Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

11/12 Άλικο Νυφικό !



Του Στέργιου Μπακολουκά

Στις 13:30 μ. μ. ακριβώς ήταν προγραμματισμένος ο γάμος, Σαββάτο μεσημέρι στις είκοσι εννιά του μήνα, στα ξεβγάλματα του Απρίλη.

Είχε προηγηθεί το τριήμερο Πανηγυράκι  προς τιμήν του Αϊ Γιώργη, πολιούχου της Αράχοβας και ο Ναός ήταν ακόμα στρωμένος με τα χειροποίητα υφαντά καρπίτια, τους μονόφυλλους ολόμαλλους διαδρόμους και τα ‘’φλιουτά’’ ορθογώνια πατάκια μπροστά από κάθε πόρτα. Ο Χώρος  μοσχοβόλαγε  ανοιξιάτικα αρώματα, από τα λουλούδια  που οι λυγερές είχαν αποθέσει στα πόδια  του επιταφίου καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεγαλοβδόμαδου νωρίτερα, αναμιγμένα με τη μυρωδιά  του λιβανιού και των κεριών.

Η εκκλησία στη λαμπροστολισμένη μορφή της, μαζί με το καθηλωτικό τοπίο που αγναντεύετε απ’ όλες τις μεριές του περιβόλου, ήταν η αιτία που το ζευγάρι αποφάσισε ότι, μόνο αυτός ο τόπος και το συγκεκριμένο ιερό μπορούσαν να περιληφθούν στην απαρχή των  ονείρων του.

Αυτοί οι δυο νέοι άνθρωποι, αφού το σκέφτηκαν  καλά και το ….’’κοιμήθηκαν’’ καλύτερα! φρόντισαν να ορίσουν το γάμο τους σε τούτη εδώ την κόχη των βουνών, στο ψηλό αγνάντιο του ακοντιστή καβαλάρη, απ’ όπου οι στρατολάτες όλων των λογιών φαίνονται ευδιάκριτα.  

Το ζευγάρι δεν καταγόταν από την περιοχή, είχε όμως  φίλους αγαπημένους σ’ αυτήν,  που μαζί με την ομορφιά και την  επιβλητικότητα του ορίζοντα, το έκανε να πάρει αυτή την  απόφαση.

Στις 13:15, οι περισσότεροι καλεσμένοι ήταν παρόντες, άλλοι όρθιοι και άλλοι  καθιστοί στο πεζούλι  του προαύλιου του Ναού,  καμαρώνοντας τον ευθυτενή γαμπρό που φαινόταν ακόμα ψηλότερος αδημονώντας να φανεί η νύφη, όρθιος πάνω στα σκαλοπάτια, φορώντας μπλε σκούρο κουστούμι με κόκκινη μπουτονιέρα στο πέτο, η οποία ταίριαζε με τα πυρόξανθα περιποιημένα γένια του, κρατώντας μια πολύ ωραία ανθοδέσμη, γινομένη από πολύχρωμα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα.
Το προηγούμενο βράδυ το ζευγάρι κοιμήθηκε σε χωριστά καταλύματα, όπως το έθιμο επιτάσσει. Ο γαμπρός διανυκτέρευσε με τους φίλους του σε ξενοδοχείο του Χωριού, στο οποίο αργότερα, είχε προγραμματιστεί να γίνει και το γαμήλιο γλέντι. Η νύφη με τους γονείς και τ΄ αδέρφια της φιλοξενήθηκαν σ΄ ένα μεγάλο σπίτι στο Λιβάδι της Αράχοβας( Οικισμός Οδυσσέα), το οποίο ανήκε σε αγαπημένους φίλους της οικογένειας.

Στις 13: 45  η νύφη δεν είχε φανεί ακόμα! Όλοι είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Ο γαμπρός παραξενευμένος και ανήσυχος, ‘’έτρωγε’’ με τα μάτια του το βάθος του αυλόγυρου, προσπαθώντας να ελέγξει την ψυχραιμία του, παρακαλώντας μέσα του για την πολυπόθητη άφιξη!

                                                           ****

(α)Στις 6:15 π.μ.την ίδια μέρα το πρωί,  ένα  πολυτελές αυτοκίνητο είχε ξεκινήσει από την Αθήνα, με προορισμό τους Δελφούς. Ήταν μισθωμένο από μια παρέα ΕλληνοΑυστραλών τουριστών, οι οποίοι είχαν ως σκοπό ν΄ ακολουθήσουν τον άξονα Δελφών - Άμφισσας- Μπράλου -Θερμοπυλών.

