Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

«Η απλοϊκή, η απροόδευτη ζωή, η αρχέγονη….»



ΣΤΗ ΣΤΡΟΥΓΚΑ

Μέσα στις χαράδρες και τους απόκρημνους βράχους της Κίρφης ακούγονταν τα ισχυρά του τσοπάνου σφυρίγματα και οι σαλαγές: «φίου, φίουου, τσαπ τσαπ, χω, χωω, χωωω…». Σουρτάρα τα γίδια τα μαύρα με τα πολλά κουδούνια πλησίαζαν τώρα στη στρούγκα. Τα απαχάσματα που άφηναν οι φωνές του τσοπάνου με είχαν πλανέψει και νόμισα ότι πολλοί τσοπαναραίοι εσαλαγούσαν τα γίδια στη στρούγκα – δεν ήτο άλλος παρά μονάχα ο Στάθης. Ψηλός και κατακόκκινος, με την λερή φουστανέλα, με την μακριά αγκλίτσα στο χέρι, έφερνε τα πολυκούδουνα γίδια.

Τα γίδια πλησίασαν στη στρούγκα, την οποία ο Στάθης είχε σκεφτεί να φτιάσει κάτω σε δύο θεόρατα έλατα για να χρησιμεύουν ως στηρίγματα, ως δοκοί γύρω από τη στρούγκα, και εις τα οποία είχε τεθεί ο φράκτης της στρούγκας.

Με ένα μεγάλο, ανήσυχο και σκονερό ποδοβολητό, μέσα στο κρούγκου-κρούγκου των κουδουνιών που χτυπούσαν άτακτα, μπήκαν τα γίδια στη στρούγκα. Με δύο σάλτους ο Στάθης πετάχτηκε μπροστά σαν σταυραετός στο στρουγκόλιθο με την καρδάρα στα χέρια. Εκάθησε, βάζει ανάμεσα στα δυο του σκέλη την καρδάρα και αρχίζει το άρμεγμα.

Πίσω, στο άλλο μέρος της στρούγκας δεν ήτο άλλος τσοπάνος, διότι ο Κώστας, ο σύντροφος του Στάθη, είχε πεταχτεί με το ασκί να φέρει νερό από το μακρινό ρέμα, και έτσι σπρώχνανε τα γίδια η γαλανή τσοπάνα, η ψιλόλιγνη η καλοκαμωμένη Παρασκευή, και ο συνοδός μου Σπύρος Καλλιάφας, με τα μεγάλα ραβδιά στα χέρια σαλαγούσαν τα γίδια στο άρμεγμα, προσέχοντες και να μη τους ξεφύγει κανένα ανάρμεχτο και στερφέψει.

***
Εγώ μπροστά στο στρογκόλιθο χτυπούσα τα αρμεγμένα γίδια προς τη ράχη για να μη σμίξουν με τα στέρφα. Όλων η δουλειά είχε νετάρει σε μία ώρα, και αφού ετελείωσε το άρμεγμα πήραν ο Στάθης με την Παρασκευήν τις καρδάρες με το αφρισμένο γάλα, το χιονάτο να το φέρουν στο «κονάκι». Εκεί όλοι μας προσέχαμε στη ζύγιση την πρακτική των τσοπαναραίων για να εύρωμε πόσον ήταν το γάλα της ημέρας. Έριξαν το γάλα μέσα στο μεγάλο καζάνι και εβούτηξαν ένα ξύλο, επάνω του οποίου είχε χαράξει με γραμμές τις οκάδες. Το ξύλο μας έδειξε 36 οκάδες.

Έβγαλαν λίγο για γιαούρτι, λίγο για την τριβάλα, και το αποδέλοιπο το έβαλαν επάνω στη φωτιά –ήθελαν να φτιάσουν τραχανά. Σε λίγη ώρα έβρασε – διότι στο βουνό, στα ψηλά βράζουν όλα γρηγορότερα και το φρεσκαρμεγμένο γάλα ήταν ζεστό-ζεστό. Ένα άλλο ξύλο, πλατύ προς τα κάτω, εχρησίμευε για κουτάλα. Με αυτό ο Στάθης ανακάτευε το γάλα, είχε δρασκελίσει το καζάνι και μέσα στους καπνούς της φωτιάς ανακάτευε σαν Κύκλωπας το γάλα, κρατών την «ανακατωσούρα» με τα δυο του χέρια. Πού και που με το λαντζόλι της φουστανέλας απέμασε τον ιδρώτα από το κόκκινο πρόσωπό του, ενώ πολλάκις κλειούσε τα μάτια του δια να αποφεύγει τους καπνούς της φωτιάς.
***
Νετάρισε και ο τραχανάς. Να και ο καταϊδρωμένος Κώστας με το ασκί στους ώμους έφτασε, ακολουθούμενος πίσω από το μεγαλόσωμο Μπάλιο, τον πιστό του σύντροφο. Ήρχετο από το νερό που έφερνε από τη ρεματιά – και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε το γιόμα.

