Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

1872: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΛΟΥΚΑ-ΔΙΣΤΟΜΟ-ΑΡΑΧΩΒΑ-ΔΕΛΦΟΥΣ


Η μεταξύ του χωρίου Κυριάκιον και της Μονής του Οσιου Λουκά απόστασις είναι ώρας και ημισείας. Διερχόμεθα ωραία και τερπνά τοπία και αφικνούμεθα εις την Μονήν σώοι και αβλαβείς περί ώραν 3 μ.μ. Οι μοναχοί σχεδόν άπαντες ευρίσκοντο εντός της ευρυχώρου και περικαλούς μονής και από διαφόρων μερών του οικοδομήματος εβλέπομεν γυναίκας εξερχομένας, αίτινες ευρίσκοντο εν τη Μονή αι μεν χάριν του Ναού, αι δε όπως κομίσουν εις τους μοναχούς η λάβωσι παρ' αυτών λευκά ενδύματα προς πλύσιν. Είναι δε περίεργος η επικοινωνία αύτη η αδιάπαυστος των μοναχών μετά των κατοίκων του εγγύτατα τη Μονή ευρισκομένου χωρίου Στείρι, ως και των Στειριωτών μετά του ευαγούς οίκου. Λέγουσιν οι μοναχοί, δια να παραστήσουν την βραχυτάτην απόστασιν του Μοναστηρίου από του χωρίου Στείρι. «Τι Στείρι, τι μοναστήρι;» Και όχι δυσκόλως δυνάμεθα ν ' ανακαλύψωμεν ότι οι Στειριώται ευρίσκονται μετά της Μονής εις αδιάλειπτον επικοινωνίαν και αμοιβαίως. Η ευλάβεια ως εκ τούτου των Στειριωτών είναι αξιοσημείωτος και άπασαι αι γυναίκες προσεύχονται καθ' εκάστην εν τη Εκκλησία του Οσίου Λουκά, λαμβάνουσαι την ευλογίαν του λειτουργού του Υψίστου και δεόμεναι υπέρ μακροημερεύσεως αυτού. Τουτ' αυτό παρατηρείται και εν τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου εν τη επαρχία των Καλαβρύτων και ούτοι οι μοναχοί, ως και οι του Οσίου Λουκά, ευρίσκονται εις διεινεκή επικοινωνίαν μετά των κατοίκων του παρακείμενου τη Μονή ταύτη χωρίου Ζαχλωρού, αι δε γυναίκες της Ζαχλωρού, πλην της ευλαβείας προς τα θεία, ήτις χαρακτηρίζει αυτάς, διακρίνονται εξαιρέτως διά τα φιλάνθρωπα αυτών αισθήματα, όσον εγώ τουλάχιστον ηδυνήθην να πεισθώ εκ της οικειότητος, ην αύται επιδεικνύουσι τοις μοναχοίς. Και η επικοινωνία αύτη του, χωρίου Ζαχλωρού και του Στείρι δεν δύναται να παρεξηγηθή παρά των ευ φρονούντων. Ερρέτω δε ο κακά βουλευόμενος.
Τούτων ουν ούτως εχόντων, φίλε αναγνώστα, και περιέργου όντος σου. όπως γνωρίσης τα κατά την ιστορικήν Μονήν του Οσίου Λουκά, μετ' ευχαριστήσεως επανέρχομαι εις την διήγησιν και πρώτιστα εκφράζω τον θαυμασμόν, ον ησθάνθην, ότε επεσκέφθην τον ναόν του Οσίου Λουκά, όστις είναι ρυθμού Βυζαντιακού και παρεμφερής τω του Μεγαλωνύμου Ναού της Αγίας Σοφίας. Ο ψηφιδώδης « εις το εσωτερικόν ναός δια ποικίλων ψηφίδων, καίτοι εις πολλά μέρη κατεστραμένος, είναι ιδεώδους ωραιότητος. Ο ναός ούτος θεμελιούται επί έτερου ναού κατωγείου, καθιερωμένου εις την Αγίαν Βαρβάραν, ούτινος τα φατνώματα και οι τοίχοι κατακαλύπτονται υπό περικαλών αγιογραφιών, υπό χρωστήρος προσφάτως διελθόντος επ ' αυτάς φαινομένου κατασκευασθεισών. Εις δε τα θεμέλια του Ναού της Αγίας Βαρβάρας και κάτωθεν ολοκλήρου του χώρου αυτών εύρηται δεξαμενή, δεχόμενη τα όμβρια ύδατα.
