Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Αναπαράσταση αρχαίου όρθιου αργαλειού στο Λαογραφικό Μουσείο Αράχωβας



Από τα σημαντικότερα αποκτήματα του Λαογραφικού Μουσείου Αράχωβας και πολύτιμο εργαλείο στα εκπαιδευτικά του προγράμματα είναι οι κατά το δυνατόν ακριβείς αναπαραστάσεις αρχαίων αργαλειών, οι οποίες παρουσιάζουν την εξέλιξη της υφαντικής τέχνης στην περιοχή αλλά και στον ελλαδικό χώρο γενικότερα από την αρχαιότητα έως σήμερα. Οι αναπαραστάσεις αυτές κατασκευάζονται για το Μουσείο με απόλυτη επιστημονική τεκμηρίωση και με βάση απεικονίσεις αργαλειών στην εικονογραφία των αρχαίων και βυζαντινών χρόνων.

Η πρώτη από τις αναπαραστάσεις αποτελεί ρεαλιστική αποκατάσταση σε πραγματικό μέγεθος αρχαίου κάθετου αργαλειού με βάρη. Ο συγκεκριμένος τύπος αργαλειού χρησιμοποιήθηκε στον ελλαδικό χώρο από τους προϊστορικούς χρόνους (7η χιλιετία π.Χ.) έως και τους πρώιμους βυζαντινούς αιώνες. Η αρχαία ονομασία του είναι ιστός, και είναι γνωστή ήδη από τα ομηρικά έπη. Πρόκειται για την πρωταρχική μορφή και πρόδρομο του σημερινού αργαλειού, η λειτουργία του οποίου βασίζεται στην ίδια κοινή αρχή με αυτόν: μια σειρά νήματα, τα στημόνια, τεντώνονται μεταξύ δύο σταθερών παράλληλων στοιχείων, έτσι ώστε να περνά ανάμεσά τους με τη βοήθεια της σαΐτας μια δεύτερη σειρά νήματα, τα υφάδια, και να δημιουργείται έτσι το ύφασμα. Η μορφή του αρχαίου αργαλειού, μπροστά στον οποίο οι υφάντρες εργάζονταν όρθιες, μας είναι γνωστή από τις απεικονίσεις του σε αγγεία και ανάγλυφα της αρχαιότητας, με βάση τις οποίες έγινε και η αποκατάσταση που βρίσκεται στο Μουσείο.



Τα μόνα μέρη του αργαλειού που σώζονται από την αρχαιότητα είναι τα υφαντικά βάρη (αγνύθεςή λεαί), τα πήλινα δηλαδή αντικείμενα που χρησίμευαν για να τεντώνουν τα στημόνια. Καθώς η υφαντική ήταν από τις περισσότερο διαδεδομένες οικοτεχνικές δραστηριότητες καθ’ όλη την αρχαιότητα, τα υφαντικά αυτά βάρη βρίσκονται σχεδόν σε κάθε αρχαίο οίκημα και η ύπαρξή τους αποτελεί αψευδή μαρτυρία για την ύπαρξη και λειτουργία κάθετου αργαλειού.

Για την κάθε περίοδο είναι γνωστοί συγκεκριμένοι τύποι και μεγέθη υφαντικών βαρών, τα οποία μας δίνουν και τη χρονολόγηση του αργαλειού. Τα υφαντικά βάρη της αποκατάστασης που βρίσκεται στο Λαογραφικό Μουσείο Αράχωβας είναι τριών τύπων και αποτελούν ακριβείς απομιμήσεις εκείνων που βρέθηκαν σε έναν προϊστορικό οικισμό του 2500 π.Χ., ο οποίος ανασκάφηκε το 1907 από τον Γεώργιο Σωτηριάδη και την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία στη θέση Σχιστή Οδός, κοντά στο Ζεμενό της Αράχωβας. Τα αυθεντικά προϊστορικά υφαντικά βάρη εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χαιρώνειας.

Η αναπαράσταση του προϊστορικού αυτού αργαλειού έγινε με παραδοσιακό τρόπο και εργαλεία από τον συντηρητή έργων τέχνης και ξυλουργό Γιάννη Κολόβαρη, ενώ οι απομιμήσεις των πήλινων αγνύθων κατασκευάστηκαν για το Λαογραφικό Μουσείο Αράχωβας στο Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής από την αρχαιολόγο Ιωάννα Μαυροειδή.



Η δεύτερη αναπαράσταση αφορἀ αργαλειό βυζαντινών χρόνων. Πρόκειται ουσιαστικά για όρθιο αργαλειό που, αντί για υφαντικά βάρη, διαθέτει δύο σταθερές οριζόντιες ράβδους-ρολά για το τέντωμα του στημονιού. Στον αργαλειό αυτό, ο οποίος εμφανίστηκε κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες και η μορφή του είναι γνωστή από μικρογραφίες βυζαντινών χειρογράφων του 11ου και 13ου αι., η ύφανση γίνεται από κάτω προς τα επάνω, το υφάδι συμπιέζεται προς το έδαφος και το έτοιμο ύφασμα τυλίγεται στην κάτω ράβδο. Ο τύπος αυτός αργαλειού αποτελεί μετεξέλιξη εκείνου που χρησιμοποιήθηκε ήδη από την προϊστορική εποχή, αδιάκοπα και για πολλές χιλιετίες, έως και τους βυζαντινούς χρόνους. Σε αντίθεση με εκείνον, ο νέος αυτός τύπος όρθιου αργαλειού επιτρέπει στην υφάντρα να εργάζεται πλέον καθιστή.

Την εξελικτική πορεία της ύφανσης συνεχίζει η εμφάνιση του οριζόντιου αργαλειού, με μητάρια και πατήματα, ο οποίος είναι και ο τύπος αργαλειού που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Ένας τέτοιος αργαλειός περιγράφεται τον 5ο αι από τον Θεοδώρητο, επίσκοπο Κύρου, ενώ στη βυζαντινή τέχνη εικονίζεται μόνο σε ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο του 14ου αι. Ένας παρόμοιος αυθεντικός αργαλειός, η σαρμινιά, που χρησιμοποιήθηκε στην Αράχωβα και χρονολογείται από τον 19ο αι., συμπληρώνει τη σειρά των αργαλειών που παρουσιάζουν την εξέλιξη της υφαντικής τέχνης από τα προϊστορικά χρόνια έως και τη σύγχρονη εποχή.




Οι τρείς αυτοί αργαλειοί (οι δύο ακριβείς αποκαταστάσεις του προϊστορικού και των βυζαντινών χρόνων και ο αυθεντικός του 19ου αι.) αποτελούν μοναδική συλλογή σε παγκόσμιο επίπεδο. Πέρα από την καθαρά εκθεσιακή αξία τους, στους αργαλειούς αυτούς μπορεί κανείς να πειραματιστεί υφαίνοντας ένα πραγματικό υφαντό, και για το λόγο αυτό θα χρησιμοποιούνται στα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου, διδάσκοντας με παραστατικό τρόπο σε παιδιά και μεγάλους την εξέλιξη της υφαντικής τέχνης.