένουν στη μνήμη μου σαν κάτι παραπάνω από δέντρα. Ήσαν οι αγαπημένες καλοκαιρινές μου φίλες, που με δρόσιζαν με τους γλυκόξινους χυμούς τους.
Η σεβάσμια γρια Μαριώ η Ζαβίνα είχε μια μόνο κορομηλιά, που έκανε όμως ωραία και πολύ μεγάλα κίτρινα κορόμηλα. Η θεια Παγώνα,αντίθετα, είχε πέντε (5) τον αριθμό κορομηλιές! και η κάθε μια με διαφορετική ποικιλία κορόμηλου. Μετά την εκτέλεση  του θελήματος περίμενα πώς και πώς τη φράση: 
-“Άιντι σύρι, τώρα, στου πιρβόλι, τσι φτάσι κουρόμπ’λα”. 
Έμπαινα,λοιπόν, στο γειτονικό κήπο ως νοικοκύρης και όχι ως κλέφτης, ανέβαινα με ένα σάλτο στην κορομηλιά που επέλεγα, έτρωγα βιαστικά-βιαστικά μερικά για να ικανοποιήσω αμέσως τη φρουτική μου βουλιμία. Στη συνέχεια, αφού γέμιζα τις τσέπες μου με κορόμηλα, έκλεινα την πόρτα του ξένου κήπου με ικανοποίηση και έφευγα τρισευτυχισμένος. 
Ούτε λόγος για πλύσιμο των κορόμηλων, απλώς τα σκούπιζα βιαστικά με το χέρι μου. Εξάλλου, δεν είμαι σίγουρος, τώρα που το σκέπτομαι, αν με αυτή την κίνηση του χεριού μου τα καθάριζα καλύτερα  ή τα βρώμιζα πιο πολύ, πριν τα βάλω στο στόμα μου. Σημασία είχε ότι η φρουτική γευστική μου απόλαυση, ήταν γεγονός. 
Όταν είχα μεγαλώσει και βρισκόμουν στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού η αμοιβή για τα θελήματα είχε και εναλλακτικά φιλοδωρήματα, αυτή τη φορά πνευματικά. Η κυρά Παγώνα (θειά την έλεγα από σεβασμό) που είχε σύζυγο και παιδιά μορφωμένα, είχε πολλά παλιά βιβλία στοιβαγμένα σε μικρές κάδες (“βουτσιά”) στο μέσα κατώι του σπιτιού της.
Επειδή άκουγε στη γειτονιά ότι ήμουν καλός μαθητής, μια μέρα μετά από κάποιο θέλημα μου είπε: 
“Έλα δω, πάμι μέσα στου κατώι να διαλέξεις βιβλία”. Παραξενεύτηκα, την ακολούθησα και με πήγε στο πρώτο βουτσί. Άνοιξε το καπάκι και μου είπε να διαλέξω όποιο βιβλίο ήθελα και μετά, αφού το διαβάσω, να το επιστρέψω.
Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα βιβλία δεν ήταν για την ηλικία μου, αλλά η χαρά μου ήταν μεγάλη και μόνο που βρισκόμουν σε επαφή με τόσα πολλά βιβλία. Η αμοιβή με αυτού του είδους το δανεισμό, γινόταν αραιά και που και ήταν δείγμα πλήρους ευαρέσκειας, για  την προθυμία μου σε δύσκολες αποστολές ψωνίσματος ή ειδοποιήσεων σε γνωστά ή συγγενικά της πρόσωπα στην άλλη άκρη του χωριού, διότι εκείνη την εποχή τηλέφωνα δεν υπήρχαν στα σπίτια, παρά μόνο ένα χειροκίνητο τηλέφωνο στο τηλεγραφείο του χωριού.
Μια φορά, θυμάμαι, “ψάρεψα” ένα βιβλίο με ποιήματα του Λαμαρτίνου, άλλη τους “Άθλιους” του Ουγκώ (σε τρεις τόμους), άλλη ένα ταξιδιωτικό βιβλίο για την Αφρική και τους ιθαγενείς της, και κάποιες άλλες φορές νουβέλες για πιο μεγάλους αναγνώστες. Έτσι έγινε η πρώτη μου επαφή με εξωσχολικά λογοτεχνικά βιβλία, ως εναλλακτική δηλαδή αμοιβή, αντί κορόμηλων, καρυδιών ή μύγδαλων μετά από θελήματα και προστάγματα της θεια Παγώνας.

