Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

10/12 Πρώιμος Έρωτας!



Του Στέργιου Μπακολουκά

Αρχές δεκαετίας του εξήντα. Παραμονές Χριστουγέννων, σε μια φτωχική κωμόπολη, σκαρφαλωμένη στα 1.000 μέτρα που αισθανόταν, όμως, κεφαλοχώρι και ως πολυάριθμη, σε τέτοιο υψόμετρο, είχε την τύχη να φιλοξενεί εξατάξιο Γυμνάσιο.
Ο χειμώνας που είχε μπει, ήταν αλλιώτικος, μήτε χιόνια έπεσαν, μήτε πολύ κρύο έκανε. Μονάχα, να, πέρα κει κατά το Μάρτη, έριξε μια ξέπνοη πασπάλα, ίσα για φοβέρα. Για δυο νεαρά παιδιά του σχολειού, όμως, ήταν ακόμα πιο διαφορετικός, γιατί ο έρωτας τράνταξε τις καρδιές τους, βάζοντάς τα να χορέψουν στο δικό του, αρχαίο ρυθμό! 
Οι δυο έφηβοι φοιτούσαν στις τελευταίες τάξεις του «Μεικτού Εξαταξίου Γυμνασίου Α…». Ο νεαρός Ν…. , μαθητής της παλιάς ογδόης, ήταν ντόπιος. Είχε αθλητικό κορμί, ήταν μελαχρινός, νευρώδης, ξερακιανός, με σκληρά χαρακτηριστικά, αλλά…. κακός μαθητής. Προερχόταν από φτωχικό, πλην νοικοκυρεμένο σπιτικό. Ήταν καπάτσος, μελιστάλακτος πολλά υποσχόμενος έφηβος!

