Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Πέντε …Φύσα, ... Μία Ρούφα!



Του Στέργιου Μπακολουκά

          Το πέτρινο δίπατο χωριατόσπιτο  που μεγάλωσε, δεν διέφερε σε τίποτα απ’ τ’ άλλα σπίτια του χωριού, με τα μεγάλα παράθυρα, τα μικρά μπαλκόνια και τις ακόμα ποιο μικρές αυλές. Το πάτωμα  των  δωματίων του σπιτιού ήταν  ξύλινο. Αρχαίες  φαρδιές, μακριές, πλανισμένες τάβλες, καρφωμένες η μια δίπλα στη άλλη, πάνω σε ειδικά θεόρατα  ταμπάνια (μεγάλα καδρόνια) στηριγμένα στους πλαϊνούς  κυκλώπειους  τοίχους,  κάλυπταν όλο το χώρο.

      Το χειμώνα αυτά τα σανίδια ήταν σκεπασμένα από διαφόρων ειδών, χρωμάτων και μεγεθών στρωσίδια,  κάνοντας το σπίτι ζεστό, πνίγοντας τους θορύβους και καλύπτοντας τα κενά που είχαν δημιουργηθεί από την πολυκαιρία.  

      Όλα τα σπίτια του Χωριού ήταν παρόμοια. Όταν όμως μετά τη Λαμπρή οι γυναίκες τα ξέστρωναν,  αποκαλυπτόταν  η φθορά που είχε επιβάλει ο χρόνος σ’ αυτά με την υπομονή του. Ξέσκεπα πλέον,  θύμιζαν τον πληγιασμένο  γάιδαρο που οι πληγές του γίνονται φανερές μονάχα αφού του βγάλεις το σαμάρι. Όμως, λες και  ξύπναγαν  από χειμερία νάρκη, άρχιζαν να μουρμουρίζουν παραπονιάρικα σιγοτράγουδα,  όταν πατώντας τα, έτριζαν με αλλιώτικο ήχο η κάθε τους σανίδα, δημιουργώντας αρμονική …..συγχορδία. Μπορούσες έτσι να ξεχωρίσεις την ταυτότητα αυτών  που έμπαιναν στο σπίτι, δικών, συγγενών  και γειτόνων, μόνο από τον κρότο της πατημασιάς τους.

        Οι σκεβρωμένες σανίδες  σε πολλά σημεία δημιουργούσαν εξογκώματα και αν δεν πρόσεχες υπήρχε ο κίνδυνος να ‘’βρει’’ σ’ ένα από αυτά το πόδι σου και να σωριαστείς, φαρδύς -πλατύς, μπρούμυτα στο έδαφος. Όλοι γνώριζαν  …..βιωματικά,  πολύ καλά, αυτά τα δύσκολα σημεία και με τους κατάλληλους  …ελιγμούς τα απέφευγαν.  Τα καλοκαίρια οι  γυναίκες, ανακάτευαν μια φορά το μήνα  νερό σε ένα χαρανί (μεταλλικό κουβά)  με …..ώχρα (ορυκτό σιδηρούχο χρώμα) κίτρινη,  σ’ αυτή οφειλόταν και το  χρώμα του πατώματος, και με αυτό το διάλυμα κατάβρεχαν και στη συνέχεια  μπατάνιζαν (άλειφαν) με μια σκούπα τις σανίδες. Το αρχαίο ξύλο, έπαιρνε ανάσες ζωής, παρατείνοντας το χρόνο του για λίγο ακόμα, γιατί απολυμαινόταν από τα διάφορα παράσιτα, σαράκι κ.λ.π., φούσκωναν οι σανίδες κλίνοντας τις ζγράδες (χαραμάδες) και ταυτόχρονα  αρωματιζόταν ολόκληρο το σπίτι  παίρνοντας μια καλοκαιρινή μυρωδάτη φρεσκάδα.            
                 
         Περνώντας τα χρόνια, οι κάτοικοι γκρέμισαν πολλά απ’ τα παλιά σπίτια και στη θέση τους έφτιαξαν  καινούρια,  τσιμεντόχτιστα, με πατώματα από μωσαϊκό στην αρχή κι αργότερα με  πλακάκια και μάρμαρα.  Έτσι τα τριξίματα στα πατώματα σταμάτησαν και χάθηκε το γουργούρισμα των τραγουδιών τους.
                                                    ***                                                           
        Ένα από τα καλοκαίρια της εφηβείας του, στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα, για να βγάλει το χαρτζιλίκι του, έπιασε δουλειά στην  ….δακοκτονία! Την εποχή εκείνη στο Χωριό του η καλλιέργεια της ελιάς κατείχε σημαντικό μέρος του βιοπορισμού των κατοίκων της. Στα μέσα του καλοκαιριού οργανώνονταν από το Δήμο και τον αγροτικό συνεταιρισμό, συνεργεία εργατών,  κατοίκων του χωριού, τα οποία αναλάμβαναν επ’ αμοιβή, με φορητούς ψεκαστήρες πλάτης, γεμάτους με ειδικό φάρμακο για την καταπολέμηση του δάκου, τον ψεκασμό των ελαιόδεντρων.



