Ιστορίες
από το Λιβάδι και τα Καλύβια
«Μαμαλιγκάδες» και «Φατσήδες»
Του
Γιώργου Ανδρέου
Σχεδόν μέχρι τη δευτέρα
Γυμνασίου, θυμάμαι και αναπολώ, τη μια μέρα τέλειωνε το σχολείο, γύριζα
στο σπίτι και πέταγα την τσάντα και
την άλλη παίρναμε δρόμο με τον αείμνηστο παππού μου, που οι περισσότεροι
τον αποκαλούσαν με το παρατσούκλι του,
Γερολυμάτος –κουβαλάει μια
ιστορία το παρατσούκλι αυτό, - και τη
γιαγιά μου τη Ζαφείρα. Για το λιβάδι, στα Καλύβια.Με τα πόδια και τα ζώα, πεζοί
ή καβάλα. Γίδες, μανάρια, κότες , γάτες, ξεσήκωμα κανονικό ( Ο δρόμος για το
Λιβάδι έγινε αμαξιτός στα μέσα της δεκαετίας του ’50 οπότε και άρχισαν να
κυκλοφορούν τα πρώτα τρακτέρ, του Βενιζέλου και του Μπεζεντέ, γειτόνων μεν
πλην αιώνιων ανταγωνιστών. Είναι γνωστή
η, προφητική αποδείχθηκε, ατάκα του
μακαρίτη του μπάρμπα Γιάννη του Βέλιου - Ανδρέου ήταν το επώνυμο,πατέρας του Λουκά και
του Μήτσου που ζει, ήταν μέγας πότης, τράβλιζε λίγο και ιδιαίτερος τύπος,
μόνιμος Λιβαδίσιος - μόλις αντίκρισε το
πρώτο τρακτέρ: Αμόνοια (Ομόνοια) το Λιβάδι είπε. Που να φανταζόταν την εξέλιξη).
Ανέβαινα με τέτοια λαχτάρα που τη θυμάμαι έντονα(Ακόμα και σήμερα όταν
αγναντεύω το Λιβάδι από το Σταυρό, αν και έχει γίνει Λούτσα, νοιώθω την ίδια
σχεδόν λαχτάρα και σχεδόν πάντα θυμάμαι τη γριά Κοκκωνο-
Μορφιά, γιαγιά του Γιάννη και της Μόρφως, μια μικρόσωμη σβέλτη και αεικίνητη γριούλα, που μόλις
αγνάντευε από το Σταυρό το Λιβάδι, μετά το Πάσχα που ανέβαινε μόνιμα από τους πρώτους, συγκινούνταν και φιλούσε γονατίζοντας το
χώμα). Τη δικαιολογούσε τη λαχτάρα μου αυτή
το παιδομάνιμε το συνακόλουθο ατέλειωτο παιχνίδι, «των
μαμαλιγκάδων» και των «φατσήδων», έτσι
αποκαλούσαν κοροϊδευτικά οι αμετακίνητοι
χωριανοί τις Αραχωβίτικες οικογένειες που
καλλιεργούσαν χωράφια στο Λιβάδι και ανέβαιναν για θερινή εγκατάσταση στα Καλύβια. Για τη
συγκομιδή των σταριών, ποικιλίες διμηνιό
και βλάχος παντανόστιμο ψωμί, των κριθαριών για τα ζωντανά και των οσπρίων ,
της φακής, των ρεβυθιών, των λαθουριών,αλλά
και του βίκου για ζωοτροφή , που τον λέγαμε «ρόβ», που ευδοκιμούσαν στο βραχώδες
υψίπεδο. Ανεπανάληπτη ποιότητα οσπρίων, το ζουμί της πέτρας. Το «φατσήδες» προφανώς
σχετίζεται με τις μεγάλες ποσότητες φακής που κατανάλωναν οι λειβαδίσιοι παραγωγοί της ( πριν το 1960 η μετατροπή στην
ομιλία του κάπα σε (τσ) ειδικά στις
