Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Τα Κουκουριώτικα (Ι)

 Σκηνές από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60.


Το σπίτι της θεια Μαριώς
(στο κέντρο της φωτογραφίας, αυτό με τις λίθινες κολόνες )

Αμούρ και Αντζουλίνα
Τα σπίτια έχουν τη δική τους ιστορία κι επηρεάζουν τη ζωή, όχι μόνο των ιδιοκτητών τους, αλλά και των γειτόνων τους. Το πατρικό μου σπίτι ήταν με το διπλανό, του γερο Παναγιώτη Ζαβού, αδερφομοίρια. Συγκεκριμένα, πριν πολλά χρόνια (το 1897), ο παππούς μου είχε αγοράσει στον Κούκουρα το ένα από τα δυο αυτά αδερφομοίρια σπίτια, γιατί ο πωλητής του ήθελε να  φύγει από τη γειτονιά του και να κατοικήσει πιο ψηλά στο χωριό, κοντά στο δημόσιο δρόμο.
Η οικογένειά μου δέθηκε με τους Ζαβαίους με στενότερη γειτονική σχέση, συγκριτικά με τους άλλους γύρω γείτονες. Θες  γιατί τα σπίτια ήταν αδερφομοίρια και είχαν κοινή μπασιά, θες γιατί απλά “ταίριαξαν τα χνώτα τους”, θες γιατί δεν υπήρχαν επαγγελματικές αντιζηλίες, αφού τσοπάνης ήταν ο παππούς μου, ο Θανάσης, και γεωργός, ο Νίκος (ο πατέρας του Παναγιώτη Ζαβού). Πάντως συνέβη. Αυτή, λοιπόν, η καλή γειτονική σχέση συνεχίστηκε στη δεύτερη και στην τρίτη γενιά.

Το σπίτι της θεια Μαριώς της Ζαβίνας ήταν κάτι σαν δικό μου σπίτι. Από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου, τα αδέλφια μου κι εγώ  μπαινοβγαίναμε  στο σπίτι της, είτε απλά για να τους δούμε, είτε για να καθίσουμε λίγη ώρα μαζί τους και να εξασφαλίσουμε και κάποιο φίλεμα, είτε για να ζητήσουμε κάποιο θέλημα, όπως μας είχε προστάξει η μάνα μας.
Το σπίτι αυτό το ξέραμε το ίδιο καλά, όπως και το δικό μας. γνωρίζαμε όλα τα δωμάτια στον επάνω όροφο και όλες τις γωνιές και τις κρυψώνες του στο υπόγειο. Ξέραμε και πού γεννάει η κότα τους και πού έχει το ληγμένο κασέρι η θεια Μαριώ, αφού ο άντρας της, ο γερο Παναγιώτης, είχε  γαλακτοπωλείο  στην αγορά.
Η μητέρα μου είχε τη θεια Μαριώ αποκούμπι σε κάθε ανάγκη της, όταν ξέμενε από ψωμί και θα ’πρεπε να δανειστεί μέχρι να ζυμώσει και να το επιστρέψει ή όταν ξέμενε από πιπέρι, ζάχαρη ή από λεμόνι, δηλαδή από πράγματα της αγοράς, που στο σπίτι αυτό δεν έλειπαν ποτέ, ενώ στο δικό μας κάποιες  φορές  υπήρχε έλλειψη, λόγω στενότητας χρημάτων.
Η θεια Μαριώ σοβαρή, αξιοπρεπής, λιγάκι αυστηρή στις σκανταλιές μας, αλλά στο βάθος μάς αγαπούσε, μας πρόσεχε, όταν οι γονείς μας έλειπαν έξω στα  κτήματα για δουλειές. Δεν την είχα δει, όμως, ποτέ να γελάει. Κάποτε έμαθα από τη μάνα μου ότι είχε χάσει δυο κόρες και τρεις γαμπρούς. Το Γιώργο και τη Νίτσα, τα εγγόνια της, τα είχε μεγαλώσει από μικρά παιδιά, αφότου πέθαναν και οι δυο γονείς τους, και τώρα ήσαν της παντρειάς.
Είχε κι άλλες τρεις κόρες. Τις δυο, τις πιο μικρότερες, στο χωριό (τη Γιαννούλα παντρεμένη και τη Γιωργίτσα, ανύπαντρη μέχρι τότε), και τη μεγαλύτερη και πολυαγαπημένη της κόρη, την Ελένη, παντρεμένη στην Αμερική, η οποία είχε αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια από το δεύτερο γάμο της (ο πρώτος άνδρας της είχε πεθάνει λίγο αφότου τον παντρεύτηκε στην ξένη γη).