         Σ’ ένα από αυτά τα συνεργεία προσλήφτηκε  ως εργάτης. Στις τέσσερις τα χαράματα, επιβιβαζόταν ολόκληρο το συνεργείο  σ’ ένα ανοιχτό φορτηγό που εκτελούσε και χρέη απορριμματοφόρου εκείνη την εποχή, το οποίο τους μετέφερε  στον ελαιώνα.

         Το δικό του γκρουπ είχε ως σημείο αναφοράς την περιοχή της Αγιαννάνας,  στο πλάι απ’ το  μικρό εξωκλήσι και  πάνω ακριβώς από τη στέρνα, από την οποία τα καλοκαίρια ποτίζονταν με τη σειρά, τα κτήματα της περιοχής. Εκεί υπήρχε το παρασκευαστήριο του φαρμάκου, η ανάμιξή του δηλαδή με νερό, σύμφωνα με τις οδηγίες του γεωπόνου.

           Παρασκευαστής και υπεύθυνος  αυτής της διαδικασίας ήταν ο μπάρμπα Π…... Ηλικιωμένος, καλόβολος, ήσυχος και καλοσυνάτος άντρας, με στρογγυλό πρόσωπο, αραιά άσπρα μαλλιά κουρεμένα με την ψιλή, που ζωγράφιζαν τους κροτάφους του αργιολογόντας  γύρω τους.

Είχε κοντό ανάστημα, φαρδιές πλάτες και  νοοτροπία συναίνεσης  και συμβιβασμού, στους όποιους καβγάδες προέκυπταν μεταξύ των εργατών. Σλατζάριζε (καθάριζε) καθημερινά, από το ένα δοχείο στο άλλο,  το υγρό φάρμακο και ταυτόχρονα  ήταν εθελοντικά  επιφορτισμένος  με το μαγείρεμα  του ρεφενέ - φαγητού των, που όταν τελείωναν τη δουλειά τους και μέχρι να έρθει η «σκουπιδιάρα» να τους πάρει, έτρωγαν και ύστερα ξεκουράζονταν κουτσομπολεύοντας.

           Μπάρμπα Π…………, τον ρώτησε με περιέργεια ένα πρωινό ο άπυρος νεαρός. Πώς γίνετε να φοράς τη φανέλα σου κάποτε απ’ την καλή και άλλοτε από την ανάποδη; Σε  παρατηρώ εδώ και μέρες  και δεν μπορώ να το εξηγήσω!
-Να!  ορέ, απάντησε  εκείνος, όταν τη βγάζω, φορώντας την  από την καλή, γυρίζει απ’ την ανάποδη. Έτσι την άλλη μέρα τη φοράω όπως είναι,  ……το μέσα έξω και την άλλη μέρα πάλι από την αρχή!

Ήταν η λογική εξήγηση, μιας απλοϊκής ερώτησης, για ένα    πρόβλημα που  … δεν υπήρχε.

        Όταν το μίγμα ήταν έτοιμο και αποθηκευμένο στα κακαβούλια (μεγάλα καζάνια), γέμιζαν με αυτό  και με τη βοήθεια μιας φιέτας (μεγάλης κανάτας) και ενός μεγάλου χωνιού, τις  μικρότερες μεταλλικές δεξαμενές  που ήταν φορτωμένες ανά δύο, δεξιά και αριστερά  σ΄ ένα μουλάρι και δύο γαϊδουράκια, που είχαν ιδιοκτήτη και ημιονηγό τον Μπάρμπα Θ… το Ξ…. Αυτός ήταν υποχρεωμένος  να πηγαινοέρχεται με τα φορτωμένα ζώα, από το παρασκευαστήριο προς τη νέα θέση του συνεργείου κάθε φορά,  για  να τροφοδοτεί τις ψεκαστήρες των εργατών με φάρμακο.

