Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

1921: ΜΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΛΟΥΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ



Εις τα κελλία των πατέρων σπινθηροβολεί το τζάκι. Αρχοντικήν παλαιοσύνην αποπνέουν τα κατοικούμενα κτίρια, τα οποία παριβάλλουν τον ναόν. Η μονή φανερώνει την μακράν ιστορίαν της από τα οικοδομήματά της. Αλλά είνε εγκαταλελειμμένα και έχουν θολωτόν τύπον, αλλά κτισμένα επί παλαιών, αλλά είνε νεώτερα τετράγωνα, κοινά σπίτια. Στηρίγματα συνδέουν οικήματα με τον ναόν, όστις θα έπιπτε χωρίς αυτά. Σώζονται όμως όλα τα αρχικά της ιδρύματα, από το παλαιόν μαγειρείον έως τα αρχαιότερα κελλία, χρησιμοποιούμενα δι’αποθήκας. Η παλαιά βρύση έχει μετατοπισθή. Ο μόνος διατηρούμενος εκ των τριών πύργων, εις την ανατολικήν είσοδον της μονής, έχει γίνη κωδωνοστάσιον και τούτο μετεβλήθη εις ωρολόγιον. 

Ηχηρά σημαίνονται αι ώραι. Οι δύο άλλοι πύργοι, εις ένα των οποίων επολέμησε ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος κατά των τούρκων, κατεδαφίσθησαν. Πολλά μέρη του περιβόλου είνε άθικτα από τον χρόνον. Αι δύο θύραι της μονής, η προς ανατολάς και η βορειοδυτικώς κειμένη, φέρουν οπάς σφαιρών επί της λαμαρίνας, με την οποίαν είνε περιβλημέναι. Ο αρχαιολόγος και ο ιστορικός έχουν αρκετήν εργασίαν εις το μοναστήρι. Απλούς επισκέπτης βλέπει με σεβασμόν και συμπάθειαν όλας αυτάς τας χριστιανικάς λεπτομερείας, τας συνδεμένας με τας εθνικάς περιπετείας. Είνε ένα μνημείον εκεί ιστορίας και τέχνης. Και ενδιαφερώτερος παρουσιάζεται ο χαρακτήρ του εις τον αξιοθαύμαστον ναόν του οσίου Λουκά. Το αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης κινδυνεύει να καταστραφή από την κρατικήν αμεριμνησίαν. Χρόνια τώρα ζητείται η επισκευή του τρούλλου του, αλλά δεν περισεύει χρήμα προς διάσωσιν μοναδικού ιστορικού και καλλιτεχνικού κτιρίου, όχι μόνον ναού, αν θέλετε. Η αρχιτεκτονική του, ο μαρμάρινος εσωτερικός διάκοσμός του, τα θαυμαστά ψηφιδωτά του καθιστούν αληθές μουσείον. Δεν γνωρίζω αν έχωμεν εις την ελληνικήν γλώσσαν αρτίαν μονογραφίαν του ναού με πλήρεις απεικονίσεις των μωσαϊκών του. Αμφιβάλλω. Πλούσιος φιλότεχνος, εφ’ όσον αι καλλιταχνικαί εκδόσεις εις την Ελλάδα, είναι άγνωστοι ακόμη, θα έκαμνε λαμπράν πράξιν, αν ενθάρρυνε την έκδοσιν παρομοίας πλήρους εικονογραφημένης μελέτης του ναού τούτου του 11ου αιώνος με τα διασωζόμενα ψηφιδωτά του, τα οποία ζήτημα είνε, αν θα σωθούν επί μακρόν, αφού τα νερά της βροχής και η υγρασία τα αφανίζουν περισσότερον καθ’ εκάστην. Ξένοι συγγραφείς απησχολήθησαν με ζήλον διά την μελέτην του ναού και αι περιγραφαί των είνε αξιανάγνωστοι. Έχομεν επίσης και ελληνικάς τοιαύτας.