Έφτασαν στο Μουσείο στις 9 π. μ και αφού  περιδιάβηκαν τον αρχαιολογικό χώρο κλείνοντας  το γόνυ στ’ αρχαία σεβάσματα του Ιερού,  αποφάσισαν να απολαύσουν τον καφέ τους, συνοδευμένο με νεραντζάκι,  γλυκό του κουταλιού, και κρύο νερό,  σ’ ένα από τα μαγαζιά στο έμπα της πόλεως, με θέα τον λιόκαμπο του Πλειστού.

(β) Ο Οδηγός,  τους περίμενε στον κεντρικό  δρόμο, έχοντας τοποθετήσει το όχημα δίπλα από την Κασταλία Πηγή.  Μόλις τους αντίκρισε, πρότεινε να τους μεταφέρει  μέχρι το καφέ. Η παρέα όμως αρνήθηκε, διαλέγοντας  να περπατήσει τα πεντακόσια μέτρα  που τους χώριζε από την Πόλη, για ν’ απολαύσουν τον  θαυμάσιο πραγματικό ονειρεμένο περίπατο! και όπως δήλωσαν, στη συνέχεια θα επέστρεφαν ξανά με τα πόδια για την αναχώρηση. 

(γ)Στις 12:55 μ.μ. άφησαν τους Δελφούς και κατευθύνθηκαν προς την …..Αράχοβα. Είχε προηγηθεί η απόφαση,  ύστερα από μικρή σύσκεψη, της μετατροπής του αρχικού τους σχεδίου που τους κατεύθυνε προς την Άμφισσα. Αποφάσισαν δηλαδή να συνεχίσουν το δρόμο τους γυρίζοντας προς τα πίσω, βάζοντας ως  σκοπό, περνώντας τον όγκο του Παρνασσού, να φτάσουν στην Αγόριανη, όπου αφού ευχαριστηθούν, κάτω από τα σκιερά πλατάνια, το φαγητό τους, στη συνέχεια να κατέβουν στον κάμπο του Βοιωτικού Κηφισού με προορισμό, διασχίζοντας τα λαγκάδια του Καλλίδρομου,  να προσκυνήσουν τον γυμνό πολεμιστή,  στις Θερμοπύλες.

(δ)Στις 13:28 μ.μ.ακριβώς, βγαίνοντας από την Αράχοβα και αφού πέρασαν τις βορειοδυτικές στροφές του χωριού, βρέθηκαν στη μεγάλη κδέλα, που συναντά τον παράδρομο προς  τα πλατάνια(πλατεία).
Σε αυτό το σημείο, ο οδηγός δεν έλαβε υπ’ όψη του την απότομη  καμπυλότητα του δρόμου και τα λίγα χαλίκια που ήταν διασκορπισμένα πάνω σ’ αυτόν, με αποτέλεσμα να ξεφύγει  η λιμουζίνα προς τα  δεξιά, αλλάζοντας ελαφρά ρότα, σταματώντας  και φράσοντας τη βοηθητική διάβαση.

(δ)Την ίδια στιγμή από την αντίθετη πλευρά της κεντρικής αρτηρίας, ερχόταν το νυφιάτικο όχημα,  με επιβάτες τον οδηγό, τη νύφη και τα δύο νεαρά κοριτσάκια, που ντυμένα με λευκά πέπλα, θα την συνόδευαν ως παρανυφάκια στην τελετή. Είχε σπουδή να μπει στον παράδρομο και από εκεί  να κατευθυνθεί προς την  εκκλησία, για την έναρξη του μυστηρίου! Πίσω τους ακολουθούσαν μερικά ακόμα αυτοκίνητα με συγγενείς και φίλους της νεαρής κοπέλας. 

(ε) Λίγο νωρίτερα, είχαν σταματήσει ψηλά  στο πλάτωμα του ‘’Σταυρού’’, μετά από απαίτηση της νύφης, για μερικές φωτογραφικές πόζες, με φόντο το πανέμορφο τοπίο αντίκρυ, γνωρίζοντας ότι ίσως αργήσουν ένα –δυό λεπτά.  Να όμως που η αναπάντεχη συνάντηση, ανάγκασε τον οδηγό, να στρίψει λίγο αριστερά το τιμόνι, πέφτοντας με μικρή ταχύτητα στο πλάι του αυτοκινήτου των τουριστών. Ευτυχώς οι ζημιές των δύο οχημάτων ήταν μικρές και ασήμαντες. Οι δυο οδηγοί ευχαριστημένοι που γλύτωσαν τα χειρότερα, αφού αντάλλαξαν τα στοιχεία τους, πήρε ο καθένας το δρόμο του, αδιαφορώντας για την καθυστέρηση.
Αυτός ήταν ο λόγος που η νύφη άργησε να φτάσει στην εκκλησία για την τέλεση του  μυστηρίου.