Έτσι κατάλαβα, γιατί η θεια Μαριώ ήταν αγέλαστη, παρόλο που ένιωθες, με την πρώτη ματιά, ότι ήταν καλή και ευγενική γιαγιά. Γιαγιά είπα, ναι πράγματι, η θεια Μαριώ για μένα και τα αδέλφια μου ήταν σαν γιαγιά μας  και όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε η αγάπη κι ο σεβασμός που της είχα και της έδειχνα. Δεν θυμάμαι να είχα παραβεί καμιά της εντολή. Δεν έλεγε πολλές κουβέντες, αλλά εννοούσε πολλά με την καθημερινή της στάση και συμπεριφορά.
Και να σκεφτείς ότι η πρώτη μου γνωριμία με τη θεια Μαριώ έγινε πολύ νωρίς, με όχι και τόσο ευχάριστες συνθήκες  για τους δυο μας. Θα ήμουν τριών - τρεισήμισι χρονών, όταν κάποια μέρα μπήκα στην ξύλινη κούνια μου, που είχε καμπύλη βάση - τη θυμάμαι και τώρα πολύ καλά θα μπορούσα ακόμα και να την σκιτσάρω σαν να την έχω εδώ μπροστά μου - και ζήτησα επίμονα από τη μάνα μου να με κουνήσει!
Αυτή, όμως, δούλευε στο διπλανό καμαράκι, στον αργαλειό της, και δεν είχε ούτε χρόνο,ούτε κι  όρεξη να μου κάνει τέτοια χατίρια. Είχε κουραστεί επί  δώδεκα - δεκατρία χρόνια να νταντεύει συνέχεια παιδιά, καθώς τα γεννούσε το ένα κοντά στο άλλο, κάνοντας ασταμάτητα όλες τις οικιακές, υφαντικές,αλλά και γεωργικές δουλειές της.
Εγώ πείσμωσα, ως συνήθως, κι άρχισα να κλαίω έντονα και ασταμάτητα τόσο που αναστάτωσα τη γειτονιά. Η γρια Ζαβίνα δίπλα, κάποια στιγμή, δεν άντεξε την γκρίνια μου, πήρε ένα λιόκλαρο (“φούντα”) κι όρμησε κυριολεκτικά στο σπίτι μας λέγοντας εκνευρισμένη: “Που είν' αυτή η λίχρα;”
Στη στιγμή, βρέθηκε πάνω από την κούνια μου και, μαυροντυμένη καθώς ήταν, άρχισε να ανεβοκατεβάζει το λιόκλαρο απειλητικά, χωρίς φυσικά να με χτυπάει, και να φωνάζει εκνευρισμένη, μονολεκτικά, σε κάθε κτύπημά της: “Να! Λίχρα. Να! Να!....”
Εγώ τρομοκρατήθηκα, σταμάτησα αστραπιαία το κλάμα, ζάρωσα μέσα στην κούνια και έκανα τον ψόφιο κοριό. Θυμάμαι ακόμα και τώρα  το:“Να!  Να!...”  της γρια Μαριώς να ηχεί στ’ αφτιά μου και την εναλλαγή σκότους - φωτός πάνω μου, καθώς το λιόκλαρο ανεβοκατέβαινε συνεχώς στην κούνια μου.
Έκτοτε η μάνα μου είχε βρει το αντίδοτο σε κάθε απόπειρα γκρίνιας μου. Έφτανε να πει: “Έρχιτ’ η Ζαβίνα” και η ηρεμία είχε επέλθει αυτομάτως. Μου πήρε κάμποσο καιρό να ξεθαρρέψω με τη θεια Μαριώ, αλλά, μεγαλώνοντας, κατάλαβα γρήγορα ότι, όταν ήμουν ήσυχο  παιδί, η γρια Ζαβίνα ήταν κι αυτή καλή μαζί μου.
***
Στο σπίτι της υπήρχε ένα γέρικο σκυλί, ο “Αμούρ”, ήσυχος, σχεδόν αγάβγιστος. Τόσο, που όταν παίζαμε μαζί του εμείς τα γειτονόπουλα, δεν έδειχνε την παραμικρή αντίδραση. Στο τέλος, ήταν τόσο απαθής, λόγω των γηρατειών του που ανοίγαμε το στόμα του, βάζαμε τα δάκτυλα μας μέσα, πιάναμε τα δόντια του κι αυτός τα υπέμενε. Κάπου - κάπου μόνο κουνούσε την ουρά του. Και όταν στην Γ΄ Δημοτικού, στο μάθημα της Μυθολογίας έμαθα για τα κατορθώματα του Οδυσσέα, κάπως έτσι, σαν τον Αμούρ, φαντάστηκα τον Άργο, το πιστό σκυλί του πολυμήχανου Βασιλιά της Ιθάκης, που γέρικο πια αναγνώρισε το αφεντικό του, όταν πάτησε ξανά το πόδι του  στο νησί του.