Αλλά η επιτόπιος επίσκεψις παρέχει ζωηροτέραν εντύπωσιν. Είναι αρκετά επιβλητικόν οικοδόμημα και παρ’ όλας τας μεταρρυθμίσεις του ο εσωτερικός τύπος και διάκοσμός του διατηρείται. Ο ναός έχει δύο νάρθηκας και η κεντρική ναύς έχει διάμετρον δέκα μέτρων και θόλον 8 μέτρων. Αι πλάγιαι νήες, με τας εξαισίας αψίδας των στηρίζουν τον δεύτερον όροφον, τον του γυναικωνίτου. Εις την Αττικήν γυναικωνίτην έχει και ο ναός της μονής Ταώ. Αλλά διά τας γυναίκας εις την μονήν του οσίου Λουκά μάλλον εχρησίμευε ο παραπλεύρως του κείμενος ναός της Θεοτόκου, αποτελών συνέχειαν τοιούτου.

 Εις την επαφήν των κείται ο τάφος του οσίου, όστις εσυλήθη, όπως και όλος ο ναός κατά τας διαφόρους επιδρομάς. Η ίδρυσίς του ανάγεται εις τον 11ον αιώνα, αλλά η συμπλήρωσίς του θα απήτησε μακρόν χρόνον. Εκπλήσσει η μεταφορά εις τον ορεινόν εκείνο μέρος τόσης ποικιλίας μαρμάρων διά των οποίων ενεδύθησαν οι εσωτερικοί τοίχοι του. Τα πλέον διαφορετικά μάρμαρα περισυνελέγησαν διά τον διάκοσμον. Και επιτυχής είνε η πάρισος τοποθέτησίς των. Εκάστη πλάξ ιδιόμορφος αντιστοιχεί προς αντικρυνήν της. Ακόμη και τα νερά των μαρμάρων τούτων είνε ομοιόμορφα. Παρόμοιον διάκοσμον δεν έχομεν ίσως εις κανέν οικοδόμημα εις την παλαιάν Ελλάδα. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου τον επλούτιζον κατόπιν νικηφόρων εκστρατειών. Πολλά των μωσαϊκών έχουν καθαρισθή, αλλά είνε καλυμμένα ακόμη από την καπνιάν. Τα εκκαθαρισθέντα παρουσιάζουν δύο χρωματισμούς χρυσού, τον ένα ανοικτόν, έντονον, αποστράπτοντα και τον άλλον σκουρότερον. Τα μωσαϊκά ταύτα είνε τα καλλίτερα, που διεσώθησαν, η δε πρωτοτυπία των μας δεικνύει την βυζαντινήν τέχνην αξιολογωτάτην. Υπάρχουν καλαί συνθέσεις σκηνών του βίου του Ιησού και αγιογραφίαι. Η μορφή του Φιλίππου και η του Ναθαναήλ είνε από τας αφελεστέρας. Ο τεχνίτης παρέστησε την παιδικήν αθωότητα με θαυμαστήν έκφρασιν. Η χριστιανική ορθόδοξος τέχνη έχει εκεί εκδηλώσεις αρίστας. Κάτωθεν του κυρίως ναού είνε το υπόγειον παρεκκλήσιον της αγίας Βαρβάρας, με χαμηλάς αψίδας και μαυρισμένας αγιογραφίας. Λειτουργούν εκεί οι μοναχοί τον χειμώνα, διότι η παραμονή εις τον μεγάλον ναόν, πολύ ψυχρόν, είνε επικίνδυνος διά την υγείαν των υπηρετών του Κυρίου.