οικογένειες των κτηνοτρόφων αλλά και τις γιαγιάδες μας, ήταν πολύ
συνηθισμένη και συνοδεύεται από πολλά ευτράπελα). Οι παραγόμενες ποσότητες, ειδικά φακής, ήταν τεράστιες και προορίζονταν κυρίως για ιδιοκατανάλωση και για πεσκέσια, εξ
ου και η σχετική απάντηση του αείμνηστου μπάρμπα Γιώργη Κοτσάμπαση, λειβαδίσιου,
που ήταν μεγαλόσωμος και θηριώδης, στην
ερώτηση πόση φακή παρήγαγε - «έβγαλε»- φέτος: πεντακόσιες οκάδες ίσα το «φαγιάρ» ,
τουτέστιν ίσα – ίσα την ποσότητα που χρειάζεται για να φάμε στο σπίτι.Το «Μαμαλιγκάδες»
γιατί έτρωγαν «μαμαλίγκα» που σε άλλα
μέρη είναι πίτα χωρίς φύλλο, «ψαρέλλα» (γυμνή) όπως τη λένε στην Αράχωβα, εδώ όμως, στο
Λιβάδι, ήταν τα όσπρια, κυρίως λαθούρια, μισοβρασμένα σούπα, που δεν καταδέχονταν η χωριανοί. Φαγητά
της φτώχειας.
Γεώργιος Ανδρέου - Δημητράκας 'η Γερολυμάτος. |
Οι συνθήκες εγκατάστασης στο
λιβάδι ήταν τότε υποτυπώδεις, στο «Καλύβι», έτσι ονόμαζαν τα ισόγεια πετρόκτιστα
στενόμακρα κατά κανόνα σπιτάκια, αποθήκες στην ουσία, του ομώνυμου μικρού
οικισμού, «Καλύβια», που είχε δημιουργηθεί στη μέση σχεδόν του Λιβαδιού, στη ρίζα και τη νότια
πλαγιά του χαμηλού λόφουμε νότιο προσανατολισμό(Θέση σοφά επιλεγμένη, για το
μικροκλίμα της, αφού ήταν προστατευμένη από το βοριά αλλά και στον καύσωνα αν
καθόσουν στην πόρτα, στη σκιά, ερχόταν ακόμα και το καταμεσήμερο ένα ανεξήγητο
δροσερό ρεύμα από τον κάμπο). Κάποια σώζονται ακόμα. Τα περισσότερα ακολούθησαν
την τουριστική ανάπτυξη κι έγιναν διώροφες μαιζονέττες, ευτυχώς κατά το
πλείστον πετρόκτιστες. Κατά κανόνα το «καλύβι»
ήταν ένας ενιαίος χώρος, ή με κάποιο υποτυπώδες χώρισμα με σανίδια, με τζάκι για το μαγείρεμα, πολλές φορές χωρίς
εσωτερική καμινάδα. Η τουαλέτα άγνωστο
είδος, οι ανάγκες στην ύπαιθρο, για κουζίνα ένας πάγκος στη γωνία, ένα μικρό ντουλάπι, κάποιο υποτυπώδες τραπέζι. Για
καρέκλες όμως υπήρχαν άφθονες
«κάρλες», κομμάτια από πελεκημένους
κορμούς έλατου με σχετικά μεγάλη διάμετρο, που είχαν
ύψος 50-70 εκατοστά. Αυτή ήταν η επίπλωση. Το δάπεδο χωμάτινο. Για
ηλεκτρικό ούτε κουβέντα, λύχνοι και φανάρια, το ρεύμα συνδέθηκε πολύ αργότερα,
με τον τουρισμό.Το νερό αποθηκευόταν σε ξύλινες βαρέλες που ανέπνεαν και το κρατούσαν
δροσερό
και μεταφέρονταν με «σκόπλα» (ασκόπουλα = μικροί ασκοί δερμάτινοι με
ξύλινο στόμιο και κάποιοι αργότερα από σαμπρέλλα) και από το πηγάδι με