Ο Αμούρ ήταν παράδειγμα αγαθού σκυλιού σε αντίθεση με δυο άλλα σκυλιά της γειτονιάς:“Καρύδα” και  “Τσουραπέλη”, που δεν ήσαν καθόλου φιλικά. Ειδικά, ο Τσουραπέλης, όχι μόνο δεν στάθηκε ποτέ να τον χαϊδέψουμε, αλλά αντίθετα πάντα μας γάβγιζε, μόλις άκουγε να περνούμε έξω από το σπίτι του αφεντικού του.    
Εκτός από τον Αμούρ, η θεια Μαριώ είχε και μια ωραία ασπρόμαυρη γάτα, την «Αντζουλίνα»,“κυρία” με τα όλα της, ήσυχη και καθόλου σκανταλιάρα. Όταν έβλεπες την Αντζουλίνα, κάπου εκεί κοντά βρισκόταν και η θεια Μαριώ, κι όταν έβλεπες τη θεια Μαριώ σε λίγο ξεπρόβαλε κι η Αντζουλίνα με την ουρά της όρθια.
Το χειμώνα, καθόταν στο τζάκι, δίπλα στο παράσταθο, στα πίσω πόδια της, με τα μπροστινά της όρθια σαν πυλώνες. Στη ίδια θέση στεκόταν ακούνητη κι όταν η θεια Μαριώ άφηνε το πιάτο με τα ψάρια πάνω στο παράσταθο και πήγαινε στη διπλανή κουζίνα, για να φέρει το λάδι ή το τηγάνι, για να τηγανίσει.
Η Αντζουλίνα κρατούσε χαρακτήρα, δεν έκανε σκανταλιές, δεν ανέβαινε σε τραπέζια και κουζίνες, έμοιαζε μάλλον φύλακας των ψαριών, παρά άρπαγας και καταβροχθιστής τους. Την είχα σε μεγάλη εκτίμηση, σε αντίθεση με τη δική μας γάτα, τον Φούλη, που διάβαινε αστραπιαία μέσα στο σπίτι, ίσως γιατί φοβόταν τα γυμνάσια, που του κάναμε εμείς τα παιδιά, όταν τον πιάναμε στα χέρια μας, μάλλον στα... πόδια μας.
Η Αντζουλίνα, όμως, είχε κερδίσει τον απόλυτο σεβασμό μου. Πρέπει, σίγουρα, τα ζώα του σπιτιού να παίρνουν κάτι από τη συμπεριφορά και το χαρακτήρα των αφεντικών τους. Τρανή απόδειξη τα δυο αυτά αγαθά ζώα, που αντέγραφαν στη συμπεριφορά τους, την ησυχία και  ηρεμία της θεια Μαριώς.
***
Στο σπίτι αυτό είδα από κοντά, για πρώτη φορά, ραδιόφωνο.η μάρκα του ήταν TELEFUNKEN. Το είχαν αγοράσει τα εγγόνια της, αλλά δεν είχε παίξει ποτέ σε συνακρόαση στη γειτονιά. Από εκεί παρακολούθησα, πιο μεγάλος, όταν δηλαδή ήμουν στις μεγάλες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, κάποιες μεταδόσεις αγώνων ποδοσφαίρου, με άδεια της Νίτσας,με τη σιωπηρή ανοχή  της θεια Μαριώς,αφού βεβαίως τις προηγούμενες μέρες είχα κάνει πολλά θελήματα για ψώνια στο μαγαζί του Κολοβού και του Τσεκούρα.
Στο ίδιο σπίτι γευόμουν σταφύλια αρκετές φορές  κάθε χρόνο, πέρα ’κείθε το Δεκέμβρη ακόμα και το Γενάρη, που ήταν κρεμασμένα στην ξύλινη οροφή του διαδρόμου, ως αμοιβή για τα θελήματα του φθινοπώρου. Για τα θελήματα του καλοκαιριού η αμοιβή μου ήταν τα μεγάλα κίτρινα κορόμηλα από το κήπο τους.
Επίσης, στο σπίτι αυτό γευόμουν αρκετές φορές κασέρι, έστω και ληγμένο, τα καλοκαιρινά απογεύματα, όταν είχε πέσει η δροσιά, και τύχαινε να βρίσκομαι στο πρόχειρο βραδινό φαγητό του γέρου Παναγιώτη και της θεια Μαριώς. Έβγαινε με ιεροτελεστία το «κεφάλι» του κασεριού μέσα από το ξύλινο κασελάκι, που βρισκόταν κάτω από το ξύλινο χαγιάτι, κοντά στην πέτρινη σκάλα και δίπλα ακριβώς από την κατωγιόπορτα. Θυμάμαι ακόμα το τάγγισμα στη γλώσσα, αλλά για μένα τότε αυτό ήταν μια απλή λεπτομέρεια.
