Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ


                             

Ένα άρθρο του καθηγητού κ. Ι. Σαρρή δημοσιευμένο στο περιοδικό «Εκδρομικά» σχετικώς με τη σπηλιά του Οδυσσέα Ανδρούτσου ήταν η αφορμή να ξεκινήσουμε είκοσι άτομα με επικεφαλής τον ίδιο τον καθηγητή για να επισκεφθούμε κι’ εξερευνήσουμε τη σπηλιά αυτή που βρίσκεται στη Β.Α. πλαγιά του Παρνασσού κοντά στο χωριό Βελίτσα. Είμαστε οι πρώτοι μέχρι τα σήμερα που φτάσαμε στη Βελίτσα με το σκοπό αυτό γιατί κανένας ως τώρα δεν ενδιαφέρθηκε για τη σπηλιά, κι είναι ίσως ελάχιστοι εκείνοι που την ξέρουν για «σπηλιά του Ανδρούτσου».

Εκείνη που θεωρείται ως σπηλιά του ήρωα, είναι το Κορύκειο  Άντρο στην αντίθετη πλευρά του Παρνασσού, πάνω από τους Δελφούς, και σ’ αυτό φταίνε κι οι ιστορικοί μας – απ’ τον Τρικούπη ως τον Κόκκινο – που έτσι την αναφέρουν. Ευτυχώς όμως κάποιος σύγχρονος του Ανδρούτσου, ο οποίος έζησε κοντά του κι ήταν και γραμματεύς του, ο Αντώνιος Γεωργαντάς απ’ τη Λειβαδιά, ανέτρεψε την ανακρίβεια αυτή (περιοδικό Παρνασσός 1881) χωρίς όμως να τον προσέξουν και να συμμορφωθούν οι νεώτεροι ιστορικοί μας και οι συντάκτες των μεγάλων μας λεξικών. Και πριν ακόμα φθάσουμε εμείς στη σπηλιά του Οδυσσέως, ας δούμε πως αυτός την ανακάλυψε και την χρησιμοποίησε ύστερα για κατοικία του.

Τον Νοέμβριο του 1822 όταν ο Κιοσέ Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς πατούσε την Ανατολική Ελλάδα, οι Βελιτσιώτες μαθαίνοντας τον ερχομό του, θέλησαν να προφυλαχτούν απ’ την οργή του πασά, κι αποφάσισαν να καταφύγουν στις αποκλείστρες του Παρνασσού. Ο χειμώνας όμως ήταν βαρύς και τα χιόνια τόσα πολλά κατά κείνα τα μέρη που τους ανάγκασε να καταφύγουν σε διάφορες άλλες κρυψώνες. Μερικοί διαλέξανε για καταφύγιο τη σπηλιά αυτή που βρίσκονταν κοντά στο χωριό τους κι αφού κατορθώσανε με χίλιους κινδύνους να την πατήσουν, μπήκανε μέσα περί τις 2.000 ψυχές.

                    

Αργότερα μαθαίνοντας ο Ανδρούτσος την κρυψώνα, αυτή «χάριν περιέργειας, κατά τον Γεωργαντά, απεφάσισε ν’ ανέβει εις το σπήλαιον και να το επεξεργασθεί». Και τόσο άρεσε στον Οδυσσέα το θεόκτιστο αυτό οχύρωμα, που αμέσως πήρε την απόφαση να το κάμη μόνιμη κατοικία του, βάζοντας μέσα την οικογένειά του η οποία έτσι θα βρισκόνταν στο διάστημα του πολέμου σ’ ένα ασφαλισμένο μέρος. Μπορούσε δε να την χρησιμοποιήσει και σαν σκοπιά, γιατί από κει φαίνεται ολάκερος ο κάμπος της Λοκρίδας, απ’ τον οποίο μπαινόβγαιναν τότε οι εχθρικές δυνάμεις. Το μεγαλύτερο όμως προτέρημα της σπηλιάς ήταν ότι επειδή είχε μεγάλο άνοιγμα μπροστά, το εσωτερικό της βρισκόταν πάντα εκτεθειμένο στον αέρα και στον ήλιο κι έτσι είχε αρκετό φώς και δεν την πείραζε η υγρασία.