Δεν θα βρείτε τίποτα άλλο σ’ ένα γίομα που γίνεται πάνω στην κορφή της Κίρφης, παρά μονάχα πηχτό γιαούρτι, φρέσκο τυρί, μυζήθρα και γάλα. Θα εύρετε σπανίως και κρέας, αν τούτο φέρει από το χωριό ο επισκέπτης, όπως κι εμείς είχαμε πάρει. Αλλά το κρέας είχε φαγωθεί από το βράδυ και σήμερα δεν είχαμε τίποτα άλλο να βάλλουμε επάνω στους κλώνους της ελάτης που έκαναν το τραπέζι μας, παρά κουλούρα λιψή, τυρί, γιαούρτι, γάλα και κρασί που μας σερβίριζε η κυρά Στάθαινα με την τσότρα.

Το κρασί επάνω στο βουνό είναι καθώς και τα ψάρια. Σπανίως βλέπει ο άνθρωπος αυτά. Και από όλους μας ο Κώστας είχε ευθυμήσει…. Με τη τσοπάνικη τη σιγαλή φωνή του άρχισε το τραγουδάκι: «Θέλτε δενράμ, μωρέ δενδράμ, ανθήσετε, θέλτε και φου-μωρέ και φουντωθείτε, στον ίσκιο σας μωρέ δενδράμ δεν κάθουμαι….».

Επάνω στην επιμονή του Κώστα τ’ αρπάξαμε κι εμείς το τραγούδι.

Ο Κώστας για να μας ευχαριστήσει γεμίζει τον «γκρα» και ρίχνει. Ένα μπαμ στον αέρα το οποίον μας άφησε ένα σωρό απαχάσμαβα. Δυστυχώς όμως ο Κώστας ένεκα της νυχτερινής αγρυπνίας και από τον πόθο να φιλεί την «τσότρα» στο στόμα … ξαπλώθηκε και τον πήρε. Τ’ απόγιομα καινούρια σφυρίγματα και σαλαγές καινούριες αντηχούσαν στις χαράδρες και εξύπνησαν και μας. Ο Κώστας εσκάριζε τα γίδια.



 ΜΙΑ ΒΡΑΔΕΙΑ ΣΤΟ ΚΟΝΑΚΙ

Το «κονάκι» που μέναμε ήταν επάνω σε μια κορφή της Κίρφης. Κάτω γύρω-γύρω στα θεμέλιά του είχε λιθάρια μεγάλα, ακανόνιστα, ως ένα πήχυ ύψος και πάνω σ’ αυτόν το γύρω είχαν ρίξει οι τσοπαναραίοι πέντε πάτερα, εις τα οποία είχαν απλώσει κλώνους από έλατα δια να χρησιμεύουν ως σκέπασμα της καλύβας και κάτω από αυτούς είχαν φλούδες μεγάλες από κορμούς πελώριους ελάτης, για να αποφεύγουν τη βροχή. Ήσαν σαν γιγάντια κεραμίδια.

Το κονάκι είχε σχήμα τέτοιο που έμοιαζε σαν να ήταν πελώριο πορτοκάλι, από το οποίο είχαν πάρει το μισό οι τσοπάνηδες γα να κάμουν την καλύβα τους. Η όψις του από μακρυά ήταν σαν ένα πολύ μεγάλο δέρμα σκαντζοχοίρου, με τες βελόνες δίπλα, ο δε χώρος ήτο αρκετός μόλις για να κοιμούνται πέντε άτομα.

Το είχαν ρίξει σε μέρος κατάλληλο δια να προφυλάσσεται από ισχυρούς αέρας, το είχαν σαν χωμένο στη γη, και έτσι εφαίνετο σαν μία φωλιά αρουραίων ή σαν μια καλύβα Εσκιμώων. Είχε φτειασιά τέτοια, που ο άνθρωπος μιας πόλεως διέκρινε μια διαφορετική και ποιητική κατοικία. Κατοικία φυσική, που του έφερνε στο νου όλη την απλοϊκή, την απροόδευτη ζωή, την αρχέγονη.