Η νεαρή Τ... μαθήτρια της παλιάς εβδόμης, ερχόταν από το διπλανό χωριό και καταγόταν από μάλλον εύπορη οικογένεια. Ωραία, με γαλανά μάτια και καστανόξανθες πλεξούδες που καμιά φορά, όταν τα μαλλιά της ήταν λυτά και ξέπλεκα, ανάγκαζε τους περαστικούς να …κοντοστέκονται με θαυμασμό. Ψηλή, σπαθάτη, με καλοσχηματισμένες βλεφαρίδες και λεία επιδερμίδα, με αγέρωχο περπάτημα, ευαίσθητο συναισθηματικό δυναμικό και συμπεριφορά εξωστρεφή που όμως κατά βάθος πρόδιδε ανασφάλεια. Στα μαθήματα είχε πολύ καλές επιδόσεις. Ήταν με σιγουριά ένα από τα πλέον ομορφότερα κορίτσια που πέρασαν ποτέ από αυτό το σχολειό!
Τότε, οι μαθητές από το διπλανό αυτό χωριό πηγαινοέρχονταν, κάθε μέρα, με το λεωφορείο της γραμμής.
Το ειδύλλιο, μεταξύ των δύο εφήβων, είχε αρχίσει να ξετυλίγεται από την προηγούμενη σχολική χρονιά! Στην αρχή κάποιες ματιές, μερικά γελάκια και κάποια δήθεν τυχαία αγγίγματα, έγιναν ο προπομπός και η βάση για να ταλανιστούν οι καρδιές τους, ολόκληρο το περασμένο καλοκαίρι και να τους οδηγήσει σε ένα έρωτα φουριόζο και …αλάνη, που τους τύλιξε περισσότερο με την καινούρια σχολική χρονιά.
Ο Ν…. ζούσε, ανάπνεε και περπάταγε μόνο για εκείνη. Δεν τον ενδιέφερε το σχολειό, μήτε και τα γράμματά του. Αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να την βλέπει και να την καμαρώνει καθώς εκείνη διάβαινε αγέρωχη τον κεντρικό δρόμο και ύστερα, μπαίνοντας στην αυλόπορτα του σχολειού, όπου την περίμενε, να την ακούει να του λέει μονάχα μια λέξη:
- Ήρθα!
που αυτός αμέσως το μετάφραζε, ίσως και χωρίς να κάνει λάθος.
 -Είμαι εδώ μόνο για σένα!
Όλοι οι συμμαθητές γνώριζαν το ειδύλλιο και πολλές φορές βοηθούσαν με τη συμπεριφορά τους σε ό,τι εκείνοι είχαν ανάγκη, για να πλανευτούν απ’ αυτόν τον πλατωνικό αγνό έρωτά τους. Ήταν δίπλα καθημερινά, για λίγο στα διαλείμματα, στις γιορτές και τις εκδηλώσεις του σχολειού, στις εκδρομές και τα …σκασιαρχεία! Ποτέ, όμως, ολομόναχοι.
Εκείνη τη μέρα, παραμονές Χριστουγέννων, που τα μαθήματα ήταν πιο χαλαρά και οι προετοιμασίες για τη σχολική γιορτή ήταν στο φόρτε τους, οι δύο νέοι αποφάσισαν να μην μπουν στις τάξεις, κάνοντας έτσι ένα γιορτινό … σκασιαρχείο, για να αφιερώσουν λίγες ώρες μόνο σ’ αυτούς και να ζήσουν αυτή την πρόσκαιρη ελευθερία μονάχα οι δυο τους.
Ο ξάστερος πρωινός ουρανός προμηνούσε μια γλυκιά χειμωνιάτικη μέρα. Ένας σχεδόν ανοιξιάτικος ήλιος άρχισε να λάμπει και να ζεσταίνει τα παγωμένα ξεροτόπια, κάνοντας τους ανθρώπους ν’ αναδεύονται και να ξεχνούν ότι θα έπρεπε, κανονικά, αυτή την εποχή, το περιβάλλον να ήταν γεμάτο χιόνια.
Αυτός ο ξανθός και αγαπησιάρης ήλιος που ταίριαζε με το χρώμα απ’ τις πλεξούδες της, τους προέτρεπε να ξεστρατίσουν από το χωριό, να πάρουν αέρα, να μείνουν μόνοι για να εκφράσουν ακόμα και με τη σιωπή, αλλά συντροφικά, όσα μέχρι τώρα έλεγαν στα κλεφτά με τις ματιές τους και τα σημειώματα.
Έφτασαν γρήγορα στο πλάτωμα της “Doltse Vita” (Πίσω Αλώνια- εξοχικό κέντρο). Είχαν ενωμένα τα χέρια τους και τώρα βάδιζαν αργά, κουβεντιάζοντας και γελώντας με το παραμικρό, πατώντας πάνω στο αχαμνό χορτάρι, που είχε κι αυτό ξεγελαστεί από τον ανέλπιστο καιρόκαι είχε κάνει την κουτουράδα να πρασινίσει τον τόπο γύρω τους, στέλνοντας στην πλάση, φρούδες ανοιξιάτικες ελπίδες, ξεχνώντας ότι η Κόρη θα έμενε πολύ χρόνο ακόμα με τον άντρα της, στην Κάτου Γης, μέχρι να έρθει ο καιρός να ξανασμίξει με τη Μάνα της.
Επηρεασμένοι από τη γύρω θαλπωρή είχαν βγάλει τα πανωφόρια τους. Θες τα γλυκόλογα, θες ο εξαίσιος καιρός, θες η ξαφνική ελευθερία που βίωναν οι δυο νεανικές ερωτευμένες καρδιές, ίσως και όλα αυτά μαζί, τους είχαν φέρει σε μια εσωτερική διάθεση που με δυσκολία μπορούσαν να τη διαχειριστούν.
Προχωρώντας, είχαν φτάσει έως την άκρη του πλατώματος, στο οποίο είχαν συσσωρευτεί αρκετές τεράστιες πέτρες μετά την εκκαθάριση της διαπλάτυνσης του χώρου. Πολλές από αυτές είχαν ριχτεί στο γκρεμό και άλλες έχασκαν στο χείλος του, ετοιμόρροπες.