***
Το χειμώνα, δίπλα στο τζάκι τους, διάβαζα ατέλειωτα τον Καζαμία της χρονιάς. Στο σπίτι αυτό δεν υπήρχαν άλλα βιβλία, εκτός από τον Συνέκδημο (εκκλησιαστικό βιβλίο μικρούς σχήματος) και τον Καζαμία. Τον Συνέκδημο τον είχα ξεφυλλίσει δυο - τρεις φορές, για να κάνω απλώς  τις σχετικές συγκρίσεις με τα θρησκευτικά βιβλία του πατέρα μου.
Τους Καζαμίες,όμως, των ετών: 1958, 1959, 1960, 1961 και 1962 τους είχα ξεσκονίσει κυριολεκτικά, ειδικά τους ονειροκρίτες τους. Όμως, ο ονειροκρίτης του Καζαμία μπροστά στις εξηγήσεις μιας άλλης γειτόνισσας, της γριας Μπακάλαινας, δεν έλεγε και σπουδαία πράγματα. Η θεια Στυλιανή η Μπακάλαινα, όταν σου εξηγούσε το περίεργο όνειρο που είχες δει, δεν λάθευε ποτέ.
Κοντά στο τζάκι, μπορεί να καθόμουν ως παιδί όση ώρα ήθελα, ένα πράγμα μόνο απαγορευόταν αυστηρότατα, από τη θεια Μαριώ, να σκαλίσω τη φωτιά με το σίδερο ή τη μασιά(μάσα). Μια φορά που έκανα το λάθος, η θεια Μαριώ με έβαλε αμέσως και με αυστηρότητα σε τάξη.
“Αρέ, άσι κάτω του σίδηρου, τσι μην παλεύ’ς τ’ φουτιά”. Αργότερα, κατάλαβα  ότι, όταν πειράζεις συχνά τη φωτιά, αυτή θεριεύει περισσότερο και κατατρώει τα ξύλα με μεγαλύτερη ταχύτητα, πράγμα που εξαντλεί γρήγορα το σωρό των καυσόξυλων.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο που είχε η φωτοκαγιά της θεια Μαριώς ήταν ο μεγάλος φεγγίτης με τζάμι στη στέγη, πάνω ακριβώς από το μέσο του δωματίου. Τέτοιο  φεγγίτη δεν είχα δει σε άλλο αραχοβίτικο σπίτι. Και υπήρχε λόγος γι’ αυτό, διότι κανένα άλλο σπίτι δεν είχε μπροστά του τόσο μεγάλη στεγασμένη αυλή. Ο σοφός μάστορας που είχε χτίσει το σπίτι, προκειμένου να εξασφαλίσει στους ενοίκους του περισσότερο φως στο δωμάτιο της φωτοκαγιάς, επέβαλε αυτή την ευρηματική λύση.
Κάθε φορά,λοιπόν, που επισκεπτόμουν τη φωτοκαγιά της θεια Μαριώς πάντα το μάτι μου στρεφόταν προς τα πάνω, στον ωραίο αυτό φεγγίτη σαν φωτεινή χοάνη. Μάλιστα, ήταν απόλαυση, όταν έβρεχε καταρρακτωδώς κι ακουγόταν ο συναρπαστικός θόρυβος της βροχής, κι ακόμα απολαυστικότερο, όταν τύχαινε να χιονίζει κι οι πρώτες νιφάδες στρώνονταν ήσυχα-ήσυχα πάνω στο τζάμι του φεγγίτη, ενώ εσύ κοντά στο τζάκι απολάμβανες τη ζεστασιά του. Το σπίτι αυτό ήταν πολύ καλά μελετημένο. Ο αρχιμάστορας που το σχεδίασε στο μυαλό του και το υλοποίησε (1871 έγραφε μια επιγραφή) με το συνεργείο του, από το Πεντάλοφο της Κοζάνης, πρέπει να ήταν άριστος στη δουλειά του.
Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν, βεβαίως,στην  Αράχοβα και πιο ωραία και πιο μεγάλα σπίτια (αρχοντικά), όμως πιο καλά μελετημένο από αυτό της θεια Μαριώς, δεν νομίζω. Καταρχάς δεν είχε κανένα άνοιγμα στο βοριά, παρόλο που ο βορινός τοίχος ήταν φάτσα στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς. Αυτό σε πρώτη αίσθηση φαινόταν περίεργο, όταν όμως σκεφτόσουν ότι με τη λύση αυτή εμποδιζόταν το βορεινό αγιάζι το χειμώνα, τότε δικαίωνες το λαϊκό αρχιτέκτονα.