Εις το κελλίον του ιερομονάχου Αγαθαγγέλου Καπάκα, όστις είνε και αντιπρόσωπος του κ. Σωτηρίου εις την μονήν, εύρομεν θερμήν υποδοχήν, Έκαιε η φωτιά εις το τζάκι και αρκετοί μοναχοί ήλθαν να μας χαιρετίσουν. Οικιακόν χαρακτήρα έχουν τα περισσότερα κελλία, διότι αρκετοί μοναχοί ζουν με τας μητέρας των. Ήλθον και ο διάκονος Αμβρόσιος Ανδρίτσος και ο σύμβουλος της μονής Νεόφυτος Στεργίου. Δεν ηυτυχήσαμεν να γνωρίσωμεν τον ηγούμενον, απουσιάζοντα. Παρά την φωτιάν προσεφέρθη ο καφές και είχα την μεγάλην τιμήν να καθήσω εις το ανάκλιντρον του βασιλέως Όθωνος. Ο ιδιοκτήτης του ιερομόναχος Αγαθάγγελος Καπάκας με αρκετήν υπερηφάνειαν διηγείται, ότι εις αυτό ανεπαύθη ο πρώτος βασιλεύς της Ελλάδος, όταν επεσκέφθη την μονήν. Είνε μικρός ψάθινος καναπές, το οποίον ο ιερομόναχος μου εδήλωσε, ότι είνε πρόθυμος να προσφέρη εις το Εθνολογικόν μουσείον. Εις την μονήν δεικνύουν και το μέρος, όπου εγευμάτισε ο Όθων. Εις την στοάν των παλαιών κελλίων. Ο σύμβουλος της μονής Νεόφυτος Στεργίου μας ωδήγησε εις το διαμέρισμά του. Είδομεν εκεί το παλαιότερον τζάκι, που μπορεί κανείς να συναντήση εις την Ελλάδα.

Έκαιε εις το παρακείμενον δωμάτιον της τραπεζαρίας και χωρικός, νυκτωθείς εις την μονήν, απελάμβανε την αρχοντικήν του μεγαλοπρέπειαν. Τον εζηλεύσαμεν. Η τραπεζαρία δυστυχώς εις την θέσιν του τζακιού της είχε σόμπαν. Εκαθήσαμεν εις το τραπέζι, όπου ήταν φρέσκα αυγά, καλός τυρός, ηδύτατα λάχανα του βουνού, ξηροί καρποί της μονής και ο ονομαστός της οίνος. Ο σύμβουλος εζήτησε συγγνώμην διά το «πενιχρόν γεύμα» του. Αλλά ποία γλυκυτέρα ανταμοιβή από εκείνην ηδύνατο να δοθή εις ανθρώπους, των οποίων τα γόνατα είχαν λύση οι ογκόλιθοι του Ελικώνος;

Ωμιλήσαμεν διά την ζωήν των μοναστηριών. Πόσον διαφορετικά την βλέπει κανείς εκ του πλησίον. Και όταν ωδηγήθημεν εις τον κοιτώνα εύρομεν άνετα και καθαρώτατα κρεββάτια. Παρ’ όλην την κούρασιν δεν είχα ύπνον. Εβγήκα εις τον μακρόν σκεπαστόν εξώστην. Τα βουνά και την κοιλάδα εφώτιζε το ωχρόν φως της σελήνης. Βοή νερών και κωδωνίσματα προβάτων έφθανον έως εκεί απάνω. Μικροί λαχανόκηποι ήσαν κάτω από τον εξώστην και ελαφρά ανέβαινε η ευωδία των.

Το τοπίον είχε απλήν ευγένειαν. Εις το βάθος, προς τον κορινθιακόν κόλπον, οδοντωτή επρόβαλε η βραχώδης αγρία χαράδρα της Αντικύρας. Αλλά εφαίνετο τόσον ελαφρά η διαγραφή της εις το σεληνόφως. Ο πολύ λιβανωτός και αι χιλιάδες αγιοκεριών, που εκάησαν εις την ερημίαν ταύτην, αι προσευχαί τόσων ανθρωπίνων υπάρξεων, που απηρνήθησαν τον σκληρόν κόσμον, της έχουν προσδώση ηρεμωτέραν πραότητα από εκείνην, με την οποίαν της εκάλυπτε ο χλωμός δίσκος του φεγγαριού.

ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ

Την πέμπτην πρωϊνήν κτύποι εις την θύραν του κοιτώνος μες εξύπνησαν από ύπνον χωρίς όνειρα, μακρόν, καθώς η χειμερινή νύκτα. Ο μικρός θεράπων του συμβούλου της μονής, είπε με τον χαμηλόν τόνον φωνής, που δεν ακούεται σήμερα ούτε εις μέγαρα, ούτε εις καλύβας, αλλά ούτε εις κλινικάς – ζώμεν εις πολύ άσχημην εποχήν, δι’ο οι άνθρωποι φωνάζουν πολύ – παρά μόνον εις τα μοναστήρια.