         Κρατώντας ένα ξύλο για μπαστούνι και τραβώντας τον ένα γάιδαρο, ενώ τ’ άλλα δυό ζωντανά ήταν δεμένα, με τα καπίστριά τους, το ένα πίσω από τ’ άλλο, κατάφερνε να επιστρέφει στο συνεργείο, πριν ακόμα τελειώσει το άδειασμα της τελευταίας δόσης των εργατών. Εμφανιζόταν με μαγικό τρόπο ξαφνικά, εκεί που δεν τον περίμενες. Φύτρωνε απ’ το πουθενά, σπέρνοντας απογοήτευση στους νεότερους εργάτες, επειδή αυτοί δεν θα προλάβαιναν να πάρουν ανάσα για λίγο, ξαπλώνοντας στα χορτάρια. Ποτέ, ο νεαρός, δεν μπόρεσε να εξηγήσει πως τα κατάφερνε, ενώ εκείνοι απομακρύνονταν  απ’ το παρασκευαστήριο, αυτός να τους προλαβαίνει και να είναι πάντα στην ώρα του.

       Η καθημερινή υποχρέωση κάθε ομάδας ήταν το ξόδεμα δεκά’ξ ψεκαστήρων φαρμάκου για κάθε εργάτη. Τόσο  ήταν και το πλήθος κάθε γκρουπ.  Βάδιζαν κατά μέτωπο  σε μια ευθεία  γραμμή, οκτώ ατόμων σε κάθε πλευρά, σημαδεύοντας την κορυφή των λιόδεντρων με την μεταλλική στρογγυλή και μακρόστενη σωλήνα, προέκταση του δοχείου που κουβαλούσαν στην πλάτη τους, ρίχνοντας με πίεση σ’  αυτά το  περιεχόμενό του.  Στη μέση ένας αρχιεργάτης προχωρούσε μαζί τους αργά, αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να  συμμορφώνονται στο βηματισμό του,  δίνοντας  έτσι το  …τέμπο! 

           Στο δικό του συνεργείο, αρχιεργάτης  ήταν ο Μπάρμπα Γ……. Την εποχή εκείνη ήταν κι αυτός σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Αγρότης - κτηματίας, μετρίου αναστήματος, λιπόσαρκος και με κυρτό από τα χρόνια σώμα. Το σκουρόχρωμο  μακρυμάνικο   πουκάμισο, τακτοποιημένο μέσα από το παντελόνι του, πρόσθετε  επισημότητα στην εμφάνισή του. Ήταν  ζωσμένος σφιχτά με μια φαρδιά δερμάτινη λουρίδα, που στο τέλος νόμιζες ότι η μέση του είχε κολλημένο το μπρός  μέρος της με το πίσω. Όπως ήταν ελαφρά σκυφτός,  γεννούσε την εντύπωση ότι  βρισκόταν σε αιώνια υπόκλιση,  ξεκινώντας τη  διαδικασία επιλογής μιας φανταστικής ντάμας για τον επόμενο χορό! Ήταν πάντα ξυρισμένος κόντρα, με κοντοκουρεμένο  μουστάκι, μόνιμο αυστηρό και απόμακρο ύφος και ελάχιστα λευκά μαλλιά, που μάταια προσπαθούσε μ’ αυτά, βουρλίζοντάς τα  από  τη μια μεριά στην άλλη, να καλύψει την άτριχη κορφή του κεφαλιού του.  Αν και καλοκαίρι, είχε περασμένη στο μπράτσο του  μια μαύρη ομπρέλα, που κάπου - κάπου την άνοιγε, για να τον προστατεύει από τον ήλιο. Αυτή είχε χοντρή ξύλινη λαβή και τη  μετέτρεπε  άλλοτε  σε μπαστούνι, που αφού την ακούμπαγε στο έδαφος ανέβαινε  τα πέτρινα δέματα, και άλλοτε  υποκαθιστούσε το χέρι του όταν ήθελε να δείξει κάτι. Η ηλικία του, αλλά και η γνώση του τόπου, που τον   ήξερε σαν την τσέπη του, ήταν ο λόγος που είχε επιλεγεί γι’ αυτή τη δουλειά . Αυτός δεν ήταν φορτωμένος με ντενεκέ στην πλάτη, παρά η δουλειά του ήταν να οδηγεί το συνεργείο και να συμβουλεύει τους εργάτες, για τη σωστότερη επιτέλεση του έργου τους.