Τα ανοίγματα υπήρχαν μόνο στις άλλες πλευρές. Η κεντρική είσοδος γινόταν από  μπασιά που εξυπηρετούσε και το δικό μας σπίτι. Η κεντρική εξώπορτα,  μεγάλη δίφυλλη, ήταν  κάτω από ένα καλαίσθητο λίθινο θόλο. Ολόκληρη η αυλή μέχρι  το ύψος του πρώτου ορόφου του σπιτιού ήταν κλεισμένη γύρω - γύρω με καλαίσθητη πέτρινη τοιχοποιία. Από εκεί και πάνω «ξεφύτρωναν»  τέσσερις(4) καλοχτισμένες λίθινες τετράγωνες κολόνες, οι οποίες μαζί με το νότιο τοίχο του κυρίως σπιτιού βάσταζαν περιφερειακά μια τεράστια στέγη, που στέγαζε ολόκληρη τη μεγάλη αυλή, χωρίς κανένα εσωτερικό στήριγμα!
Ο γερο Παναγιώτης είχε πει ότι για το κτίσιμο της καθεμιάς κολόνας (πελέκημα κι ανέγερση) είχαν πιει οι μάστορες, στα κολατσιά τους,  ένα βαρέλι κρασί! Άρα συνολικά τέσσερα βαρέλια κρασί! Χαλάλι τους, όμως γιατί το άξιζαν πραγματικά. Αυτές οι τέσσερις κολώνες μέσα στα εκατόν σαράντα (140) περίπου χρόνια στατικής λειτουργίας τους, με τόσους σεισμούς και τέτοια μεγάλα φορτία, όχι μόνο σε θλίψη, αλλά και σε εφελκυσμό (λόγω των ανεμοπιέσεων της στέγης και των σεισμικών φορτίων), δεν αστόχησαν στο παραμικρό. Μονάχα στο μηχάνημα κατεδάφισης δεν μπόρεσαν να αντισταθούν, όταν οι κληρονόμοι του σπιτιού δεν αντιστάθηκαν στις σύγχρονες σειρήνες  δόμησης και κάλυψης, κι έδωσαν το σύνθημα να λείψει δια παντός αυτό το αρχιτεκτονικό καμάρι της γειτονιάς, έργο εμπνευσμένης λαϊκής αρχιτεκτονικής μαστόρων απ’ τη Μακεδονία.
***
Σ’ αυτή τη στεγασμένη αυλή ξεκινούσε, δίπλα στην αυλόπορτα, η πέτρινη σκάλα, κάτω από την οποία στεγαζόταν καλαίσθητος πέτρινος ορνιθώνας. Η πέτρινη  σκάλα έφτανε έως το ξύλινο  χαγιάτι, το οποίο κάλυπτε σε κάτοψη το ένα τέταρτο της μεγάλης αυλής. Από το χαγιάτι γινόταν η πρόσβαση στο κυρίως σπίτι. Το χαγιάτι είχε απρόσκοπτη θέα ανατολικά και νότια μέχρι το Ξεροβούνι που τη χαιρόσουν κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, αφού ήταν στεγασμένο.
Την αυλή κι όλο το σπίτι κοσμούσε ένας μεγάλος καλλωπιστικός θάμνος, που έχει το επιστημονικό όνομα: “Ευώνυμο το ιαπωνικό”, ποικιλία “Πανασέ” (Euonymus JaponicusvarAureus), η “λεμονιά” που λέμε στην Αράχοβα, λόγω των πρασινοκίτρινων φύλλων του, το οποίο ήταν φυτεμένο  δίπλα στην πέτρινη σκάλα. Με την περιποίηση και τη φροντίδα θέριεψε και έγινε ολόκληρο δέντρο, παρότι δεν την έβλεπε κατ’ ευθείαν ο ήλιος, αφού ήταν στεγασμένη. Μεγάλωσε μάλιστα τόσο πολύ που πέρασε από το πλησιέστερο ανατολικό άνοιγμα της αυλής, ξεπρόβαλε και κάλυψε την μπασιά και έφτασε  αργότερα μέχρι και το δικό μας παράθυρο.
Κάτω από το ξύλινο χαγιάτι  υπήρχε κλειστός αχυρώνας και  μπροστά απ’ αυτόν υπήρχε χώρος για τον αργαλειό, πιο δίπλα ήταν το αποχωρητήριο μέσα σε κόγχη στο δυτικό χοντρό τοίχο της αυλής, και πιο εκεί υπήρχαν οι μεγάλες κάδες για την αποθήκευση των βρώσιμων ελιών. Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν το καμίνι, όπου άναβε η φωτιά για το μαγείρεμα τις καλοκαιρινές ημέρες, και δίπλα ακριβώς, στη γωνία, ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού. Δίπλα, σε επαφή με τον κυρίως φούρνο, ήταν το φουρνάκι για το ψήσιμο της λαχανόπιτας, της τραχανόπιτας και όλων των παραδοσιακών γλυκών.