Οι εγκαταβιούντες εν τη Μονή ταύτη μοναχοί ανέρχονται εις τον αριθμόν των εξήκοντα. Οι μοναχοί της Μονής Οσίου Λουκά ασχολούνται εις την καλλιέργειαν και διαφύλαξιν των κτημάτων της Μονής. Κέκτηται έκαστος των μοναχών ανά δύο κελλία ων το μεν χρησιμεύει διά τους θερινούς μήνας, το δε διά τον χειμώνα. Δεν δύναμαι άλλο τι να προσθέσω περί των μοναχών της Μονής ταύτης, ούτε δε περί της ωφελιμότητος αυτών, καθ' όσον πρώτιστα και κεφαλαιωδώς δεν είναι ωφέλιμοι, κατά την εμήν αντίληψιν. Διήλθον εν τη Μονή ταύτη επί μίαν ολόκληρον εβδομάδα και περαιώσας τάς εργασίας μου ανεχώρουν όχι ευχαρίστως, ίνα μεταβώ εις τήν κωμόπολιν Αράχωβα της Λεβαδείας λέγω δε όχι ευαρέστως, καθόσον οι διευθύνοντες την Μονήν επεδείξαντο ιδιάζουσάν τινα αγροικίαν, ήτις πείθει πάντα ότι οι πατέρες αυτοί κατά το πλείστον εισί γαστέρες αργαί και ουδέν άλλο. Φίλος τής αληθείας ποθώ πάντοτε να τα εκφράζω, όσον επίσης ποθώ να ακούω και να μανθάνω την αλήθειαν. Απομακρυνόμενος της Μονής του Οσίου Λουκά μίαν γνώμην περί των μοναχών αυτής είχον μορφωμένην, ότι ο καλός χαρακτήρ του άνθρώπου όπως και ο κακός διαπλάττονται υπο της αγωγής ης τυγχάνουσιν υπό των προϊσταμένων, ως η οικογενειακή αγωγή μορφώνει τα τέκνα.
***
Διερχόμενοι του χωρίου Δίστομον, κειμένου επί των κατωτάτων υπωρειών του Ελικώνος, ξενιζόμεθα επί ποδός υπό του προκρίτου του χωρίου τούτου Αθανασίου Τζάθα, ανδρός φιλόξενου κα πολυπλάγκτου, αλλά καί έχθιστα διατελούντος προς τους μοναχούς του Οσίου Λουκά. Κατά τό πρόγευμα, ο παρέθηκεν ημίν μας ενόμισεν ως ερεθιστικόν της ορέξεως (Friant) τριχιούς (σαρδέλες) της Λισσού, τας εξακουστάς αυτάς εν τη οικουμένη. Ο Τζάθας επέμενε να παραμείνωμεν την επερχομένην νύκτα έν τω οίκω του, αλλά δεν ηδυνάμην να τον ευχαριστήσω, διότι εσκόπουν να μεταβώ εις Αράχωβαν, ίνα συνεχίσω εκεί, τας ανακρίσεις.
Ανεχώρουν λοιπόν εσπευσμένως, και διεσχίζομεν κοιλάδα τερπνότατην, κατάφυτον δε και ης προς βορράν και προς ανατολάς εφαίνοντο τα όρη Ελικών καί Παρνασσός. Ην ήδη μεσημβρία και ο καιρός σχεδόν εαρινός, εκείνος δε ο ήλιος εθέρμαινε την φύσιν όστις μόνον ίσως εις το κλίμα της Ελλάδος είναι ορατός. Ούτε πνοή άνεμου δεν εφύσα και τα πτηνά εκελάδουν εντός των δένδρων. Αντίθεσις καταπληκτική της μεταβολής της ατμοσφαιρικής εντός βραχυτάτου διαστήματος χρόνου. Ανέστελλον το βάδισμα των υποζυγίων ίνα απολαύσω της απαράμιλλου ταύτης της φύσεως ηδύτητος. Το χλωρόν της πεύκης, το απωτέρω μέλαν της ελάτης, το κατάχλωρον του πρίνου, το κελάρυσμα των ρυάκων, το άσμα του κορυδαλού και ιδίως το της καλάνδρας, ο συριγμός του κοσσύφου, καθιστών την πορείαν μαγευτικήν, ενώ μακράν εντός της κοιλάδος ανεφαίνοντο που και που αιγών ποίμνια και προβάτων βελάσματα ηκούοντο και αντήχει εις τα όρη και τας δειράδας ο αυλός του ποιμένος, όστις διά της καλαύροπος και διά συριγμών ωδήγει τα θρέμματα εις τον τόπον της νομής.