                                                                     ****

Στις 13:55 το στολισμένο αυτοκίνητο έφτασε και σταμάτησε μπροστά από την περίτεχνη σιδερένια καγκελόπορτα του πετρόχτιστου περίβολου του Ναού. Ο γαμπρός στο βάθος, πάνω στα σκαλοπάτια μόλις το είδε,  ανάσανε ανακουφισμένος. Ο πατέρας και ο αδερφός της νύφης αφού κατέβηκαν από το δικό τους όχημα που ακολουθούσε, βοήθησαν την κοπέλα να βγει από αυτό. 
Έλαμπε από νιάτα και ομορφιά, μέσα στο κατάλευκο, αστραφτερό νυφικό που άφηνε να φανεί ο  αλαβάστρινος λαιμός της, στολισμένος με το υπέροχο σκαλιστό κόσμημα και το δαντελωτό εργόχειρο μπούστο, που στη συνέχεια  στένευε προς τα κάτω αγκαλιάζοντας τη δαχτυλιδένια μέση και από εκεί, απλωνόταν με φουντωτές πτυχές, μέχρι χαμηλά, σκεπάζοντας  τις ψηλοτάκουνες εντυπωσιακές πανέμορφες γόβες της.

Το κεφάλι της, αντί για  πέπλο, στεφάνωνε ο όγκος από τα καλοχτενισμένα μαύρα, μακριά μαλλιά της, απ’ τα οποία μια λυτή, λιτή κοτσίδα, έπεφτε με απέριττη χάρη μπρος από το αριστερό της στήθος, ταιριάζοντας στο χρώμα με τις μεγάλες στιλπνές βλεφαρίδες των ματιών της, δημιουργώντας το τέλειο εκείνο Ελληνικό προφίλ που σε παραπέμπει στη γέννηση του κάλους των αγαλμάτων. Το βλέμμα της επιβλητικό. Έντονο. Καθρέπτιζε την ευτυχία της με απλό αλλά ταυτόχρονα ακαταμάχητο τρόπο.

Πίσω της, δεξιά και αριστερά, τα δυο κοριτσάκια με τα ροδαλά μάγουλα, τα λευκά φορέματα και τους στολισμένους με πολύχρωμα άνθη κροτάφους,  κρατώντας τις άκρες του νυφικού, χαμογέλαγαν αμήχανα αντικρίζοντας τόσον  κόσμο μπροστά τους.

Η νύφη άρχισε να περπατά, προσεκτικά και καμαρωτά, φέρνοντας το κάθε της πόδι μπρος από το προηγούμενο διαδοχικά, λικνίζοντας με χάρη και αναδεικνύοντας  την λεπτεπίλεπτη και καλλίγραμμη κορμοστασιά της, πλαισιωμένη από τους δύο σοβαρούς, επίσημα ντυμένους, άντρες του  πατρογονικού της.

Ένα ντροπαλό αλλά συνεχόμενο χειροκρότημα, αντίστοιχο με τις  ψιχάλες ανοιξιάτικου ψιλόβροχου, προερχόμενο από τους προσκεκλημένους, την υποδέχτηκε και την συνόδεψε μέχρι ν’ ανεβεί τα λίγα σκαλοπάτια του ναού, για  ν’ αφεθεί ύστερα στα χέρια του γαμπρού, που την αγκάλιασε, δίνοντάς της  ένα τρυφερό  φιλί, σημάδι αγάπης, στοργής, αλλά και ξαστοχιάς  της άργητάς της.
Στις 14:00 μ.μ.  άρχισε το Μυστήριο. Παρόντες οι Ιερείς καθώς και οι τέσσερεις ψάλτες των δυο ενοριών, δημιούργησαν με τις γλυκύτατες ψαλμουδιές τους μια υπέροχη ατμόσφαιρα. Τα φώτα του ναού ήταν όλα αναμμένα και από τα παράθυρα του τρούλου ψηλά, το μεσημεριάτικο φως  αντανακλούσε στα πολύχρωμα φορέματα των γυναικών, γεμίζοντας την εκκλησιά χρώματα, προσδοκίες και αισιοδοξία. Όλα τα γράμματα του μυστηρίου αναγνώστηκαν, χωρίς βιασύνη, με καθαρότητα και εκφραστικότητα. Η τελετή κράτησε μία ώρα ακριβώς! Στο τέλος, ο Ιερέας ανήγγειλε, εκ μέρους των νεόνυμφων,  ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι, ήταν προσκεκλημένοι στο τραπέζι που θ’ ακολουθούσε στο ξενοδοχείο Α…..
Σε λίγο, το προαύλιο του Ναού ήταν και πάλι γεμάτο από τους καλεσμένους. Περίμεναν πλέον την έξοδο του ζευγαριού  για να το ράνουν με άνθη, ρύζι και κουφέτα και να του απευθύνουν τις  ευχές τους,  πριν αναχωρήσουν όλοι μαζί για τη δεξίωση!