Στο καμίνι η θεια Μαριώ καβούρδιζε, τακτικά, καφέ  μέσα στο μακρόστενο καβουρδιστήρι της. Πρέπει να ήταν πολύ μερακλού στον καφέ, γιατί με ιδιαίτερη προσοχή τον καβούρδιζε λες και ιερουργούσε. Στη συνέχεια, τον τοποθετούσε αχνιστό σε φαρδιά πιατέλα, τον εμπλούτιζε με λίγα γαρύφαλλα, τον ράντιζε με λίγο κονιάκ, τον σκέπαζε με λευκή καθαρή πετσέτα, ώσπου να κρυώσει, και τέλος τον έκοβε στον μπρούτζινο μύλο της κοντά στο τζάκι.
Μπορεί να μην ήπια ποτέ από τον καφέ της θεια Μαριώς, τον μύρισα όμως πολλές φορές, καθώς μοσχοβολούσε σε όλο το δωμάτιο της φωτοκαγιάς, όταν τον έκοβε αργά - αργά, κι όλο σκεπτόταν βαθιά - στοχαστικά.
Στο νότιο τοίχο της αυλής υπήρχε μια μικρή ξύλινη πόρτα, που έβγαινε στο περιβόλι. Η θεια Μαριώ τον έλεγε πάντοτε τσήπο (κήπο), με δυο επίπεδα, περιφραγμένο με ξερολιθιά στεφανωμένη από αμπελίνα (αγράμπελη). Στη μέση του κήπου βρισκόταν η κορομηλιά, που έκανε τα μεγάλα κίτρινα λαχταριστά κορόμηλα, και στη νότια ξερολιθιά του κήπου μια συκιά. Μέσα  στον κήπο ήταν περιποιημένες  οι βραγιές σχεδόν όλη τη χρονιά, με τα λάπαθα, το μακεδονήσι, το σέλινο, το δυόσμο, και τα καλοκαίρια με τα μαρούλια, τις  ντοματιές, τις φασολιές και τις κολοκυθιές.                          
Το υπόγειο ήταν “αβέρτο”, δηλαδή χωρίς ενδιάμεσα χωρίσματα. Υπήρχε στο μέσο μια μοναδική κυλινδρική μονοκόμματη πέτρινη κολόνα, ουσιαστικά ένας κίονας, που βάσταζε μαζί με τους  γύρω τοίχους όλο το ξύλινο πάτωμα του σπιτιού. Δεξιά, καθώς έμπαινες από την κατωγιόπορτα, ήταν τα βαρέλια του κρασιού.Στην πίσω μεριά του υπογείου βρίσκονταν οι βυτίνες με το λάδι και το μεγάλο σεντούκι για την αποθήκευση του σιταριού, καθώς και τα βουτσιά με το αλεύρι, τα καζάνια και το πλαστήρι.
Η μόνη παραφωνία ήταν η πάχνη του μουλαριού, του Μάρκου όπως το έλεγαν. Ο Μάρκος ήταν ένα ήρεμο και δυνατό ζώο, χωρίς “φταρώματα”(ξαφνιάσματα) και “ζάντζιες”(χούγια), και μαζί με τον Αμούρ και την Αντζουλίνα συγκροτούσαν την ήσυχη τριάδα των κατοικίδιων ζώων της θεια Μαριώς.
Μίλησα για παραφωνία, γιατί η θέση του ζώου δεν είχε οριοθετηθεί με εσωτερικό χώρισμα, κι έτσι ο Μάρκος είχε, βεβαίως, εποπτεία  σε όλο το νοικοκυριό, αλλά δεν έπαυε να δίνει στο χώρο του κατωγιού μια αίσθηση όχι και τόσου ευχάριστου αρώματος. Αυτό, βεβαίως,  ήταν γενικό πρόβλημα σε όλα τότε τα σπίτια του χωριού, τα οποία λόγω της οιονεί αστικής δόμησής τους είχαν το στάβλο εσωτερικό, μέσα δηλαδή στα  κατώγια τους, με όλες τις σχετικές συνέπειες, οπτικές και οσφρητικές. Βεβαίως, για το Μάρκο, αυτή η λύση ήταν η καλύτερή του, διότι έτσι απολάμβανε ανεμπόδιστη θέα σε όλο το υπόγειο, και  δεν του δημιουργούνταν... «ψυχοπλακωτικά»  αισθήματα.
***
Κάποιο Πάσχα, ίσως του 1959, όταν όλα τα αρνιά της γειτονιάς ψήνονταν ακόμα στο λάκκο, σύμφωνα με το πατροπαράδοτο έθιμο, έτυχε να περάσει από εκεί ένας ξένος τουρίστας. Κοντοστάθηκε, μας χαιρέτισε με ένα κούνημα του χεριού του κι όλοι οι παρόντες γείτονες του φώναξαν: “Χρόνια πουλλά!  Χριστός ανέστ’!”