            Ό Μπάρμπα Γ……., ήταν νοικοκύρης, χωρίς να είναι πλούσιος. Ήταν παντρεμένος  αλλά δεν έτυχε να κάμει παιδιά. Η  τύχη θες, η μοίρα ίσως; μπορεί και η  …τυφλοβδομάδα, τον έφερε πριν λίγο καιρό  να κερδίσει αρκετά χρήματα στο λαχείο. Τα εισέπραξε από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, κολλαριστά και σε δεσμίδες και ύστερα τράβηξε για το καφενείο ‘’το Κέντρον ‘’. Παράγγειλε τσίπουρο με μεζέ, κέρασε όλους τους θαμώνες  για τα συχαρίκια  και  αράδιασε τις δεσμίδες με τα κολλαριστά χιλιάρικα, πάνω στο τραπέζι. 

Ήπιε κι άλλο τσίπουρο και ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Απ’ τη χαρά του, κέρασε και ξανακέρασε τους θαμώνες του μαγαζιού. Στο τέλος  απάνω στο μεθύσι του, κοιτώντας συνεχώς τα χαρτονομίσματα μπροστά του, μονολόγησε δυνατά:
‘’Μαγκούφια , τι να σας κάνω τώρα που ήρθατε; Γέρασα και  δεν σας έχω ανάγκη! Όταν σας χρειαζόμουνα πριν από τριάντα χρόνια, είχατε χαθεί σαν  …..το λίγο νερό!

 Έννοια σας όμως κι εγώ θα σας τακτοποιήσω.

           Το σπίτι του ήταν στο τρίστρατο πάνω από τον κεντρικό δρόμο, στο στενό που βγαίνει στο κτήριο του Γυμνασίου λίγα μέτρα μετά την βρύση της ‘’μακαρούνας’’.  Κάθε πρωί λοιπόν, που πέρναγαν τα παιδιά για το σχολειό, έβγαινε στο παράθυρο, αφού είχε φροντίσει να μετατρέψει σε πενηντάρικα και κατοστάρικα μερικά χιλιάρικα και τα πέταγε από κει στα παιδιά που μαζεύονταν από κάτω. Έπαιρνε ο αγέρας τα χαρτονομίσματα, τα παιδιά χοροπήδαγαν να τα φτάσουν κι αυτός κατά πώς χαιρόταν χτύπαγε τα χέρια του στο περβάζι, γκάπ, γκάπ, γκάπ,  ντύνοντας  έτσι με μουσική αυτόν τον παράξενο τρελό χορό, που γυρόφερνε  μπροστά του. Το νέο μαθεύτηκε και  όλο και περισσότεροι  νεαροί μαθητές μαζεύονταν κάτω από το παραθύρι του από νωρίς, για να πιάσουν θέση φωνάζοντας!

 Έβγα  ……Νονέ και πέτα! Πέτα Νονέ, πέτα!

Σταμάτησε να βγαίνει σ’ αυτό  και να σκορπάει χαρτονομίσματα, όταν τα πράγματα αγρίεψαν και οι καβγάδες μεταξύ των παιδιών έγιναν καθημερινοί, χάνοντας έτσι η παράσταση,  τη γοητεία της.  

………………   Δίπλα στο νεαρό περπάταγε ο Μπάρμπα Λ……….  Άντρας  ψηλός, ξερακιανός, σοβαρός,  με φαρδύ μέτωπο και μακρύ  οστέινο πρόσωπο. Είχε τεράστια αποθέματα δύναμης και  χιούμορ. Παρόλο που δεν γέλαγε συχνά, διακωμωδούσε τον εαυτό του και τους άλλους, χωρίς ποτέ να κοροϊδεύει κανέναν. Έμενε στο διπλανό μαχαλά από τον δικό του και τα δυο από τα τρία παιδιά του ήταν πάνω – κάτω συνομήλικοι με αυτόν.

        Από την πρώτη μέρα, τον πήρε κάτω από τη φτερούγα του, μαθαίνοντάς του τη δουλειά και βοηθώντας τον σε ότι είχε ανάγκη. Αργότερα έμαθε, ότι αυτό δεν έγινε τυχαία, παρά  η μάνα του τον είχε παρακαλέσει να τον προσέχει. Όμως μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, μια γερή φιλία αναπτύχτηκε μεταξύ του παιδιού και του φαμελιάρη άντρα. Μετά το τέλος της εργασίας τους  και ύστερα από το φαγητό,  ρωτούσε τον Μπάρμπα Λ…….. για ένα σωρό θέματα, παλιά και νέα.  Τον ‘‘φορτωνόταν’’ συνεχώς μέχρι να  φτάσουν στο Χωριό  και κείνος πάντα πρόθυμος και με χιούμορ του απαντούσε. Μπορούσε να λέει, ασταμάτητα χωρίς να γελάει, χιλιάδες ξεκαρδιστικές Ιστορίες και δεν παρέλειπε,  όπως είπα, να διακωμωδεί και τον εαυτό του.