τενεκέδες. Προερχόταν το πόσιμο αλλά και για τη λάντζα από το γειτονικό «δίστομο»
πετρόκτιστο πηγάδι, στα όρια του
οικισμού, Τοπόλι το λένε, η λέξη μου θυμίζει κάστρο, απ’ όπου υδρευόταν ο
οικισμός. Ήταν γεμάτο βατράχια όταν ανεβαίναμε, που εξαφανίζονταν όμως μετά,
με το πολύ δούλεμα, τη χειροκίνητη δηλαδή άντληση με τα «χαρανιά», που ήταν μεταλλικοί
κουβάδες με σχοινί, που κατέβαζε τη στάθμη του (ήταν μεγάλη τέχνη
η άντληση), ποτιζόταν άλλωστε σε αυτό και το κοπάδι από περισσότερα από 300
άλογα του Παναγιώτη του Καλύβα. Δυσεντερίες όμως δεν θυμάμαι να πάθαμε. Όπως
θυμάμαι ότι δεν μας έλλειψε τίποτα.
Ο οικισμός δεν μπορούσε να
μην έχει την εκκλησία του, αφιερωμένη
στον Αη Γιάννη το Θεολόγο, που γιόρταζε πανηγυρικά στις οκτώ Μαίου, στη χαρά
της φύσης. Κάποιοι τον αποκαλούν ακόμα και
τώρα Αη Γιάννης ο Μόδεστος, προφανώς
παρασυρμένοι από το ότι την ίδια ημέρα
γιορτάζει και ο Άγιος Μόδεστος και το ημερολόγιο αναφέρει: Ιωάννου του Θεολόγου, Μοδέστου. Πολλές οι
παλιές ιστορίες και τα ευτράπελα με τον Αη Γιάννη. Το σημαντικότερο όμως είναι το πανηγύρι και το αξέχαστο γλέντι, με πίπιζα
και τούμπανο, στον καταπράσινο με 15 πόντους ύψος αυτοφυές χορτάρι, «χλόη» το
λέγαμε – η χαρά των παιδιών - περίβολο της εκκλησίας. που συμμετείχαν όλοι όσοι είχαν ανεβεί για να γιορτάσουν. Μετά το μεσημεριανό φαγητό μέχρι που
σουρούπωνε. «Πως το τρίβουν τα πιπέρι» χόρευαν στο τέλος όλοι μαζί οι
«ζευγίτες» ( ζευγάδες), όπως μας αποκαλούσαν επίσης, προφανώς από το ζέψιμο για
όργωμα ζεύγους των μουλαριών, παλαιότερα
μόλις που πρόλαβα και το όργωμα με βόδια, με τον άτυπο επικεφαλής του γλεντιού
να επιτηρεί την συμμόρφωση με το τραγούδι, (π.χ. με τη μύτη τους το τρίβουν κι
το ψιλοκοσκινίζουν έλεγε το τραγούδι, και όλοι έπρεπε να τρίβουν τη μύτη τους ή
όποιο άλλο μέρος του σώματος στο χώμα) και να βαράει με τη ζωστήρα του τους
παραβάτες. Έχουν μείνει ζωντανή στη
μνήμη μου η τεράστια φάλαγγα με τα
στολισμένα με πολύχρωμες κουβέρτες
μουλάρια των προσκυνητών, που ανέβαιναν
το βράδυ της παραμονής αλλά και όταν επέστρεφαν στο χωριό, όλοι μαζί,
τραγουδώντας, με τις ξύλινες σούβλες υψωμένες , με το κεφάλι του
αρνιού σουβλισμένο ακόμα, αδιάψευστη απόδειξη ότι ο κάτοχος είχε ψήσει ολόκληρο
αρνί και όχι μόνο κοντοσούβλι όπως οι περισσότεροι.