Αμέσως, προθυμοποιήθηκαν να τον κεράσουν μεζέ και να τον τρατάρουν κρασί κι αυτός δέχτηκε ευχαρίστως. Στο λάκκο υπήρχε κάποια γειτόνισσα, η κόρη της θεια Παγώνας, η Ποινιώ, που είχε σπουδάσει στην Αθήνα οικονομικές επιστήμες και κατείχε αρκετά καλά την αγγλική γλώσσα.
Έτσι, η συνεννόηση ήταν εξασφαλισμένη. Ο τουρίστας είπε ότι καταγόταν από την Βραζιλία, ότι ήταν αρχιτέκτονας στο επάγγελμα και κατευθυνόταν προς Δελφούς. Είχε σταματήσει στην Αράχοβα, όταν είδε και ξαφνιάστηκε από το γενικό ψήσιμο των αρνιών.     
Ο ξένος επισκέπτης όση ώρα ήταν στο λάκκο, ξεχώρισε με το έμπειρο μάτι του από μακριά το σπίτι της θεια Μαριώς  με τη λεμονιά να γεμίζει την μπασιά, με τη θολωτή καμάρα της εισόδου και τη μεγάλη στεγασμένη αυλή του σπιτιού. Σε μια στιγμή ζήτησε την άδεια να το επισκεφτεί, για  να το εξετάσει από κοντά. Η άδεια δόθηκε  κι εγώ, ακολουθώντας κατά πόδας τον ξένο επισκέπτη και τη διερμηνέα του, τους συνόδεψα από παιδική περιέργεια στο σπίτι τη θεια Μαριώς.
Αρχικώς, αυτός περιεργάστηκε τη λίθινη θολωτή καμάρα της εισόδου, μετά ένα γύρο τη μεγάλη στεγασμένη αυλή, αγνάντεψε στον κήπο από τη μικρή πορτούλα, μπήκε στο υπόγειο, είδε την κεντρική λίθινη κολόνα, που στήριζε το ξύλινο πάτωμα του κυρίως σπιτιού, ανέβηκε την πέτρινη σκάλα, κοντοστάθηκε στο ξύλινο χαγιάτι της αυλής, είδε τη γύρω θέα, περιεργάστηκε με ιδιαίτερη  προσοχή και θαυμασμό τη μεγάλη ξύλινη στέγη,  μπήκε στο εσωτερικό του κυρίως σπιτιού, έριξε μια ματιά στα δωμάτια, στο σαλόνι, στη φωτοκαγιά, σήκωσε εκεί το βλέμμα του προς το φωταγωγό, μπήκε για λίγο στην κουζίνα και στο υπνοδωμάτιο, κι αφού ζήτησε συγνώμη για την αναστάτωση που έφερε η επίσκεψή του, εξέφρασε τον ιδιαίτερο ενθουσιασμό του για χωριάτικο αυτό σπίτι. Από τότε, και με τη βούλα του ξένου αρχιτέκτονα, το σπίτι της θεια Μαριώς είχε ανέβει ακόμη πιο πολύ στη εκτίμησή μου για την αρχιτεκτονική του ιδιαιτερότητα.
***
Κοντά στη θεια Μαριώ, έκανα άσκηση στη σιωπή και στην ευπρέπεια. Ιστορίες άκουγα μόνο από το γερο Παναγιώτη, και είχε πολλές να διηγηθεί:
α) από τη ζωή του πατέρα του, του γερο Νίκου, που ήταν σωματώδης και πολύ γερός.
β)από το Βαλκανικό πόλεμο, στον οποίο είχε λάβει μέρος.
γ)από τη ζωή του ως χωροφύλακας, αλλά και ως γαλατάς στην Αθήνα, και
δ)από τη συγγένειά του με τη γνωστή οικογένεια Κόκκαλη. Γνώριζε καλά τον Σωκράτη Κόκκαλη, τον παππού του γνωστού σήμερα μεγαλοεπιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη, διότι τον είχε θείο (ήταν πρώτος ξάδελφος του πατέρα του).
Ακόμα, και ιστορίες χαρτοπαιχτικές είχε το μενού, αφού ήταν μεγάλος μάστορας στο “χαρτί”.
Όσο περνούσαν τα χρόνια εστίαζε στις ίδιες και τις ίδιες πάλι ιστορίες. Τη σκηνή  π.χ. της Τουρκάλας, που είχε κρύψει τις κότες της κάτω από το μεσοφόρι της, κρεμασμένες από τη μέση της, και  την οποία συνάντησε ο ίδιος μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη ως Έλληνας  στρατιώτης, την είχα ακούσει αμέτρητες φορές.
Επίσης, την ιστορία του γέρο Νίκου του πατέρα του, που πάλεψε έξω στα κτήματα με το λυσσασμένο λύκο και τον νίκησε πιάνοντάς τον από τ’ αφτιά και στριφογυρίζοντάς τον πολλές φορές.