Δεν σκηνογραφώ, εικονίζω διά του ειδικού μου χρωστήρος μεγαλοπρεπή φύσιν, ην εθεώμην, όπισθέν μου έχων τον ήμερον Ελικώνα και απέναντι, ως εβάδιζον. τον υψικάρηνον Παρνασσόν. Εάν ο ασθενής κάλαμος, ον χειρίζω, εκφέρει ενίοτε καλάς τινας εικόνας, τούτο κατορθούται, διότι με εμπνέει η φύσις, ης αι καλλοναί ατελεύτητοι.
Ο ήλιος έδυσεν, όταν εφθάνομεν προ τινος βουνού, ονομαζόμενου Ζεμενός, ος έχει ιστορίαν θλιβεράν, άμα δε και ευάρεστον. Επί του βουνού αυτού γεώδους, ήτοι γεωλόφου, κατά το έτος 1855 καταδιωκόμεναι αι ηνωμέναι ληστοσυμμορίαι Νταβέλη και Κακαράπη καταφυγούσαι ωχυρώθησαν και αντέταξαν απελπι στικήν άμυναν εναντίον των πολιορκησάντων αυτούς στρατιωτικών αποσπασμάτων και των εκ των περιχώρων χωρικών εκ Διστόμου και Αραχώβης, ων ηγείτο ο εξ Αραχώβης καταγόμενος λοχαγός του πεζικού Μέγας. Ο εις την συνοδείαν μου ευρισκόμενος χωροφύλαξ, ιππεύς, ούτινος το όνομα ελησμόνησα, είνε εις τών ιππέων, οίτινες παρίσταντο τότε κατά την συμπλοκήν και όταν άπαντες σχεδόν οι λησταί είχον φονευθή και ολίγιστοι κατώρθωσαν να διασπάσωσι την πολιορκητικήν γραμμήν, ο ιππεύς ούτος ορμήσας ξιφήρης κ α τ ά τινος των φευγόντων ληστών και μη δυνηθείς να ζωγρήση αυτόν, σπασάμενος το ξίφος απέκοψε την κεφαλήν του ληστού, ην εκόμισε τω αρχηγώ της καταδιώξεως. Επί ταύτη τη ανδραγαθία επαρασημοφορήθη ο στρατιώτης. Τα πέριξ τών γεωλόφων Ζεμενός είναι θαμνώδη και επειδή η μέχρι Άραχώβης ατραπός, ανάντης και απότομος επί των υπωρειών του Παρνασσού είνε επίπονος προς πορείαν και δη εν νυκτί, απεφάσισα να διανυκτερεύσωμεν παρά τον Ζεμενόν, αφού πρότερον άψωμεν πυράς πέριξ. Η νυξ ην θαυμάσια ως εκ της νηνεμίας και μόνη η παγερά ατμόσφαιρα καθίστα τήν διαμονήν οχληράν, αλλά είμεθα εφωδιασμένοι δια χλαινών και αι πυραί καθίστων την ατμόσφαιραν ήττον ψυχράν.
Επί πρίνου πυκνότατου ερρίφθην και παρεδόθην εις ύπνον όχι δυσάρεστον.Το άρωμα του πρίνου,αι σελλαγίζουσαι πυραί αι εκ των καιομένων πρίνων, η φωνή του βύου (μπούφου), του νυκτινόρου τούτου πτηνού με εβαυκάλιζον τρόπον τινά και καθίστων ήττον αισθητήν την από του υπαίθρου ύπνου τικτομένην δυσφορίαν. Βαθέως όρθρου παρεκάλουν να γίνη η έγερσις και αφού πρότερον ερροφήσαμεν κύαθον καφφέ και εφάγομεν άρτου τεμάχια πολλά, αναβάντες των ημιόνων οδηγούμεθα διά των ατραπών προς την ωραίαν κωμόπολιν της Αραχώβης, όπου εφθάνομεν μετά παρέλευσιν τριών ωρών, Ηως ότε διαφάνη. Ότε δ' Ηλέκτωρ  Υπερίων (ο ακτινοβόλος ήλιος) εφάνη εις τας κορυφάς των οικιών της ωραίας κωμοπόλεως ημείς διεσχίζομεν τας οδούς της πόλεως, χαίροντες και επατούμεν τάς κορυφάς του Παρνασσού, όπου εγγύς το των Δελφών μαντείον του Απόλλωνος εύρηται.