***
Τα είδη και τα έπιπλα που εστόλιζαν το ασκητήριόν μας προσέδιδαν εικόνα κατοικίας ανθρώπων, που μόλις ήρθαν στη γη.

Εις το μέσον η καλύβα είχε μια κολώνα από ένα ξύλο με χαλιά, τα οποία εχρησίμευαν δια να κρεμούνε οι τσοπάνηδες τα πράγματά των. Π.χ. είχαν μια τσαντίλα και δύο ταγάρια.

Μέσα δε σ’ αυτά είχαν φυλάξει οι τσοπαναραίοι κουλούρα (λιψό ψωμί), κουτάλια ξύλινα, καφηές(γαβάδες ξύλινες), εις τας οποίας τρίβουν το γάλα, το σακκούλι με το αλατοπίπερο. Ένα ασκί μεπιτυά, το σελάχι, τον γκρα, τη φυσιγγοθήκη και κάθε άλλο που κρεμιέται τα είχαν περάσει στα χαλιά.

Πάρα πέρα είχαν ένα ράφι από μια φλούδα ελάτινη και επάνω είχαν ένα τέντζερη, μια ξύλινη κουτάλα, ένα στάγκο ξύλινο και περέκει φορμαέλες, μυζήθρες και μας βιδούρες. Κάτω από το ράφι είχαν τες κάδες του τυριού, τες καρδάρες, το καζάνι και τα τσεκούρια μας.

Έξω λίγο από την πόρτα μας καλύβας είχαν ένα μικρό προαύλιο και στη μέση είχαν την πυρεστιά, γύρω δε μας είχαν καθίσματα πέτρινα δια να κάθονται το βράδυ να τρώγουν με το φως μας φωτιάς.

Η πόρτα μας καλύβας ήταν ακανόνιστο στρογγυλό άνοιγμα – μια τρύπα σπηλιάς.

Γυρμένοι μέσα στην καλύβα βλέπαμε μας νότον μέρος του Κορινθιακού κόλπου, το προ μας Αντίκυρρας, ενώ το δυτικότερον απέκρυπταν μας ράχες μας Κίρφης, επάνω εις τας οποίας βαθειά εξέχουν ο χελμός, ο ωλενός, και το Παναχαϊκόν.

Στην πρώτη βραδιά που ξενυχτήσαμε στην καλύβα φεγγάρι δεν είχαμε, αλλά ο ουρανός με το γλυκό φως ήτο κατακάθαρος. Ήτο μαγεία. Το βλέμμα μας το είχαμε καρφώσει επάνω εις το μυστήριο του ουρανού που τραβούσε τα μάτια μας με περίσσια λαχτάρα.

Ήτο ώρα ογδόη και ο Στάθης – έτσι ελέγετο ο τσοπάνος – μας κάλεσε να φάμε. Είχε στρώσει κάτω λεπτούς κλώνους και τρυφερούς από έλατα και πάνω σ’ αυτό το φυσικό τραπεζομάντηλο είχε κομματιάσει την κουλούραν, το τυρί και μία βεδούρα γιαούρτι πάνω σε μια πέτρα, παρέκει την καφκιά με το γάλα και δίπλα σ’ αυτά είχε μια σούβλα με ένα ξηροψημένο κουκορέτσι, του οποίου η οσμή από ώρα μας είχε ερεθίσει ηδονικά τη μύτη.

Η νύχτα προχωρούσε τώρα και σιγά-σιγά, πάνω στο φιλί του αποχωρισμού που έδινε στη φεύγουσα ημέρα, άπλωνε και τα μαύρα μας σεντόνια γύρω μας για να μας κάνει αφανή και αδιάκριτα όλα τα αντικείμενα. Το τραπέζι μας ήτο έτοιμο και ξανά μας λέγει ο Στάθης να πάμε. Είχε βάλει πάνω στη φωτιά ξηρά φρύγανα να κάνουν λαμπρούς διά να φωτίζεται το τραπέζι μας. Είχαμε λαμπρούς μεγάλους, μας οποίους ενίοτε το αεράκι μας μας έστρεφε και μας έκανε να φυλαγόμαστε.
***
Το δείπνο μας τέλειωσε με πολλά αστεία που μας διηγείτο ο Στάθης και ήλθε η ώρα να μείνουμε μόνοι μας. Είχε ανάγκη ο Στάθης να κοιμηθεί κοντά στα γίδια. Άρχισε να ζώνεται το σελάχι και κρεμά το τουφέκι του στην πλάτη. Στο καληνύχτισμα που μας έδωκε, ο συνερημίτης μου κ. Καλλιάφας, σχολάρχης, του είπε να μας αφήσει το τουφέκι να το έχουμε για συντροφιά τη νύχτα, γιατί ήμασταν κατάμονοι μέσα στην ερημιά. Και μας λέγει ο Στάθης:

