Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

«Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα»!

 


Της Άλτα Φίλου – Πατσαντάρα 

Διαβάζοντας στα «Κουκουριώτικα» του συμπατριώτη μου Στάθη Ασημάκη για την Κατσ΄λουΠαγώνα την θυμήθηκα ευθύς κι εγώ γιατί ήταν μέρος και της δικής μου γειτονιάς, της Κουμούλας. Ο αδελφός της ο Κατσ΄λουΠαναγιώτης είχε το σπίτι του απέναντι από το δικό μας και κάθε που γιόρταζε, στις 21 Νοεμβρίου, της Παναγίας, ερχόταν η αδελφή του, η Κατσ΄λουΠαγώνα, για επίσκεψη. Διάλεγε βέβαια πάντα την πιο ακατάλληλη ώρα: είτε αχάραγα το πρωί, είτε το μεσημέρι που όλοι οι γείτονες έπαιρναν τον υπνάκο τους. Εμείς τα παιδιά, που τον μεσημεριανό ύπνο τότε τον είχαμε τιμωρία, κάτι τέτοια περιμέναμε για να πεταχτούμε έξω στο δρόμο. Έτσι κι εκείνο το μεσημέρι που την άκουσα να φωνάζει με τις ώρες για να της ανοίξουν την αυλόπορτα, να μπει στο σπίτι και να πει τα χρόνια πολλά στον αδελφό της. Πετάχτηκα έξω και την είδα να τρέχει αλαφιασμένη μια στην αυλόπορτα και μια στο μικρό παραθυράκι, στην πίσω μεριά του σπιτιού που ήταν ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόμου από το σπίτι μας. Μου ήταν συμπαθής ως φυσιογνωμία, θυμάμαι το λιπόσαρκο πρόσωπό της, κάτω από το μαύρο τσεμπέρι της και το σβέλτο περπάτημά της. Ήταν η παιδική περιέργεια που με έκανε να την παρακολουθώ εκείνο το απομεσήμερο.

«Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα, όρα Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα»!

Μόνο αυτό έλεγε για ώρα πολλή, με δυνατή αλλά ήρεμη φωνή, μέχρι να της ανοίξουν και αυτό γινόταν κάθε χρόνο! Στο μεταξύ ήταν στο πόδι όλη η γειτονιά. Βιολέτα λέγαν τη γυναίκα του αδελφού της Παναγιώτη, που γιόρταζε. Δεν είχαμε στην οικογένειά μας Παναγιώτη, ούτε και στην ευρύτερη συγγένεια είχαμε κάποιον με αυτό το όνομα που να γιόρταζε της Παναγίας. Έτσι μόλις την άκουγα ήξερα ότι θα έπρεπε να πάω κι εγώ σε λίγο στη θειά-Διολέτα, να πω τα χρόνια πολλά και να πάρω το καρυδάτο στο χέρι. Είχαν πολλές καρυδιές σ΄ένα χωραφάκι τους και όταν άπλωναν τα καρύδια στην ταράτσα για να στεγνώσουν, πολύ τα λιμπιζόμουν, καθώς τα έβλεπα από το μπαλκόνι μας. Η δική τους ταράτσα , όμως, ήταν απ΄όλες της γειτονιάς η πιο απρόσιτη. Ούτε γάτα δεν την έφτανε. Θυμάμαι όμως και την μεγάλη πασχαλιά που είχε το σπίτι πίσω ακριβώς από την αυλόπορτα. Με έστελνε η μητέρα μου, κάθε Αι-Γιωργιού για να ζητήσω από τη θεια-Διολέτα λίγα κλωνάρια για το βάζο της τραπεζαρίας, στη γιορτή του πατέρα μου. Ήταν άκληρο το ζευγάρι και έτσι εμείς, τα παιδιά της γειτονιάς, δεν είχαμε πρόσβαση στο κατώι και στην αυλή του σπιτιού, όπως είχαμε στα άλλα σπίτια της γειτονιάς, που ξέραμε και πού γεννάνε οι κότες τους, στην κυριολεξία! Αυτό το σπίτι έμεινε μέχρι τέλους μυστήριο.