***

Υπήρχαν, τέλος, εκτός από τα συνήθη καθημερινά θελήματα και τα επίσημα θελήματα. Αυτά είχαν ως αμοιβή χρήματα και αναλόγως της περίπτωσης: ένα πενηνταράκι, μια δραχμή, ένα δίφραγκο και πολύ σπάνια, τάλιρο. 
Τα επίσημα θελήματα θέλανε και επίσημο ένδυμα, οπότε βάζαμε τα καλά μας, διότι είτε αφορούσαν αποστολή πλάτης από ψημένο αρνί σε νουνά, ή σε οικογένεια που πενθούσε και δεν έψηνε έξω στο λάκκο εκείνη τη χρονιά, το Πάσχα. Ακόμη αφορούσε αποστολή  προϊόντων π.χ. σύκων, που μόλις είχαν πρωτοβγεί, σε συγγενική ή φιλική  οικογένεια.   
Το πιο επωφελές για μας θέλημα ήταν να μοιράσουμε σε όλο σχεδόν το χωριό βρασμένο σιτάρι (αδιάβαστα “κόλλυβα”) μέσα σε μικρές χάρτινες σακούλες ως  πρόσκληση σε μνημόσυνο. 
Οι σακούλες με το βρασμένο σιτάρι έμπαιναν  σε καλό κοφίνι, που είχε προηγουμένως επενδυθεί με καθαρή  πετσέτα. Μας δινόταν και ο κατάλογος των σπιτιών, όπου έπρεπε να μοιραστεί το “σ'τάρ’” και όλο το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ της παραμονής του μνημόσυνου είχαμε “σούρτα - φέρτα” μεταξύ του εντολέα μας και των σπιτιών, όπου θα κάναμε αυτό το όχι βεβαίως χαρούμενο delivery, ειδικά, εάν επρόκειτο για μνημόσυνο νέου ανθρώπου.  
Η αμοιβή μας τριπλή. Μια η βασική από τον εντολέα, που έφτανε ακόμη και ολόκληρο δεκάρικο, εάν αυτός ήταν πλούσιος. 
Η δεύτερη, τα τυχερά σε χρήμα που παίρναμε από  σπίτια που ήταν συγγενικά ή πολύ φιλικά με τον εντολέα μας. 
Η τρίτη δεν ήταν χρηματική, αλλά για μας πολύ σημαντική, διότι με αυτόν τρόπο μαθαίναμε πιο καλά το χωριό μας, και κυρίως τα σπίτια και τις νοικοκυρές τους, για το πόσο γαλαντόμες ήσαν στα φιλοδωρήματά τους, και ακόμα ανιχνεύαμε τη φιλική ή όχι, προς εμάς τα παιδιά, διάθεση και συμπεριφορά τους. 
Πράγματι, άλλη νοικοκυρά ήταν ευγενική, γλυκομίλητη και περιποιητική, άλλη ξινή και αδιάφορη.  Έτσι, είχαμε κι εμείς από μικροί καταχωρίσει στις δικές μας, από μνήμης, “λίστες” σχεδόν όλες τις νοικοκυρές του χωριού, για το τι σόι ήταν η καθεμία τους, πλούσια ή φτωχή,  καθαρή ή βρώμικη, γενναιόδωρη ή τσιγκούνα, που ίσως έπαιζε ρόλο στην απόφασή μας για το ποιές πόρτες θα χτυπούσαμε, κατά προτεραιότητα, πριν μας προφτάσουν άλλοι, για να πούμε τα κάλαντα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.    
Θυμάμαι, είχα κάνει αρκετές φορές αυτό το θέλημα, του μοιράσματος σιταριού, και πράγματι τα είχα οικονομήσει καλά. 
Η πρόσκληση, μάλιστα, ενός παιδιού για τέτοια αποστολή ήταν, τότε, πολύ δελεαστική και ταυτοχρόνως τιμητική, διότι έδειχνε ότι στη στενή, αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά σου, σε εμπιστεύονταν πλέον για σοβαρές δουλειές!

Στάθης Ασημάκης