- Ώρα διά την εκκλησίαν!

Βαρείς και σοβαροί οι ήχοι του κώδωνος της μονής συνώδευον την φωνήν του. Επλύθημεν εις τον στεγασμένον εξώστην, υπό την ακτινοβολίαν των άστρων. Ο μικρός, προπορευόμενος, με αναμμένον κηρίον, μας ωδήγησε εις το υπόγειον παρεκκλήσιον. Αγιοκέρια τον εφώτιζαν και υπό τας χαμηλάς αψίδας του αντηχούσαν οι ψαλμοί. Καλόγηροι ίσταντο εις τα ξύλινα στασίδια. Δεξιά ήτο θολωτόν, σκοτεινόν κοίλωμα, όπου προσηύχοντο άλλοι μοναχοί. Εις το ασθενές φως των κηρίων αι μορφαί των συνεχέοντο με τας των αγίων στους τοίχους. Το σύνολον του υπογείου παρεκκλησίου είνε ζωγραφιά, αλλά μαύρη πλέον από τους καπνούς και την πολυκαιρίαν.

- Κύριε ελέησον! Κύρις ελέησον!

Ήτο στεναγμός. Μη τυχόν οι μοναχοί εδέοντο διά τα αμαρτήματά μας; Αλλά αφού η προσευχή των εγίνετο δι’ όλους τους χριστιανούς. Ηκούσαμεν τον όρθρον με κατάνυξιν. Εις το διπλανόν μου στασίδι παρήλιξ μοναχός έψαλλε, κρατών ανοικτόν το μουσικόν βιβλίον, ένα χερουβικόν τόσον παθητικά και είχε τόσον σοβαράν ανδρικήν φωνήν, που μου εφάνη, ότι πυκνόν σκοτεινόν δάσος εξεφράζετο εις ανεμώδη νύκτα. Λυσμονούνται αι μικροαθλιότητες της ζωής εις το υπόγειον εκείνο παρεκκλήσιον.

Όταν ο ιερουργήσας ιερομόναχος μας ενεχείρισε το αντίδωρον, του εφίλησα το χέρι. Εθυμήθην έξαφνα, ότι παιδάκι, με άφθονα καστανά μαλλιά, εφιλούσα κάθε Κυριακήν το χέρι ιερέως εις την εκκλησίαν του αγίου Γεωργίου του φρουρίου της Κερκύρας, όπου μας ωδηγούσαν οι επιμεληταί του λυκείου. Κόσμος, χαμένος εις λιμνοθάλασσαν, επανείδε το φως της ατμοσφαίρας. Διελύθη εις την ιώδη ανταύγειαν της χαραυγής, καθώς εβγήκαμεν από την καταπακτήν του σπηλαιώδους παρεκκλησίου εις το ύπαιθρον. Βραδύ ήρχετο το φως της ημέρας εις την ελικώνειον κοιλάδα και το στεφάνι των βουνών της.

Εις το φιλόξενον διαμέρισμα χαρούμενην βοήν είχε η φωτιά του τζακιού και της σόμπας. Θα ήτο ευχαριστημένη, διότι καλοί χριστιανοί εδείχθημεν. Το στόμα μας ευωδίαζε από το αντίδωρον, τα ενδύματά μας από λιβανωτόν και κεράκια. Γλυκό του κουταλιού και καφέν εσερβίρισε ο σεμνός διάκονος, βοηθούμενος υπό του μικρού θεράποντος. Γοργότερον ήρχετο το φως της ημέρας τώρα. Ο ήλιος ανεπήδησε από βουνόν και τα σμήνη των πτηνών της αποκόσμου κοιλάδος ετόνισαν τας φαιδράς υμνωδίας των. Σαν να είχε καθήση στο πιανίνο του ο Μότσαρτ χρυσήν πρωΐαν και να είχε λησμονήση όλας τας κακίας, τας αντιζηλίας και τους φθόνους των ανθρώπων γύρω του. Λαγαραί, ανέφελοι, διολισθαίνουσαι σαν το φως  εις τον ήλιον μελωδίαι: Αν η ζωή μπορή να είνε ωραία; Απεκδύσου, άνθρωπε, τον φθόνον…