Στις 15:10 μ.μ. οι δυο νέοι, βγήκαν από τον Ιερό  χώρο και στάθηκαν ψηλά στα σκαλοπάτια, ανάμεσα  στις αρχαίες κολόνες της εισόδου του. Τα χέρια τους  πλεγμένα σφιχτά, δήλωναν καθαρά την επιθυμία τους να υπερβούν στη ζωή, την εντολή που πριν από λίγο άκουσαν από τον παπά : ‘’ …και έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν΄’ 

Μαζί με τα λουλούδια και τα κουφέτα, το ίδιο χειροκρότημα που νωρίτερα τους είχε υποδεχτεί, συνεχίστηκε, λες και δεν είχε σταματήσει ποτέ, μόνο  που τώρα ήταν πιο έντονο. Οι φωτογράφοι απαθανάτιζαν τις στιγμές, γυρίζοντας συνεχώς γύρω από τους νεόνυμφους και τον κόσμο.

Η όμορφη κοπέλα, απλώνοντας το πόδι της για να κατέβει το πρώτο σκαλοπάτι, παραπάτησε ελαφρά χωρίς όμως να πέσει γιατί, με γρηγοράδα, ο σύζυγός της, πλέον, την συγκράτησε πιάνοντάς την από τη μέση. Το τακούνι από τη μια γόβα της όμως ξεκόλλησε από τη θέση του, κατρακυλώντας  στο προαύλιο, κάνοντας την να μην μπορεί να περπατήσει. Ο γενειοφόρος  άντρας δεν την άφησε από τα χέρια του. Τη σήκωσε μαλακά και κρατώντας την στα μπράτσα του, αργά τη μετέφερε στο στολισμένο αυτοκίνητο, μπροστά από τα ασταμάτητα ‘’φλας’’ των φωτογράφων και κάτω από τις επευφημίες συγγενών και φίλων που φώναζαν : ‘’Γούρι- Γούρι’’!    

(στ) Ίσως τα κοσμήματα,  σε μια γυναίκα, να της προσδίδουν κύρος και αρχοντιά. Σίγουρα τα ρούχα προσδιορίζουν την προσωπικότητά της, σε μια πρώτη ματιά. Όμως τα παπούτσια, της προσθέτουν ερωτισμό, αναδεικνύοντας τη θηλυκότητά της.

Στην κατασκευή ενός γυναικείου παπουτσιού σημαντική θέση κατέχει η συναρμολόγησή  του. Από το σχεδιασμό του ακόμα, λαμβάνετε σοβαρά υπόψιν η ανατομία του γυναικείου σώματος καθώς και η στατικότατα ολόκληρου του παπουτσιού, ιδιαίτερα όσο το τακούνι είναι ψηλότερο. Στο τέλος, ειδικά στα  υψηλών απαιτήσεων γυναικεία υποδήματα,  η τοποθέτηση των τακουνιών γίνετε με το χέρι, διότι οι λεπτομέρειες σύνδεσης είναι δύσκολο να υποστηριχτούν αξιόπιστα από κάποια μηχανή. Για τη συγκόλληση χρησιμοποιούνται  ταυτόχρονα, καρφιά εσωτερικά, μεταλλικά και ξύλινα, αλλά και κόλλες υψηλών προδιαγραφών.
Ο τεχνίτης που τοποθέτησε την κόλλα, για την τελική προσαρμογή του τακουνιού, του όμορφου κατά τα άλλα παπουτσιού που  η νύφη επέλεξε, ίσως από απροσεξία να μην έβαλε τη σωστή δόση υλικού, ή πιθανώς να μην το άφησε χρονικά  όσο έπρεπε στο πιεστήριο για να δέσουν τα υλικά μεταξύ τους.
Η κοπέλα είχε τρείς επιλογές,όταν διάλεγε τα νυφιάτικα παπούτσια της. Στάθηκε στο συγκεκριμένο ζευγάρι τελικά, επειδή τα τακούνια του ήταν ελαφρώς ψηλότερα, σε σχέση με τα υπόλοιπα, ταιριάζοντας απόλυτα με το μάκρος του νυφικού.    