Ανεβαίναμε στο Λιβάδι καβάλα
στα μουλάρια όταν είμαστε πολύ μικροί ή με τα πόδια μετά τα 6-7 χρόνια. Μετά την
εγκατάσταση άρχιζαν οι δουλειές. Πρώτη δουλειά του παππού το καθάρισμα του
αλωνιού, με μια ιδιότυπη, θυμάμαι, τσάπα
στρογγυλή μπροστά.Το αλώνι ήταν πέτρινο μπροστά κατά κανόνα σε κάθε καλύβι
με διάμετρο 6-7 μέτρα κι έπρεπε να
καθαριστεί από τα ήδη ξερά χόρτα που είχαν φυτρώσει την άνοιξη ανάμεσα στις
πέτρινες πλάκες του, για να υποδεχτεί τις φακές, τα ρεβύθια και τα λαθούρια,
που απλώνονταν επάνω στο αλώνι σε στρογγυλή χαμηλή ισοϋψή τούμπα (αναπολώ τα καλοκαιρινά βράδια που κοιμόμαστε στο αλώνι, πάνω στα
απλωμένα όσπρια, σκεπασμένοι με χειμωνιάτικες κουβέρτες, γιατί στο λιβάδι το
βράδυ πέφτει απότομα η θερμοκρασία. Θυμάμαι με νοσταλγία τους ήχους της νύχτας, συγχορδία των κουδουνιών με τα βελάσματα των κοπαδιών που σκάριζαν
περιμετρικά και τους ήχους άγριων ζώων
και των τριζονιών, αλλά και τα δις αστέρια του κατάφωτου
πεντακάθαρου ουρανού). Τα όσπρια, τα γεννήματα
έλεγαν, απλώνονταν μέχρι να ξεραθούν για να αλωνιστούν με μουλάρια 3 ή και 4 που
έτρεχαν γύρω – γύρω και ποδοπατούσαν τα ξεραμένα φυτά για να αποκολληθεί ο καρπός από το περίβλημα. Τα καθοδηγούσε ο
αλωνιστής που κρατούσε ένα χαλινάρι για όλα, με επιδεξιότητα που με άφηνε άφωνο. Έχω ακόμα
στα αυτιά μου τη φωνή του αείμνηστου πατέρα μου στα μουλάρια που έτρεχαν περιμετρικά:
« άντε τ’ ακρινό - κρινό», προφανώς απευθυνόμενος, προτρέποντάς το να τρέχει, στο
πιο δυνατό και ευκίνητο ζώο που έμπαινε στην άκρη, έδινε το ρυθμό κι έπρεπε να κάνει πολλαπλάσια διαδρομή από τα άλλα. Το
αποτέλεσμα του αλωνίσματος ήταν ένας
σωρός με ανάμεικτο καρπό και κοτσάνια των φυτών,
που τώρα έπρεπε να λιχνιστεί για να αποχωριστεί ο καρπός από τα φυτικά
κατάλοιπα . Έπρεπε όμως να φυσάει αέρας, γιατί μόνον έτσι το μείγμα που
λιχνίζονταν, φτιαριζόταν δηλαδή στον αέρα σε ύψος 2-3 ,μέτρα με φτυάρι, ξύλινο, θα μπορούσε να διαχωριστεί
αφού ο καρπός, βαρύτερος, έπεφτε κατακόρυφα, ενώ τα άλλα τα παρέσυρε λίγο πιο
πέρα ο αέρας.