       Ξαφνικά η Τ. έβγαλε τα παπούτσια της, ακούμπησε το παλτό της στο έδαφος, έλυσε τα μαλλιά της και σκαρφάλωσε σε ένα βράχο, στην κορυφή του οποίου, με τ’ ακρόνυχα των ποδιών της, στηρίχτηκε.
Ο Ν. στάθηκε ακριβώς από κάτω και την καμάρωνε με περηφάνια, ενώ πίσω της έχασκε ο γκρεμός. Θαύμαζε την αέρινη μορφή της, όπως αυτή διαγραφόταν αντίθετα από τον ίσκιο της. Τα μαλλιά της λυτά, όπως τα είχε, ανέμιζαν στο ελαφρύ αεράκι και ανάδευαν στα κατακόκκινα από το λίγο κρύο μάγουλά της, πολλαπλασιάζοντας την ομορφιά της και κάνοντάς την ν’ αστράφτει.
Τον κοίταξε από ψηλά, με μάτια που έλαμπαν από λαχτάρα και καθώς άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του, με σιγανή, γλυκιά φωνή, του είπε:
 - ‘‘Ν…..ο μου, αν δεν μου πεις πως μ’ αγαπάς, θα πέσω από τον βράχο να σκοτωθώ!’’
Ο νεαρός εδώ και λίγη ώρα, νομίζοντας ότι έτσι τροφοδοτεί τον ανδρισμό του, είχε ανάψει ένα τσιγάρο, που τώρα κρεμόταν από τα χείλη του. Ξαφνιάστηκε ακούγοντας να του ζητά διαβεβαιώσεις για κάτι που της το είχε επαναλάβει πολλές φορές και μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, κατά τη διάρκεια αυτής της βόλτας. Υπέθεσε, λόγω του παράξενου εξωπραγματικού σκηνικού των βράχων, ότι εκείνη είχε αρχίσει μια μικρή, παιχνιδιάρικη θεατρική παράσταση! στην οποία του ζητούσε να λάβει κι αυτός μέρος.
Έβγαλε το τσιγάρο από τα χείλη, το κράτησε ανάμεσα στα δυό δάχτυλα, με το ένα του χέρι ψηλά, δημιουργώντας ένα σκηνικό επίσημο. Φύσηξε τον καπνό σουρώνοντας τα χείλη, γεμίζοντας σύγνεφα τον αγέρα γύρω του. Την κοίταξε με αρειμάνιο θεατρικό ύφος  και παριστάνοντας τον …..ζεν πρεμιέ της αποκρίθηκε:
 - ‘‘Αν δεν πέσεις στον γκρεμό να σκοτωθείς, δεν είσαι …τίποτα για μένα!’’
Η κοπέλα τον κοίταξε εμβρόντητη. Δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την δοκιμασία, στην οποία την υπέβαλε. Δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει την ατάκα. Γι’ αυτό θεώρησε ότι μόνο αν κάνει  πράξη αυτά που προηγουμένως είπε, θα γινόταν πιστευτή. Τι κρίμα, η πλάκα ήταν αντίστροφη. Εκείνη σοβαρολογούσε κι αυτός, δεν το κατάλαβε και σκάρωνε επικίνδυνα λογοπαίγνια!
Κοίταξε, πίσω της τον γκρεμό, επανάφερε το βλέμμα της παρακλητικά σ’ αυτόν και ύστερα, αργά έγειρε το κορμί της προς τα πίσω, προς το χάος! Ο Ν…. κατάλαβε σε μια αστραπή του νου, το σφάλμα που διέπραξε και πατώντας σε μια εγκοπή του βράχου, τέντωσε με ευλυγισία το αθλητικό του κορμί και την τελευταία στιγμή, με υπερένταση, απλώνοντας τα μπράτσα του, την άρπαξε από τη μέση, συγκρατώντας την με πολύ μεγάλη δυσκολία, από την πτώση της.
Την κατέβασε με κόπο και την απίθωσε μαλακά στη ρίζα του βράχου κι ύστερα την αγκάλιασε τρυφερά. Για ώρα πολλή έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι, γεμάτοι δάκρυα και φιλιά, επιτέλους ήρεμοι κι ευτυχείς. οι λέξεις ήταν περιττές.
Όλα έδειχναν ότι αυτό το περιστατικό θα ήταν ο καταλύτης στη χημεία της καρδιάς τους που θα τις ένωνε για πάντα. Όμως, ο Έρωτας δεν είναι θεός, παρά δαίμονας! Και τις περισσότερες φορές απλώς τυραννάει τα θύματά του.
Πέρασαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και η όμορφη νεαρή κοπέλα, δεν ξαναφάνηκε στο σχολειό. Είχαν μάθει οι γονείς της το ειδύλλιο που είχε πλεχτεί και φρόντισαν γρήγορα να την απομακρύνουν από έναν άμυαλο, φτωχό και αδημιούργητο νεαρό, όπως έλεγαν.
      Μέχρι να τελειώσει εκείνη η σχολική χρονιά, τους λίγους μήνες που απέμεναν, την έστειλαν στην Αθήνα, σε συγγενικά τους πρόσωπα, σε άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Απεγνωσμένα οι δυο νέοι προσπάθησαν να ξανασμίξουν, αλλά μάταια. Ήταν πια ατελέσφορο. Πέρασε και ο καιρός, που λησμονάει τα μάτια, και εκείνη, αφού αποφοίτησε, μετά από απαίτηση των γονιών της παντρεύτηκε πολύ νέα. Το ίδιο έκανε και ο νεαρός, αλλά πολύ αργότερα, φεύγοντας κι αυτός από τον τόπο του.

Ήταν φαίνεται γραφτό οι δύο τους να ακολουθήσουν ξεχωριστούς και διαφορετικούς δρόμους. Όμως η ζωή, αντέγραψε τα ’χνάρια, της μικρής διάρκειας του πρώιμου έρωτά τους. Έφυγε αυτή πρώτα, πάρα πολύ νέα, και ύστερα εκείνος, στο ώριμα νιάτα του!