Επανείδομεν τον ναόν του οσίου Λουκά υπό το φως του ηλίου. Τρίωρον διήρκησε ο λεπτομερής θαυμασμός μας. Έχω εις τον νουν μου μίαν μελέτην των μωσαϊκών του. Αλλά όταν ηθέλησα να αφηγηθώ, είδα, ότι θα έπρεπε να επανέλθω διά μακροτέραν διαμονήν. Και διατί να αφηγηθή κανείς; Ποίος προσέχει τέτοια πράγματα σήμερα; Αφού δεν δυνάμεθα χρόνια τώρα να επιδιωρθώσωμεν τον τρούλλον και την στέγην μοναδικού αριστουργήματος διά την χώραν μας, όπως μη καταστραφή. Και πηγαίνουν τόσοι ολίγοι προσκυνηταί τώρα εις την μονήν. Άλλοτε επήγαιναν και τούρκοι. Διατηρούνται ειςτα εξωτερικά μάρμαρα του ναού αι υπογραφαί των, γραμμέναι ελληνιστί με μελάνην, από τον 18ον αιώνα.

Διά την επιστροφήν εγκαταλείψαμεν τον χθεσινόν δρόμον. Ελάβομεν μακροτέραν οδόν, αλλά ανετωτέραν. Μετά τρία τέταρτα εφθάσαμεν εις το χωρίον Στείρι, την αρχαίαν Στείριδα. Ευρίσκεται εις τα κράσπεδα βουνών του Ελικώνος, ανάμεσα εις αμπελώνας. Έχει αρκετά σπίτια και αφθόνους λαγούς και πέρδικας. Εις το παντοπωλείον του κ. Ηρακλή Μπέλου, ανδρός εγκαταλείψαντος τον Πειραιά διά τον καθαρόν αέρα του Ελικώνος και του Παρνασσού, αρχίσαμεν γλυκοκουβένταν, η οποία παρ’ ολίγον να μας έκαμνε να λησμονήσωμεν την ώραν. Εξεκινήσαμεν τέλος διά την Σχιστήν οδόν. Το Δίστομον, η αρχαία Άμβρυσος ελεύκαζε αριστερά μας, εις απόστασιν ώρας. Του απεστείλαμεν φιλικούς χαιρετισμούς και του υπεσχέθημεν επίσκεψιν, όταν θα οδεύσωμεν την γραμμήν Διστόμου, Άσπρα σπίτια, Αραχώβης, Δελφών. Μετά δύσκολον πορείαν εις τον πλημμυρισμένον κάμπον του Διστόμου εφθάσαμεν εις το Σταυροδρόμι του Μέγα, φέρον το όνομα τούτο από τον Ιωάννην Μέγαν, εξολοθρεύσαντα ληστρικήν συμμορίαν το 1856 και φονευθέντα εις την συμπλοκήν. Όχι ληστάς δεν συναντήσαμεν, αλλά ούτε διαβάτην, διά να τον ερωτήσωμεν περί μερικών αποστάσεων. Ευτύχημα, διότι παρόμοιαι απαντήσεις έχουν την ακρίβειαν των δελφικών χρησμών. Εις την ιδίαν αυτήν θέσιν, την Τρίοδον ή Σχιστήν οδόν, εφόνευσε ο Οιδίπους τον πατέρα του Λάϊον, συναντήσας αυτόν εις αμάξι. Τούτο είνε πολυτέλεια εις την οδόν εκείνην, την οποίαν κάποτε φθάνει το τολμηρότερον αυτοκίνητον. Η αμαξιτή οδός, που έρχεται από την Ιτέαν και καταλήγει εις την Λεβαδείαν, ακολουθεί την ρεμματιάν του Ελικώνος, όστις διαχωρίζεται εκεί από τον Παρνασσόν. Είδαμεν τώρα τον μεγάλον λευκόν γέροντα εις νέας μεγαλοπρεπείς βραχώδεις απόψεις και διεκρίναμεν εις τα πλευρά του τεράστιον κόκκινον σπήλαιον. Μόνον μίαν ώραν εβαδίσαμεν εις την αμαξιτήν οδόν. Εις το τελευταίον στενόν της ετράπημεν προς τα αριστερά, ολίγον πέραν από τα ερημικά λιθόκτιστα καταλύματα βοσκών εις τους πρόποδες του βουνού.