Φορτώνοντας τα "γέργαθα" |
Για εμάς τα παιδιά, όταν
ήμαστε πολύ μικροί, εκτός από το κουβάλημα του νερού με τενεκέδες , τους
γνωστούς του λαδιού, στους οποίους είχαν αφαιρέσει την πάνω πλευρά κι είχαν καρφώσει ένα μικρό
στυλιάρι για να το κρατάει ο μεταφορέας,
το βόσκημα της γίδας και των
μαναριών ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα και υποχρέωση, επιβιώσαμε άλλωστε με το
γάλα τους, «τριψάνα» με αλάτι. Ξεκινάγαμε πρωί – πρωί, όταν χάραζε για τις
περιοχές χέρσες, που δεν ήταν σπαρμένες, μπροστά στα καλύβια κατά κανόνα, σε
κάποιους λόφους με φτελιές, πουρνάρια και άλλα μικρά δένδρα. Δεκάδες παιδιά, δεκάδες γίδες και κατσίκια.
Παιχνίδι ατέλειωτο ευρηματικό χωρίς όργανα παιχνιδιού (παιχνίδια). Θυμάμαι παιχνίδια όπως «τα πούσια», «τα κουκουγεράκια»,
«τη μακριά γαϊδούρα» κ.α, . Έπρεπε όμως να είμαστε σε διαρκή εγρήγορση, να προσέχουμε, μην μπουν τα ζωντανά σε σπαρμένα
χωράφια και κάνουν ζημιές, γιατί οι
συνέπειες και οι τιμωρίες, ήταν βάρβαρες
(έπεφτε ξύλο τότε με βέργες από κορομηλιά που «κάρλιαζαν» (καρούλιαζαν , έκαναν
καρούλες δηλαδή φουσκάλες τα γυμνά πόδια μας , αφού μέχρι τα 12 14 φοράγαμε
κοντά παντελόνια. Μου έχει μείνει στη μνήμη μια διάκριση ανεξήγητη τότε. Τα τσοπανόπουλα διακρίνονταν
γιατί φοράγανε κοντά μεν παντελονάκια
αλλά λίγο πιο μακριά, σαν τις σημερινές βερμούδες, προφανώς όχι λόγω μόδας αλλά
για να μην τους ξεσκίζουν τα πόδια τα αγκάθια και τα κλαδιά στο περπάτημα στο βουνό).Αναρωτιέμαι
πως δεν πάθαμε ψυχολογικά προβλήματα από
το ξύλο που τρώγαμε και δεν ξεστρατίσαμε
και απορώ, ειδικά ακούγοντας τους ψυχολόγους που
ξημεροβραδιάζονται στα κανάλια. Επιστρέφαμε με τις γίδες μόλις ανέβαινε ο ήλιος
γύρω στις 10, γιατί μετά η ζέστη στο λιβάδι
ήταν αφόρητηκι ο ήλιος έκαιγε. Κάποιες
φορές πηγαίναμε και απόγευμα. Όταν
μεγαλώσαμε λίγο και μας εμπιστεύονταν την προσέγγιση στο πηγάδι, φορτωνόμαστε
το καθήκον της μεταφοράς νερού. Την θυμάμαι σαν πολλή κουραστική δουλειά, ειδικά
όταν είχε η μάνα ή η γιαγιά πλύσιμο και έπρεπε να έρθει πολύ νερό. Υπήρχαν κι
άλλα πηγάδια στο Λιβάδι, το Καστρίτικο πηγάδι σχετικά κοντά, μετά το Τοπόλι και
περιφερειακά, του Φρυγιά, στον Αχλαδόκαμπο, στη Χιλιαδού, κ.α. Πηγές δεν υπήρχαν μέσα στον κάμπο, παρά
μόνο μέσα στο δάσος, στα έλατα όπως λέγαμε.
Με νερό παγωμένο και γάργαρο που απολαμβάναμε όταν θερίζαμε χωράφια μέσα στο δάσος, και ήταν πολλά, κοντά σε πηγές. Του Μανώλη, του Αρβανίτη, οι πιο διάσημες,
του Πασσά, στον ΑγιοΜερκούρη, στην Παληοπαναγιά
κ.α.