Καθαρίζοντάς την, έκανε διάφορα χωρίσματα μέσα, φτιάχνοντας δωμάτια. Στο ένα έμενε η γυναίκα του, στ’ άλλο η μητέρα του με την αδερφή του Ταρσίτσα – αυτή που παντρεύτηκε ύστερα τον Εγγλέζο Τρελόνυ – κι αυτός για δικό του είχε κτισμένο ένα θολωτό δωμάτιο πάνω απ’ την είσοδο της σπηλιάς. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά. Στο βάθος υπήρχαν κελάρια για να βάζει διάφορα πράγματα και σ’ ένα μέρος είχε κάνει και εκκλησιά «διά πολλών αγίων λειψάνων – κατά τον Τρελόνυ – με αργυρές κανδήλες τα οποία συνηθροίσαμεν εκ των περιχώρων εκκλησιών ίνα προλάβωμεν την διαρπαγήν τούτων από τους Τούρκους». Επειδή όμως η είσοδος στη σπηλιά ήταν πολύ απότομη, έκαμε απ’ τη μια άκρη εις την άλλη ασβεστότοιχο, αφήνοντας στη μέση μια μπασιά.
Το ανέβασμα γίνονταν με σκάλα ξύλινη, απ’ την οποία ένας-ένας μπορούσε ν’ ανεβαίνει, είχε όμως κι ειδικό μηχάνημα για να ανεβάζει τα διάφορα πράγματα. Κι αυτό το ζήτημα του νερού είχε προβλέψει ο Οδυσσεύς κατασκευάζοντας στέρνα. Στην είσοδο της σπηλιάς είχε στήσει και δυο κανόνια που του έστειλε γι α δώρο ο Βύρων απ’ το Μεσολόγγι με τον Τρελόνυ. Κι επειδή στον Οδυσσέα η τότε εμπόλεμη κατάσταση δεν του επέτρεπε να μένει συχνά εκεί, είχε τέσσαρες φύλακες απ’ τους οποίους μόνον των δυο ο Γεωργαντάς μας δίνει τα ονόματα. Ο ένας ήταν Τουρκαλβανός Μπαμπά Αχμέτης, κι ο άλλος ένας Ούγγρος Καμαρών ξακουστός καβαλλάρης που τελειοποίησε στην άσκηση αυτή τον Ανδρούτσο.

                    


Η σπηλιά της Βελίτσας γίνηκε για τον Οδυσσέα το αγαπημένο του καταφύγιο, κι άλλοτε έμενε κει για να ξεκουραστεί από τις πολεμικές του επιχειρήσεις, άλλοτε δε, και δυστυχώς αρκετές φορές, αποτραβιόταν θυμωμένος απ’ τους καλαμαράδες και αποφασισμένος να μη λάβει πια μέρος στον αγώνα. Σε μια τέτοια στιγμή του έγραψε ο Καραϊσκάκης, λέγοντάς του ν’ αφήσει τη σπηλιά και να λάβει μέρος στον πόλεμο, γιατί στις σπηλιές μέσα μένουν μονάχα τα’ αρκούδια. Οσάκις έλειπε ο Ανδρούτσος τον αντικαθιστούσε ο γαμπρός του Τρελόνυ – του οποίου οι γάμοι του με την Ταρσίτσα γίνανε μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά – και του έδωσε και τον τίτλο «φρούραρχος της σπηλιάς».
Τον Απρίλιο του 1825, όταν ο Ανδρούτσος παρεδόθη στον Γιάννη Γκούρα, στο μοναστήρι του Αη-Λιά κοντά στις Λιβανάτες, ο Γκούρας αφού τον κράτησε λίγο εκεί, τον έστειλε ύστερα στην Αθήνα να δικαστεί με τη συκοφαντία του προδότη. Απ’ τις Λιβανάτες τον συνοδεύσανε δέκα στρατιώτες με επικεφαλής τον Παπακώστα. Φεύγοντας όμως ο Παπακώστας πήρε διαταγή απ’ τον Γκούρα να περάσει απ’ τη σπηλιά του Ανδρούτσου και να την καταλάβει. Φθάνοντας κει ο Παπακώστας για να εκτελέσει τη διαταγή του καπετάνιου του, θέλησε να μπει πρώτος αυτός μέσα στη σπηλιά, γιατί φοβότανε τον Οδυσσέα αν προηγείτο.

                   

Ο Τρελόνυ όμως δεν τον άφησε γιατί μάντεψε τα σχέδιά του, κι έτσι η συνοδεία του Ανδρούτσου εξακολούθησε το δρόμο της για το μοναστήρι του Δομπού. Κι ήταν η τελευταία φορά που ο ήρωας της Γραβιάς πέρασε απ’ τη σπηλιά του. Ύστερα από τρείς μήνες έπεφτε δολοφονημένος πάνω στην Ακρόπολη.
Ενώ ακόμα ο Ανδρούτσος βρισκόταν φυλακισμένος μέσα στην Κούλια, η κυβέρνηση θέλησε να καταλάβει τη σπηλιά του και χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό τον Σκώτο Φέντων που έμενε κι αυτός εκεί. Μα το σχέδιό του απέτυχε και τ’ αποτέλεσμα ήταν να τραυματισθεί ο Τρελόνυ ελαφρά και να πέσει σκοτωμένος ο Φέντων απ’ το χέρι του φύλακα Καμαρών.