                                                       ***
           Τα Κυριακάτικα  καλοκαιρινά βραδάκια  την εποχή εκείνη, οι χωριάτες φόραγαν τα καλά τους και έβγαιναν βόλτα στον κεντρικό δρόμο.  Τα  νέα ζευγάρια που είχαν μικρά παιδιά, έβαζαν τα μωρά στα μεγάλα καροτσάκια  της εποχής, με τις δύο ακτινωτές ρόδες, όμοιες με ποδηλάτου  δεξιά και αριστερά και το οβάλ φαρδύ χερούλι πίσω, που χρησίμευε για να τα συγκρατούν ή να τα σπρώχνουν. Τα μεγαλύτερα παιδιά τα τραβολόγαγαν οι γονείς από το χέρι, ενόσω αυτοί κουβέντιαζαν περπατώντας. Σούρτα - φέρτα λοιπόν απ’ το Δημοτικό σχολείο μέχρι την άλλη άκρη, στο άγαλμα του Καραϊσκάκη και πολλές φορές ακόμα μακρύτερα, χάνονταν στα σκοτάδια μέχρι  τα πίσω αλώνια, ρεμβάζοντας και ακούγοντας τ’ αηδόνια στο ρέμα της Χτυριαρούς. 

Όταν κουράζονταν, έβρισκαν θέσεις στα υπαίθρια τραπέζια των καφενέδων της αγοράς ή στα αντίστοιχα του καφενείου της πλατείας Λάκκας και κάθονταν για να πιούν το αναψυκτικό τους,  την μπύρα τους,  ή το τσιπουράκι τους. 

Αυτή ήταν  η βασική επαναλαμβανόμενη  βδομαδιάτικη διασκέδαση των  νέων, αλλά και των μεγαλύτερων  της εποχής. 
                                  
           ο Μπάρμπα Λ…….., νέος τότε, παρατηρώντας αυτή  τη συνήθεια των συγχωριανών του,  βάλθηκε να την  διακωμωδήσει. Μαζί με το φίλο του τον Λ…….. λοιπόν, πήραν τα δυό μικρότερα παιδιά τους από το χέρι, που ήταν δεν ήταν πέντε χρονών  και τράβηξαν στην άκρη του χωριού, προς τη συνοικία  Κούκουρα.  Είχε προσέξει εκεί, σε μια οικοδομή της περιοχής, δυό καρότσια –χειράμαξες,  μεταφοράς οικοδομικών υλικών, με χοντρή ρόδα μπροστά το καθένα, δυό χερούλια και  κοίλο σιδερένιο εσωτερικό.

           Φόρτωσαν τα παιδιά, ένα σε κάθε καρότσι, τους αγόρασαν από ένα παγωτό ξυλάκι  ‘’ΕΒΓΑ’’ από τον Μπαλάμα (μαγαζί της εποχής) και προχωρώντας  αργά, βολτάροντας προς το κέντρο του χωριού, κουβέντιαζαν παριστάνοντας το ζευγάρι. Διακωμωδώντας έτσι τους γονείς με τα κανονικά καροτσάκια και προκαλώντας την ευθυμία και τα γέλια των συγχωριανών τους.

          Πέρασαν τις δυό  πλατείες, ‘’Παπαϊωάννου’’ και ‘’Λάκκας’’, έστριψαν δεξιά στη στροφή μετά το καφενείο του Τάσσου και αργά προσπέρασαν το γυμνάσιο προχωρώντας τον κατήφορο. Τα παιδιά, ευτυχισμένα, έγλυφαν τα παγωτά και απολάμβαναν το σουλάτσο πάνω στα καρότσια. Στρίβοντας στο άγαλμα του Καραϊσκάκη, παρακαλώντας να μην τελειώσει ποτέ αυτή η βόλτα, ο ένας από τους δυό βλαστούς ρώτησε αγωνιώντας:

‘’Μπαμπά, θα πάμε μακριγιά ακόμα; Γιατ’ τά παγουτά κουντεύ’νε να σουθούνε! Θα πάρουμ’ άλλα; ’’

Απλοί άνθρωποι, απλές πλάκες, άδολο χιούμορ, πληρότητα και ευδαιμονία !  