Κάποιες
φορές πηγαίναμε , μετά τα 8-9 της ηλικίας μας για δουλειά στο μάζεμα των οσπρίων, της φακής,
των ρεβυθιών και του λαθουριού. Μετά τα 10 -12 αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στο
θέρισμα του σταριού, που αν και πολύ κουραστικό μου άρεσε πολύ. Αντίθετα δεν μου
άρεσε το μάζεμα των οσπρίων, που γινόταν με γυμνό το χέρι – γάντια βλέπετε δεν
υπήρχαν τότε - γιατί έπρεπε να είσαι
νύχτα στο χωράφι και να αρχίσει η δουλειά πριν ξημερώσει, μιας και όταν έφτανε το πολύ η ώρα 9-10 διακοπτόταν η συλλογή αφού ο ήλιος τα ξέραινε
και το μάζεμα γινόταν επίπονο (εκεί στα Γούπατα, δεξιά στη στροφή μόλις κατεβαίνουμε
και μπαίνουμε στο λιβάδι, όπου κατά
κανόνα σπέρνονταν φακές, αργούσε κάπως ο
ήλιος να ανατείλει λόγω του απότομου ύψους του βουνού ανατολικά, ένα από τα
πολλά ευτράπελα με τα οποία διασκέδαζε
κόσμος κι έκανε την επίπονη δουλειά γλέντι, ήταν ότι παρακινούσαν οι
μεγάλοι τον μικρότερο και αφελή να τρέξει στην κορυφή του βουνού «να βάλει τον
ήλιο στο ταγάρι» για να μην ανατείλει και δεν μας αφήνει να δουλέψουμε). Το νυχτερινό μάζεμα, γονατιστοί στο χώμα - «σβάρνα» - έλεγαν οι
παλαιοί, ήταν κουραστικό αλλά και επίπονο, γιατί ανάμεσα στα φυτά υπήρχαν
αγκάθια ίσου ύψους και ήταν συνηθισμένη η κραυγή «ώχ» όταν χουφτώναμε με τα τρυφερά παιδικά μας
χέρια ανάμεσα στα όσπρια και αγκάθι. Για
να εισπράξουμε την ειρωνική απάντηση των
μεγαλύτερων «σφίξτο». Άντε το βράδυ να βγάζεις αγκάθια με τη βελόνα. Αυτά τα
γεννήματα μεταφέρονταν με τα μουλάρια,
πηγαίναμε και «στράτα», ενδιάμεση δηλαδή μεταφορά όταν ήταν μεγάλη η παραγωγή, στο αλώνι όπου τα εναπόθεταν στην τούμπα για να ξεραθούν και να αλωνιστούν.
Μετά άρχιζαν να θερίζονται τα στάρια , ήταν κατά κανόνα όψιμα λόγω του
υψομέτρου και είχαν σπαρθεί το Μάρτιο, που απλώνονταν την ημέρα στο χωράφι σε
«λιμάρια» μικρές ρηχές δέσμες για να
ξεραθούν και το απόγευμα δένονταν σε δεμάτια, 2-3 «λιμάρια» το δεμάτι, αρχικά με φυτικά «δεματικά» αριστοτεχνικά και
αργότερα με σύρματα. Με τα ζώα μεταφέρονταν στο αλώνι και τοποθετούνταν στη «θυμωνιά»,
δίπλα του, που όσο ψήλωνε τόσο καμάρωνε
το αφεντικό, περιμένοντας την αλωνιστικά
μηχανή. Δεν πρόλαβα χρονικά το αλώνισμα
του σταριού που γινόταν, όπως ακούω με τα ζώα, όπως τα όσπρια κλπ, γιατί οι μνήμες μου συνδυάζονται με τις
αλωνιστικές μηχανές που ανέβαιναν κι αλώνιζαν τα στάρια. Χαμός γινόταν (Έπεται
συνέχεια).