Η οικογένεια του Ανδρούτσου θρήνησε το θάνατό του, αποκλεισμένη πάνω στη σπηλιά καθώς και το δημοτικό τραγούδι αναφέρει :

«Ποιος θε ν’ ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια;

Διαβήτ’ από τη Λειβαδιά και σύρτε στη Βελίτσα.

Κι εκεί ν’ ακούστε κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια.

Ν’ ακούστε την Ανδρούτσαινα τη μάννα του Δυσσέα.

Πως σκούζει, πως μοιρολογά και σαν τρυγόνα κλαίει…»

Και εξακολουθήσανε κι ύστερα απ’ το φόνο του ήρωα να μένουν στη σπηλιά, ως ότου που μια μέρα ένα Εγγλέζικο πολεμικό άραξε στη σκάλα της Αταλάντης – ενέργεια του Χάμιλτον – και βγάζοντας απόσπασμα έστειλε και παρέλαβε την οικογένεια του Ανδρούτσου και τον Τρελόνυ και τους μετέφερε στη Ζάκυνθο.

Η σπηλιά αυτή είναι μια ώρα μακριά απ’ τη Βελίτσσα στην αριστερή ακρορεματιά του Κάχαλι. Βγαίνοντας έξω απ’ το χωριό, θα συναντήσετε ένα πετροβούνι που κόβεται απότομα – ονομάζεται Ανατολικό – και εξακολουθεί ως με χίλια μέτρα. Σχεδόν στο τέλος βρίσκεται η σπηλιά, σκαμμένη στα μισά του βράχου που θα έχει ύψος περί τα 100 μέτρα.

Αντικρίζοντάς την κανείς από μακριά μοιάζει σαν μια τεράστια αγριοπεριστεροφωλιά και σήμερα δεν χρησιμεύει παρά για τον σκοπό αυτό…
Κι ενώ, πριν φθάσει κανένας νομίζει ότι με λίγο κόπο θα κατορθώσει να μπει μέσα, όταν ζυγώσει βλέπει πως γελάστηκε. Στάθηκε αδύνατο να ανεβούμε επάνω, κι όλες οι προσπάθειές μας ήταν μάταιες. Από παντού την προφυλάσσει ένας ξυστός γκρεμνός που την κάνει απάτητη.

                 

Μπροστά στο άνοιγμά της υπάρχει ένα πλάτωμα, σαν εξώστης, περί τα 60 μέτρα μάκρος και φαίνεται πως είναι το μέρος που είχε προφυλάξει ο Ανδρούτσος με τοίχο. Ακόμα και σήμερα τον διακρίνουμε αν και ερειπωμένο. Τον Θάλαμο – απ’ όσα βλέπουμε από κάτω- τον χωρίζει στα δύο ένα φυσικό τοίχωμα και προχωρεί αρκετά προς τα μέσα… Έτσι τουλάχιστον μας είπαν οι χωριάτες. Γιατί υπάρχουν μερικοί που κατορθώσανε να μπούνε κάποτε μέσα κι είδανε και την εκκλησιά που είχε καμωμένη ο Ανδρούτσος και η οποία σώζεται.

Τη σπηλιά αυτή ξαναχρησιμοποιήσανε ύστερα από εβδομήντα πέντε χρόνια οι Βελιτσιώτες στα 97 όταν οι Τούρκοι φθάσανε κατά τη Λαμία. Είχανε κάνει ξύλινη σκάλα – ακόμα και σήμερα σώζονται μερικά ξυλόσκαλα – και μεταφέρανε μέσα τα πράγματά τους έτοιμοι κι αυτοί να μπούνε μόλις θα δυνάμωνε ο κίνδυνος.

Στα γύρω μέρη θα την συναντήσετε με δυο ονόματα. Το ένα είναι «Σπηλιά του Ανδρούτσου» και το άλλο «Δρακοσπηλιά». Ίσως το δεύτερο όνομα που δεν έχει καμιά σχέση με τ’ ομώνυμο χωριό, ήταν το αρχικό της, αργότερα όμως χάθηκε κάτω απ’ το όνομα του Ανδρούτσου.

ΤΑΚΗΣ ΛΑΠΠΑΣ


ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΠΙΣΛΗ
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΒΡΑΔΥΝΗ" τον Οκτώβριο του 1933.