-          Αμ τι να το καμτε του ντφέκι, έχτε τώρα τ’ βιρβιρίτσα, που θα φλάξει του κουνάκι, κι άμα νουγήσει τίπτα θα σκώσ’ τσ’ λαγκαδιές απ’ τσ’ φουνές και θα πάρνε χαμπέρ ούλοι οι τσουπαναραίοι. Τι ντου καμτει του νφέκι’ κατά πούρθε ου Βενιζέλους. Ούτε κολοκοτρώνης σουγιάς δεν βλουγάει στου σελάχι μας. Ημέρωσι ο κόσμος τώρανις. Κι εγώ κστερ για κάνα ζλάπ του πέρνουκι τοχει κι η πλάτημ δω κι δικαφτά χρόνια πάνουτση.

Εις όλην αυτήν την ιστορίαν του Στάθη που μας έλεγε δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια.

Έφυγε τώρα ο τσοπάνος μας και εμείς είχαμε μείνει κατάμονοι με συντροφιά την Βαρβερίτσαν, η οποία πραγματικώς ήτο καλή συντροφιά μας. Η νύχτα προχωρούσεν. Ο ουρανός ήτο κατάστρωτος από τα λαμπερά διαμάντια του. Ήτο αστροφεγγιά πανώρια και μας είχε χαρίσει μέσα στο λάλημα του γκιώνη ένα χτύπο χαράς αλλιώτικο με τα παιγνίδια της που έκανε στον ουρανό. Η καρδιά μας είχε γονατίσει μπροστά στο μυστήριο του ουρανού.

Επέσαμε τώρα σε μια γωνιά της καλύβας να κοιμηθούμε. Το προσκέφαλό μας ήτο χαμηλό και βάλαμε, καθώς θυμούμαι, και μια κάπα. Το στρώμα μας ήτο σκληρό από τους κόμβους που άφηναν οι κόμβοι της ελάτης – τέτοιο ήτο το στρώμα μας. Το σώμα μας όμως λησμονούσε τους πόνους γιατί εμεθύσκετο με τη μυρωδιά της ελάτης και το μυστήριο του όλου ορίζοντος, εις τον οποίον η καρδιά μας είχε γονατίσει. Τα έλατα που βλέπαμε από την ανοιχτή πόρτα μας εφαίνοντο στο σκοτάδι σαν φαντάσματα με μορφές διάφορες. Μέσα στην ξάπλα μας είχαμε χάσει τες κορφές και τες ράχες των βουνών που σας ανέφερα. Τα μάτια μας μετρούσαν μια απέραντη θάλασσα. Η έκπληξίς μας ήτο ανικανοποίητος και με ταραχή θαυμασμού ζητήσαμε να εξηγήσωμεν το φαινόμενον. Είχαμεν πάθει ό,τι παθαίνουν οι βλέποντες εις τας ερήμους θάλασσες και ποτάμια. Η στιλπνότης του ουρανού ανέκλα την θάλασσαν και οι κορφές είχαν γίνει θάλασσα, μέσα εις την οποίαν οι φωτιές των τσοπάνηδων μας υπενθύμιζαν την λιμνοθάλασσαν του Μεσολογγίου, όταν οι ψαράδες την νύκτα με τα πριάρια στεκούμενα και φωτισμένα ψαρεύουν.

Έτσι, ύστερα από λίγο εξηγήσαμε την πλάνη του μυστηρίου, χωρίς όμως να μας φύγει εντελώς ο θαυμασμός από όλην αυτήν την μεγαλοπρέπειαν.

Νανουριζόμενοι από τους μελαγχολικούς ήχους της φλογέρας του Στάθη, που μέσα εις την νυκτερινήν νεκρικήν σιγήν μόλις ακουστοί μας ήρχοντο από την αντικρυνήν ράχην. Και βυθισμένοι εις μίαν σιωπηράν, βαθείαν, μελαγχολικήν γλυκύτητα που μας επέβαλλε όλο το μεγαλοπρεπές περιβάλλον, παρεδόθημεν σιγά-σιγά εις τας αγκάλας τους αδελφού του θανάτου.

 Ορφεύς


(για λόγους αμεσότητας με το κείμενο και τον συγγραφέα του κρατήθηκε η αυθεντική γραφή, χωρίς ορθογραφικές διορθώσεις)