                                                                                   
                                                       ***
            Ένα από εκείνα τα πρωινά, έχοντας τελειώσει τη δουλειά τους και αποσταμένοι σαν ήσαν, κάθισαν στον ίσκιο μιας ελιάς να φάνε. Ο άντρας, χωρίς να μιλάει,  έβγαλε από το ταγάρι του μια   αλουμινένια μποτίλια  γεμάτη κρασί και αφού ξεβίδωσε το καπάκι του, γέμισε δυό  κοντά χοντρά γυάλινα ποτήρια και του έδωσε το ένα.  Ύστερα τρώγοντας, άρχισε να τον νουθετεί για το μέτρο που πρέπει να κρατάει όταν πίνει  αλκοολούχα ποτά – η εφηβεία τα έχει αυτά-και τη διαφορά μεταξύ τσίπουρου και κρασιού. Του έλεγε ότι σε τούτη δώ την κόχη των βουνών, το τσίπουρο είναι καλόπιοτο και το κρασί βάλσαμο. Θέλει προσοχή όμως, να ξέρεις που θα σταματήσεις, γιατί το τσίπουρο, λόγο του υψόμετρου πίνετε σα νερό και  γίνετε κακό πάτωμα για να πιείς ύστερα κρασί.

 Αν δεν προσέξεις στο τέλος θα πέσεις ‘’τούμπανο’’ για ύπνο και μετά θα σηκωθείς κακόκεφος και με πονοκέφαλο. 

           Όταν αρχίσεις να πίνεις του  έλεγε, πρέπει να έχεις στο μυαλό σου το απλό αλλά μεγάλο μυστικό: ‘’πέντε φύσα, μία ….ρούφα’’. Όταν το παιδί ρώτησε για την εξήγηση του μυστικού, του απάντησε ότι σε κάθε ρουφηξιά από το ποτό του, ύστερα να φυσάει αργά και νοερά πάνω από το ποτήρι του πέντε φορές, ώστε να δώσει το περιθώριο στο αλκοόλ που ήταν στο  …κεφάλι του να εξατμιστεί! Η αλήθεια όμως είναι  ότι με αυτό τον τρόπο περνάει  ο χρόνος και δεν προλαβαίνεις να πιείς πέρα από το κανονικό και επομένως δεν μεθάς. Το κυριότερο όμως με αυτό το ‘’ρητό’’, που ήθελε να του πει, ήταν ότι με το αλκοόλ δεν παίζουμε και γι αυτό πρέπει να προσέχουμε .  
              

            Του εξιστόρησε κι ένα περιστατικό που του συνέβη μια βραδιά γυρίζοντας σπίτι του, από τα καφενεία της αγοράς.  Είχε  προηγηθεί η υπόσχεση προς τη γυναίκα του ότι θα σταματήσει να πίνει τσίπουρα σκορπώντας  έτσι τα λεφτά του και χαλώντας τα  ….συκώτια του, έστω και αν αυτά δεν προορίζονταν για  ….κοκορέτσι. Εκείνο το απόβραδο, φεύγοντας   από το σπίτι, είχε πάρει την απόφασή του, έχοντας κατά νου να της κάνει το χατίρι.  Όμως αυτή η απόφαση κράτησε μέχρι που  συνάντησε την παρέα του.  Ύστερα, αφού  ήπιε το πρώτο ποτήρι τσίπουρο,  ….παρασύρθηκε και τα ξέχασε όλα. Τα επόμενα, τα ευχαριστήθηκε χωρίς να του περνάει απ’ το μυαλό η δέσμευση που έπρεπε να κρατήσει.
                             
        Την ξαναθυμήθηκε  στην επιστροφή κατά το σπίτι και όταν κόντευε να φτάσει σε αυτό. Κοντοστάθηκε απέξω και με  τις παλάμες του έστρωσε καλά – καλά τα μαλλιά του, καθάρισε τα μάτια του, σήκωσε το κορμί του σε ευθυτενή στάση και αφού χτύπησε τα παπούτσια του στο έδαφος δυο τρείς φορές για να φύγουν οι σκόνες από αυτά, άρχισε να σκέφτεται τον τρόπο που θα μπει στο σπίτι και τι θα πει για να πάει αλλού τη συζήτηση, κρύβοντας έτσι τα τσίπουρα που είχε πιεί και γλιτώνοντας  την δικαιολογημένη γκρίνια της.  Συλλογίστηκε ότι μπαίνοντας θα έλεγε:

Καλησπέρα!

Είναι έτοιμο το φαγητό;

Θα στρώσετε τραπέζι να φάμε;

Μ…….. (στο μικρότερο γιό του), πιάσε κρασί απ’ τα βαγένια!