Η Αράχωβα ωκοδόμηται επί τινος του Παρνασσού κλιτύος και κατοικείται υπό πεντακισχιλίων περίπου ψυχών. Οι κάτοικοι κύριον πόρον έχουσι τον καρπόν της ελαίας καί τό εξ αυτών εκθλιβόμενον έλαιον και τον οίνον, ον παράγουσιν εκ των ωραίων αμπελώνων. Οι κάτοικοι της Αραχώβης έχουσιν αναστήματα υψηλά, άνδρες τε και γυναίκες, αι δε γυναίκες φημίζονται δια την καλλονήν. Το διάζωμα (μπροστέλλα) , ο φέρουν αι γυναίκες, το μεν των εγγάμων εστιν ερυθρούν, το δε των αγάμων ερυθρούν διηνθισμένον δια πλεκτών κεντημάτων ποικιλοχρώμων, το δε  των χηρών μέλανος χρώματος. Αι κόμαι των γυναικών είνε πλούσιαι και πάσαι αι γυναίκες είνε εϋπλόκαμοι. Αι γυναίκες εν γένει της Αραχώβης είνε φαιδραί καί χαρίεσαι και αυστηρών άμα ηθών.
Παρέμεινα εν Αραχώβη επι πολλάς ημέρας ίνα περαιώσω τας ανακρίσεις και κατόπιν, επειδή η απόστασις του εν τη Φωκίδι μαντείου των Δελφών από της Αραχώβης είνε σύντομος, απεφάσισα να επισκεφθώ αυτό και να θαυμάσω τον ναόν του Απόλλωνος, εις ον ήν αναγεγραμμένον το «γνώθι σ' αυτόν» και το «μηδέν άγαν » . Οι σοφοί Ελληνες εκ μεν Ιωνίας Θαλής τε Μιλήσιος και Πρινεύς Βίας, Αιολέων δε των εν Λέσβω, Πιττακός Μιτυληναίος, εκ δε Δωριέων των εν τη Ασία Κλεόβουλος Λίνδιος, και Αθηναίος τε και Σόλων και Σπαρτιάτης Χίλων ο δε έβδομος Πλάτων ο Αρίστωνος αντί Περιάνδρου του Κυψέλου Μύσωνα κατείλοχε τον Χηνέα. Ούτος αφικόμενος είς Δελφούς ανέθεσεν τω Απόλλωνι τα αδόμεν Γνώθι σαυτόν καί Μηδέν άγαν, ως ιστορεί ο Παυσανίας εις τα «Φωκικά», Liber X § XXIV, λέγων επί λέξεσιν «εν δε προνάω το εν Δελφοίς γεγραμμένα εστίν ωφελήματα ανθρώποι ες βίον εγράφη δε υπό ανδρών, ους γενέσθαι σοφούς λέγουσιν Έλληνες».
Από Αραχώβης αναχωρήσας τη πρωία έφιππος επορεύθην οδόν όχι ανώμαλον και χαλεπήν αλλά ομαλήν μεν, προπάντων δε ως λέγομεν την σήμερον ανηφορικήν. Βράχοι υψηλοί και αποτομότατοι υψούνται δεξιά τω αναβαίνοντι την ατραπόν και λίθοι ογκώδοις πρόκεινται τη ατραπώ πολλαχού, αποσπασθέντες και κατατακυλισθέντες εκ των του Παρνασσού βράχων υπό σεισμών ισχυρών και ολέθριων επισυμβάντων εν Φωκίδι κατά το έτος 1871. Ευρίσκομαι προ του μαντείου του Απόλλωνος και ενθυμούμαι το αρχαιότατον ότι Γης είναι το χρηστήριον και υπό της Γης ότι ετάχθη πρόμαντις η Δάφνις ήτις είναι των περί το όρος νυμφών. Λέγουσι δε το αρχαιότατον κατεσκευάσθη εκ δάφνης, ότι δε εκομίσθησαν οι κλάδοι από της δάφνης της εν τοις Τέμπεσι. Κατά δεύτερον λόγον λέγουσιν οι Δελφοί ότι ο ναός εγένετο υπό μελισσών, από του τε κηρού των μελισσών και εκ πτερών. Λέγεται δε και .έτερος λόγος, ότι τον ναόν κατεσκεύασεν ανήρ Δελφός. όστις ωνομάζετο Πτεράς, και ως εκ τούτου του οικοδομήσαντος τον ναόν έλαβεν ο ναος και το όνομα του Πτερά. Ότε δε Παυσανίας ο περιηγητής επεσκέφθη τους Δελφούς αναφέρει ότι «την δ' εφ ' ημών τω θεώ ναόν ωκοδόμησαν από των ιερών οι Αμφικτυόνες χρημάτων, αρχιτέκτων δε τις Σπίνθαρος εγένετο αυτού μεν Κορίνθιος».