Ας γυρίσω όμως στην πάντα μαυροφορεμένη και μικροκαμωμένη Κατσ΄λουΠαγώνα. Ίσως επειδή ερχόταν μόνο αραιά και που στη γειτονιά μας, ίσως επειδή εμείς είμασταν κοριτσογειτονιά στην Κουμούλα και έπρεπε η συμπεριφορά μας να είναι ανάλογη, ποτέ δεν θυμάμαι να την είχαμε κοροϊδέψει ή να την είχαμε πάρει στο κατόπιν. Ήταν γνωστή μόνο από την παραπάνω φράση της και κάθε φορά που κάποιο από μας τα παιδιά «ζητιάνευε» για ώρα κάτι από τους μεγάλους, ακούγαμε το αξέχαστο: «Αι, ξφουρτουσά! Σα τ΄Κατσ΄λουΠαγώνα κι συ, μ΄πήρις τ΄αφτιά!».

Μεγάλη πιά, συζητούσα μια μέρα με την μητέρα μου για τα παλιά και φτάσαμε στο, «Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα» της Κατσ΄λουΠαγώνας. Εκεί έμαθα την ιστορία της. Πόσο όμορφη ήταν στα νιάτα της και ότι είχε πάθει κάποιο «τρακ» από ένα γεγονός που της συνέβη νέα, αλλά η μητέρα μου δεν ήξερε λεπτομέρειες, ή δεν ήθελε να μου πει. Μάλλον θα ήταν το ακούσιο «κλέψιμο», που φαίνεται πως δεν μπόρεσε να το γιατρέψει ούτε ο μετέπειτα «αρραβώνας», όπως το περιγράφει και ο Στάθης.  Η μητέρα μου την πρωτογνώρισε, όταν ήλθε νύφη στη γειτονιά μας, στο σπίτι του μπάρμπα Θόδωρου, από την κάτω μεριά, προς τα χωράφια. Από το περιβόλι τούς έβλεπε να φεύγουν μαζί με τον άνδρα της, έβρεχε-χιόνιζε, για τις ελιές με το γαϊδουράκι τους. Ποτέ δεν έβγαινε στο κουσούλτο της γειτονιάς, ίσως γιατί και το σπίτι τους είχε άλλη δική του εμπασιά. Μια μέρα ακούσανε κλάματα μωρού και μάθανε στη γειτονιά, ότι γέννησε η Κατσ΄λουΠαγώνα ένα κοριτσάκι. Δεν πρόφτασε όμως να σαραντίσει και την είδαν να τραβάει με τον άνδρα της προς το νεκροταφείο με ένα κουτί στο χέρι…

Από τότε και μετά δεν την ξαναείδαν στη γειτονιά. Γύρισε το ίδιο κιόλας βράδυ πίσω στο πατρικό της στον Κούκουρα. Αυτό το δεύτερο «τρακ» στη ζωή της έδωσε φαίνεται το τελειωτικό χτύπημα στη φτωχή γυναίκα. Κλείστηκε στον εαυτό της και μόνο συνοδοιπόρο πλέον  στη ζωή της δεχόταν το γαϊδουράκι της. Απλοϊκή ψυχούλα, που εκείνη μόνο ήξερε, θαρρώ, τον αμίλητο πόνο που κουβαλούσε μέσα της από τα απανωτά «τρακ», που αθέλητα πήρε στη ζωής της. Ίδια ήταν η μοίρα και πολλών άλλων γυναικών τον παλιό καιρό, που ήταν ανήμπορες εκ των πραγμάτων να διαχειριστούν μόνες τους τις καταστάσεις που κάποιοι άλλοι δημιουργούσαν. Βάλτωναν από ντροπή και ανημποριάστη μοναξιά, αποκομμένες από τον κοινωνικό ιστό και την ίδια τους την οικογένεια τις περισσότερες φορές. Τα παιδιά της κάθε γειτονιάς, ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων, έδιναν το τελειωτικό χτύπημα. Χωρίς τα ίδια να το καταλαβαίνουν και χωρίς να γνωρίζουν και τα αίτια. Αλλά γυναίκες σαν την Κατσ΄λουΠαγώνα, αλαφροϊσκωτες και μεγαλόκαρδες,  δεν τους έδιναν και μεγάλη σημασία γιατί ήταν ακριβώς παιδιά.

Αυτή είναι η συνέχεια από μέρους μου, της ιστορίας της Κατσ΄λουΠαγώνας, που ασαράντιστη ακόμα λεχώνα έφυγε από τη γειτονιά μας. Μόνο κάθε που ξημέρωνε της Παναγίας ερχόταν πίσω στην Κουμούλα για να ευχηθεί στον αδελφό της για την γιορτή του. Και κάθε φορά έβρισκε κλειστή την αυλόπορτα και άρχιζε τα παρακάλια: «Διολέτα- Παναγιώταινα-Καλύβαινα, όρα Διολέτα-Παναγιώταινα-Καλύβαινα»!