          Έφτασε μπροστά στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε. Δεν πρόκανε να κάνει  δεύτερο βήμα μέσα σ’ αυτό και όλες οι προετοιμασίες, οι σκέψεις  και οι γαλιφιές, πήγαν στράφι. Ξέχασε να κάνει τον κατάλληλο ελιγμό, στο σημείο που γνώριζε, για ν’ αποφύγει τη σανίδα που εξείχε πάνω από τις άλλες, το πόδι του χτύπησε σ’ αυτή  και πριν προλάβει να κρατηθεί στα πλαϊνά του διαδρόμου, σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα.
                      
          Με το θόρυβο που έκανε, όλο το σπίτι αναστατώθηκε, όλοι έτρεξαν  να δουν τι συμβαίνει. Μπροστά ερχόταν η γυναίκα του και πίσω της  ο μικρός του γιός, στον οποίο στράφηκε εκείνη, μόλις αντίκρισε τον άντρα της στο πάτωμα να παλεύει να σηκωθεί, και του είπε με την ιδιαίτερη ομιλία των κατοίκων  του διπλανού χωριού, απ’ το οποίο και καταγόταν :

‘’ Εδά,  αρέ Μ…π’, πάλε μεδ’σμένος  είν’ ο Πατέρασ’! ……………………….

        Ο Μπάρμπα Λ……. σταμάτησε να μιλάει, γύρισε και κοίταξε τον νεαρό με νόημα και  βάζοντας το ένα του δάχτυλο στον κρόταφο έκανε μια γκριμάτσα σαν να του έλεγε, «έτσι έχουν  τα πράγματα, αυτά πρέπει να προσέχεις, γιατί εκείνο το βράδυ εγώ είχα μετατρέψει το ‘’πέντε  ….φύσα, μία ….ρούφα’’ σε  …… ‘’πέντε  …ρούφα , μία …φύσα’’ και γι’ αυτό την πάτησα» .


                                                 ***
           Όλα τούτα άστραψαν στο μυαλό του μεσόκοπου άντρα πλέον, ένα μεσημέρι μιας Καθαρής Δευτέρας εκειδά στο έμπα της σαρακοστής. Τα δυό του παιδιά  από χρόνια είχαν κάνει τις δικές τους οικογένειες  και τα δικά τους σπιτικά, φεύγοντας από το πατρικό τους. Τα είχε καλέσει για φαγητό στο σπίτι του με τις οικογένειές τους. Είχε φωνάξει και δυο γείτονες για παρέα.

         Ξαναγέμισε το σπίτι με παιδικές φωνές, κι αυτός, χαρούμενος πήγαινε πέρα δώθε κουβαλώντας σαρακοστιανούς μεζέδες, πίνοντας τσίπουρο και κουβεντιάζοντας μαζί τους.

          Για να ολοκληρωθεί το τραπέζι και να κάτσουν όλοι γύρω του,  έλειπε μονάχα το κοκκινιστό χταπόδι που μαγείρευε και που όλοι  περίμεναν  με ανυπομονησία. Εδώ και αρκετή ώρα το ανακάτευε στην κατσαρόλα καμαρώνοντας  για τη μαγειρική του και περιγράφοντας  με στόμφο στους υπόλοιπους,  πώς;  το έβρασε χωρίς νερό, στο ζουμί του, γιατί αυτό ήταν το μυστικό  του χταποδιού, πώς; το έσβησε ύστερα με μυρωδάτο κόκκινο κρασί, που το  ….φοβάται το χταπόδι και γι’ αυτό μαλακώνει, πώς;  του έριξε φετινό  μοσχοβολιστό λάδι, φρέσκο πιπέρι και φρέσκια ντομάτα και πώς; το αρωμάτισε με μυρουδ’κά , δάφνη, ρίγανη και θυμάρι. Έγνεφαν επιβεβαιωτικά  σ’ αυτά που έλεγε και οι μυρουδιές που έβγαιναν απ’ την κουζίνα.

      Η καλή παρέα που είχε γύρω του και η διάθεση που αυτή δημιουργούσε,  τον έφερε να πίνει τρίτο και τέταρτο τσιπουράκι.  Έτσι  άρχισε να αισθάνεται τόσο ευχάριστα που η γλώσσα του άλεθε και οι κινήσεις του έγιναν κοφτές και γρήγορες, θυμίζοντάς του παλιότερες εποχές, όταν ήταν νιότερος. Σε λίγο ήρθε η ώρα που όλοι περίμεναν για να καθίσουν γύρο από το τραπέζι.

       Το τσίπουρο μπήκε στην άκρη και το κρασί σερβιρίστηκε στα ποτήρια όσο αυτός στην κουζίνα, άδειαζε το αχνιστό, μοσχοβολιστό, κοκκινιστό χταπόδι, σε μια μεγάλη  πιατέλα. Την κράτησε με τα δυό του χέρια και προχώρησε με θριαμβευτικό ύφος και αεράτες κινήσεις  προς την πόρτα της.