Και ταύτα μεν πανθ' όσα φέρονται περί τε του μαντείου του Απόλλωνος και περί του τρόπου της κατασκευής αυτού και του Αρχιτέκτονος, εγώ δε συναντώ ευθύς ως καταφθάνω επί του ιερού τόπου και ορώ πηγήν κατά τα δεξιά και ύπερθεν αυτής αναβαθμίδας λελαξευμένας επί του βράχου, διηκούσας δε μέχρι ανοίγματος μεγάλου, ου εις το άκρον χαίνει βάραθρον και ούτινος ύπερθεν λέγεται ότι έκειτο ο Τρίπους επί του οποίου αναβαίνων ό Πύθιος Απόλλων εμαντεύετο τους λοξούς εκείνους χρησμούς, οίτινες και εζητούντο συχνότατα. Επί του βράχου αυτού εύρον διάφορα άνθη άγρια, ων μεταξύ καί ανεμώνην. Τα άνθη ταύτα φυλάσσονται επιμελώς και ευλαβώς υπό φιλτάτης μου αυταδέλφης. Καταβαίνω τας αναβαθμίδας και προχωρώ. Ευρίσκομαι απέναντι χώρου ευρέως ούτινος είς τάς παρειάς ή κάλλιον τας πλευράς, εκ λίθου μαρμάρου κατασκευασμένας ορώ μυριάδας επιγραφών. Ο χώρος ούτος εις το εμβαδόν περιέχει πλείστα τεμάχια εκ μαρμάρου, σχήματα έχοντα ποικίλα γεωμετρικά. Το σύνολον του χώρου με βεβαιοί ο εξηγητής ότι ήν το μαντείον ή ο ναός του Απόλλωνος. Ο μέγας αρχαιολόγος Μύλλερος, αναγινώσκων τας επιγραφάς ταύτας προ πολλών δεκαετηρίδων και εκτεθειμένος εις την επίδρασιν των καυστικών ακτίνων του ηλίου, προσεβλήθη ο τάλας υπό τύφου και υποκύψας εις την νόσον απέθανεν, ο δε τάφος αυτού εύρηται επί του Κολωνού, δεξιά τω βαίνοντι εις την Κολοκυνθούν.
Οι Δελφοί, επί των οποίων ευρίσκετο το χωρίδιον Καστρί, ερειπωθέν υπό του σεισμού ος έσεισε την Φωκίδα εν έτει 1870, ανωκοδομήθησαν δια καλυβών εκ ξύλου, εις μίαν των όποιων στεγάζεται ο οπλαρχηγός του αγώνος Φράγγος, αγαθώτατος γέρων, όστις με εφιλοξένησεν επί τινας ώρας καί μοί επέδειξε την πολύτιμον οπλοθήκην του, εις ην είχεν ανηρτημένην και σπάθην Δαμασκηνήν, ην τινα είχεν αποκτήσει αφαίρεσας εκ του νεκρου πασσά ον ιδίαις χερσί κατά τον αγώνα της παλιγγενεσίας είχεν αποκτείνει. Η λεπίς της σπάθης της δαμασκηνής κέκτηται την ιδιότητα της ελαστικότητος τόσον μεγάλην, ώστε λογιζόμενη ευκόλως ενώνει τας δύο άκρας σχηματίζουσα σχήμα ωοειδές. Είνε δε βαρύτιμος η τοιαύτη λεπίς. Παραλείπω να διηγηθώ πανθ ' όσα μετριοφρονέστατα μοι αφηγήθη ο Φράγγος περί του Ελληνικού αγώνος. Ο Φράγγος, γενναίος πολεμιστής, ην αναστήματος μετρίου και είχε την φωνήν γυναικώδη, ην δε πατήρ επιστήμονος ικανού, επαγγελλομένου τον ιατρόν εις Άμφισσαν και τιμωμένου παρά των συμπολιτών του.
Δι' Αραχώβης επιστρέφων εκ Δελφών και κατερχόμενος τας υπώρειας του Παρνασσού μετέβαινον εις  χωρίον Δαύλια του Δήμου Διστόμου, χωρίου μικρού και ούτινος αι λιθόκτιστοι οικίαι εισίν αραιώς οικοδομημέναι. Το χωρίον αυτό είνε η αρχαία Δαυλίς, περί ης ο Παυσανίας λέγει «Οι δε ενταύθα άνθρωποι πλήθος μέν είσιν ου πολλοί, μεγέθει δε και αλκή και ες εμέ έτι δοκιμώτατοι Φωκέων.»…….
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