Και ακόμα, άλλη μια χαρακτηριστική ιστορία ήταν αυτή του γερο Νίκου, με τον  έλατο που υλοτομούσε στον Παρνασσό και τον πλάκωσε, χωρίς ευτυχώς να κινδυνέψει σοβαρά, παρότι είχε για αρκετό καιρό ένα πολύ μεγάλο και βαθύ τραύμα στο πόδι του.
Ντρεπόμουν,όμως, από ευγένεια να τον διακόψω και να του υπενθυμίσω ότι  ήξερα πια καλά τις ιστορίες αυτές απ’ άλλες προηγούμενες διηγήσεις του κι έτσι έκανα υπομονή με αποτέλεσμα να τις γνωρίζω απέξω κι ανακατωτά!
***
Πέρασε ο καιρός, είχα πια μεγαλώσει. Κάποια μέρα άκουσα ξαφνικά ένα δυνατό λυγμό της θεια Μαριώς στον κήπο. Ταράχθηκα, είναι βαρύ ν’ ακούς γιαγιά να κλαίει με δυνατό λυγμό, όπως επίσης είναι βαρύ να ακούς να κλαίει μικρό παιδί κι ανήμπορο με παράπονο κι απόγνωση. Μετά από λίγο έμαθα ότι είχε έλθει το κακό μαντάτο απ’ την Αμερική. Είχε έλθει το άγγελμα θανάτου της πολυαγαπημένης κόρης της,  Ελένης, που δεν την είχε δει ούτε μια φορά, αφότου είχε φύγει στην ξένη γη, για να παντρευτεί.
Η θεια Μαριώ από τότε βάρυνε πολύ, αφέθηκε στη θλίψη της. Ήταν πολύ βαρύ το κτύπημα της μοίρας, να χάσει και τρίτη κόρη και μάλιστα την πρωτότοκη και την ξενιτεμένη. Είναι σαν να τη έχανε για δεύτερη φορά, η  μια όταν έφυγε για την Αμερική και η άλλη τώρα. Η βαριά στενοχώρια της άφησε γρήγορα τα σημάδια της. Μια μέρα  χτύπησε την πόρτα μας, φώναξε τη μάνα μου και της έδωσε ένα σακί με όσα παπούτσια  υπήρχαν σπίτι της και της είπε να τα πάρει.
Η μάνα μου κατάλαβε αμέσως. Σε λίγο, όταν άκουσε τις φωνές της Νίτσας που έψαχνε τα παπούτσια της, την ειδοποίησε να ’ρθει να τα πάρει απ’ το δικό μας σπίτι. Η άνοια της θεια Μαριώς προχωρούσε ραγδαία. Η κατάστασή της έγινε τραγική, δεν θυμόταν κανέναν στο περιβάλλον της, δεν είχε πια επίγνωση του εαυτού της, μόνο κάθε τόσο φώναζε να την αφήσουν να πάει στη μάνα της. Λυπόμουν βαθιά, γιατί ένα τόσο σεβαστό πρόσωπο είχε φτάσει σε πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητάς του. Πιστεύω ότι ο Αμούρ και η Αντζουλίνα, στα τελευταία τους, είχαν πιο καλή επικοινωνία με το περιβάλλον τους, παρά το αφεντικό τους.
Πέρασε ο καιρός, έφυγα για σπουδές. Κάποιο Σεπτέμβρη, μετά από εξεταστική περίοδο, αποφάσισα να επιστρέψω για λίγες μέρες στο χωριό για ξεκούραση. Μόλις πλησίασα στη γειτονιά, είδα κόσμο στο σπίτι της Ζαβίνας, ρώτησα κι έμαθα ότι, λίγες ώρες πριν, η θεια Μαριώ είχε φύγει για τη γειτονιά των αγγέλων.
Ανέβηκα συγκινημένος την πέτρινη σκάλα του σπιτιού αυτού και προσκύνησα με πολύ σεβασμό το λείψανό της. Για άλλη γειτόνισσα ή γείτονα που έφυγε από τη ζωή  δεν είχα λυπηθεί τόσο πολύ. Κάθισα για λίγη ώρα σιωπηλός δίπλα της. Πέταξε ο νους μου στα περασμένα χρόνια, θυμήθηκα πολλές στιγμές της,ως γειτονόπουλο, στον κήπο, στην αυλή, στο τζάκι, στο καμίνι. Πέρασε μπροστά μου και η εικόνα του Αμούρ και της αγαπημένης της Αντζουλίνας. Ένα σημαντικό κεφάλαιο στο γειτονικό αυτό σπίτι είχε κλείσει και  μαζί μια ολόκληρη εποχή.
Στάθης Ασημάκης