         Θες ο ενθουσιασμός του για την επιτυχία του φαγητού, θες η χαρά του που τους είχε όλους κοντά του, θες η φασαρία των παιδιών που τον μπέρδευε, θες οι μυρουδιές απ’ το χταπόδι που τον μέθαγαν,  σίγουρα όμως η επήρεια του αλκοόλ, τον έκαναν να ξεχάσει τη σανίδα που εξείχε στο πάτωμα της κουζίνας.

        Είχε φροντίσει από παλιά να ντύσει το δάπεδο του σπιτιού του με ξύλο, πιστός σε παλιές και μακρινές θύμισες, διατηρώντας την αίσθηση της  χαμένης, αλλά όχι ξεχασμένης θαλπωρής των παιδικών του χρόνων.  Πολλές φορές περπατούσε  ξυπόλητος πάνω του κι αφουγκραζόταν τον ήχο απ’ τα βήματά του στο ξύλο. Εκείνο που τον ευχαριστούσε ήταν, ειδικά τα πρωινά της Κυριακής,  όταν κατάφερνε, κλείνοντας τα μάτια, να καταλάβει από το βηματισμό,  ποιος μπήκε στο σπίτι ή ποιος περπάταγε στο διπλανό δωμάτιο.

         Αυτό το παιχνίδι τον ενθουσίαζε και τον ταξίδευε σ’ εκείνες τις παλιές εποχές, τις φτωχικές και άδολες, τις απονήρευτες  κι  ευτυχισμένες. Δεν τον ένοιαζε που  το πάτωμα  σε μερικά σημεία ήταν γδαρμένο, ή ότι μια σανίδα στο έμπα της κουζίνας είχε φθαρεί και εξείχε σε κάποιο σημείο της, θέλοντας σίγουρα επιδιόρθωση γιατί γινόταν επικίνδυνη.

          Στην κόχη αυτής τη σανίδας ‘’βρήκε’’ το δεξί του πόδι και τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Σωριάστηκε καταγής, ενώ η μεγάλη πιατέλα που κρατούσε, του έφυγε από τα χέρια πέφτοντας και σπάζοντας με θόρυβο στο έδαφος, γεμίζοντας τον τόπο με λάδια, μυρωδικά, κομμάτια χταποδιού, κόκκινη σάλτσα και τα υπολείμματα της πιατέλας.  Στα λίγα δευτερόλεπτα της πτώσης του πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του, η Ιστορία που άκουσε ένα  ρομαντικό, μακρινό, καλοκαιρινό πρωινό, της νιότης του.  Η αναστάτωση, μικρών και μεγάλων, έφεραν το σπίτι σε κατάσταση …πολέμου. Όλοι, η οικογένεια και οι φίλοι,  φοβισμένοι από το θόρυβο και την ακαταστασία,  έσπευσαν να τον βοηθήσουν.

       Στάθηκε τυχερός γιατί δεν χτύπησε. Μετά από ώρα, αφού  οι σκούπες δούλεψαν και οι ζημιές τακτοποιήθηκαν, το τραπέζι ξαναστρώθηκε, το χταπόδι ήταν παρών μόνο με την ανάμνησή του και τα ποτήρια ξαναγέμισαν κρασί, ενώ η διάθεση των συνδαιτυμόνων επανήλθε στην αρχική της  κατάσταση βρίσκοντας την ηρεμία της.

        Ζήτησε από όλους να γείρουν τα ποτήρια τους, χύνοντας μια σταγόνα κρασί και  κάνοντας  σπονδή, για  όλες εκείνες τις  ψυχές  που μαζί τους δούλεψε στη δακοκτονία,  ένα μακρινό καλοκαίρι κάτω από τα λιόδεντρα.
       Με αφορμή το πάθημά του, εξήγησε στους υπόλοιπους, τα παιδιά του το είχαν  ….διδαχτεί από τα μικράτα τους,  το νόημα της διαχρονικής συμβουλής:

  ‘’πέντε φύσα, μία ….ρούφα !’’
 
Ήπιαν όλοι στη μνήμη τους!

Εβίβα Μπάρμπα Λ……, Μπάρμπα Γ….., Μπάρμπα Π…….., Μπάρμπα Θ….. και σ’ όλους τους άλλους, κάτοικους της Αράχοβας που τώρα έχουν φύγει.

Ας  είναι   ζωντανοί, όσο εμείς θα τους θυμόμαστε!