Εισήλθομεν τώρα εις την κοιλάδα του Πλατανιά. Το τοπίον του είνε κατάσπαρτον και ο ομώνυμος ποταμός δέχεται πολλούς χειμάρους, διά να συναντήση κάτω τον Κηφισόν, με τον οποίον ενούται. Άνωθέν του αναπροβάλλει, ελεύθερος τώρα την θέαν, ο Παρνασσός. Εις τα πρώτα του υψώματα αναπαύεται η Δαυλία. Παρ’ όλας τας καταστροφάς της από τον Ξέρξην και τον Φίλιππον δεν απεσβέσθη. Διατηρείται σήμερα ως κωμόπολις εις την ωραίαν τοποθεσίαν και περί της παλαιάς ευκλείας της μαρτυρούν τα ερείπια των τειχών της ακροπόλεώς της, τα οποία ενομίζοντο απόρθητα.

Ο εκδρομεύς τώρα μετά μίαν ώραν από το χωρίον εισέρχεται ανενόχλητος εις την πύλην της αρχαίας ακροπόλεως. Και ψηλά εις την πλαγιάν του Παρνασσού είνε μία ωμορφιά, την οποίαν μας ήτο αδύνατον να φθάσωμεν, αφού επρόκειτο να κατεβώμεν διά το βραδυνόν τραίνο. Το μοναστήριον της Ιερουσαλήμ, ο «εξώστης του Παρνασσού», όπως λέγεται εις τα μέρη εκείνα. Θα είνε θερινή εκδρομή ενδιαφέρουσα.

Πορευόμεθα προς τον κάμπον του αγίου Βλασίου. Περνώμεν το ποταμάκι Μόριον, άλλα ρυάκια, τα οποία είνε αρκετά εξωργισμένα αυτήν την εποχήν. Το χωρίον του αγίου Βλασίου έχει, την τιμήν να ευρίσκεται εις τας υπωρείας του λόφου, επί του οποίου έκειτο η αρχαία πόλις του Πανοπέως, πατρίδος του Επειού, του περιφήμου τεχνίτου του Δουρείου ίππου εις την Τρωάδα. Με όλην την καταστροφήν και της πόλεως ταύτης από τον Ξέρξην, τον Φίλιππον και τους ρωμαίους, διετηρήθη αρκετά ο περίβολος της ακροπόλεώς της, αλλά οι χωρικοί δεν του αποδίδουν μεγάλην σπουδαιότητα. «Γι’ αυτά τα λιθάρια κατατσακίζεσαι, χριστιανέ μου;» μου είπε σοφός απόγονος του καλυδωνίου κυνηγού Επειού.

Μακρά και ανιαρά είνε η πορεία κατόπιν εις τον κάμπον, προ παντός ύστερα από πολύωρον βάδισμα. Επεράσαμεν από το χωριουδάκι Καζνέζι,όπυ εκρότουν τα τύμπανα και εχόρευαν οι χωρικού υπό την πίπτουσαν σκιάν του Παρνασσού. Κάποτε τέλος εφθάσαμεν εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν της Δαυλίας και των λοιπών χωρίων της, μεταβληθέντα εις νησίδα από τον πλημμυρισμένον Κηφισόν. Γλυκό χειμερινόν βραδάκι ήτο και εις τους εγγύς βουνούς και τον κάμπον και τα νερά εγίνετο τόσος θόρυβος,όπου δεν μπορούσαμεν να ακούσωμεν την φωνήν μας. Από εκατοντάδας, από χιλιάδας στόματα νεογεννήτων αμνών ήρχοντο αδιάκοπα βελάσματα.

-Πολύ θρασύτατα είνε αυτά τα μωρά, είπε ένας μας, πελιδνός από την κούρασιν και την πείναν.

Τον συνεκρατήσαμεν εγκαίρως, διότι παρ’ ολίγον να επαναληφθή η περιπέτεια του μαινομένου Αίαντος.

ΠΕΖΟΠΟΡΟΣ