                                                            **** 

Ο γαμπρός, απίθωσε μαλακά τη νύφη στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου και αφού συνεννοήθηκε με τους συγγενείς του για το τραπέζι που θα ακολουθούσε, λέγοντάς τους ότι μέχρι να φτάσουν και να τακτοποιηθούν στον τόπο της συνεστίασης, αυτός θα πήγαινε με τη γυναίκα του στο σπίτι που εκείνη διέμεινε το προηγούμενο βράδυ στο Λιβάδι, θ’ άλλαζε τα κατεστραμμένα υποδήματά της  και στη συνέχεια θα επέστρεφαν στη δεξίωση, κάθισε στη θέση του οδηγού και ξεκίνησαν.

Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν την πλαγιά χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, τραγουδώντας.
Μπροστά τους βρισκόταν το πεπρωμένο, που χωρίς άλλες καθυστερήσεις, αναβολές, προβλέψεις, ή προλήψεις,  θα πήγαιναν να συναντήσουν!

Ο δρόμος που ακολούθησαν είναι ο μοναδικός προς αυτή την κατεύθυνση, χαραγμένος στο σώμα του βουνού.Από  μακριά φαντάζει σαν άτσαλη μαχαιριά στα πλευρά του γρανίτη,από θεόρατο ατζαμή μαχαιροβγάλτη. Στα μισά του δρόμου ο βράχος φαίνεται να κοκκινίζει λες και η πληγή, εκεί βάλθηκε να δώσει διέξοδο στο αίμα του, αφήνοντάς το να τρέξει, βάφοντας τον τόπο γύρω του στο ίδιο χρώμα.
Στο σημείο αυτό  της δημοσιάς, καταμεσήμερο πλέον, η μοίρα που πέρναγε  μέσ’ απ’ τα σωθικά των νιόπαντρων, τους καρτέραγε για να τους κουνήσει το δάχτυλο, σημαδεύοντας τους, χωρίς να τους δώσει εξηγήσεις.

Τη μοναδική στερνή παρηγοριά που αυτή επέτρεψε, μόνο στον ένα από τους δυο και μάλιστα  εκ των υστέρων,  ίσως ήταν η σκέψη ότι αυτός ο κόσμος είναι μονάχα η προετοιμασία για εκείνον που ακολουθεί. Αρκεί σε τούτον, ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν! Αυτό ακριβώς που οι δυο νιοι  το είχαν κάνει ήδη  πράξη και πριν λίγο το σφράγισαν με το γάμο τους.

Στις 15:30 μ.μ., ακριβώς εκεί  που η κόκκινη λαβωματιά του βουνού δείχνει να αιμορραγεί, ένα  μικρό λιθάρι, ίδιο με το γροθάρι μικρού παιδιού, ξεκόλλησε από τους ώμους του, πήρε δυνάμεις κατρακυλώντας τον κατήφορο και αφού έσκασε στο έδαφος στο πλάι του αυτοκινήτου, την ώρα που αυτό διάβαινε από κει, αναπηδώντας πέρασε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο για να βρει την άτυχη κοπέλα στον κρόταφο και να την θανατώσει ακαριαία!  Έκπληκτος ο σύντροφός της σταμάτησε αναστατωμένος το όχημα και τη σήκωσε για δεύτερη φορά στα χέρια του, άψυχη όμως αυτή τη φορά!

Λίγες σταγόνες αίματος είχαν τρέξει στο πλάι του αυτιού της  κι ύστερα, αφού άλλαξαν αυλακιά, κατρακύλησαν στο ροδαλό μάγουλο κι από κει έπεσαν στο κατάλευκο νυφικό, βάφοντάς το άλικο!

Ο πόνος που τη  συνοδέψει, ήταν καταιγίδα και είχε απόκοσμο, μαύρο χαρακτήρα. Εξελίχτηκε μέσα σε μια παγωμένη κι αρνητική αποστροφή και εκφράστηκε με γοερές κραυγές, βαθύς λυγμούς, κλάματα και απορίες, οι οποίες δεν μπόρεσαν ν’ απαντηθούν ή να γίνουν κατανοητές.

 Όλη μας η ζωή είναι ένα τυχερό παιχνίδι. Άλλοτε τεχνικό και  τυχερό, που σ΄ αυτό μπορούμε, με την παρέμβασή μας, ν’ αλλάξουμε κάποια απ’ τ’ αποτελέσματα και άλλες φορές η τύχη παίζει, με μοναδικό τρόπο, τον αδιαπραγμάτευτο ρόλο της, σφραγίζοντάς μας.

Αν κάποιο από τα ποιο πάνω γεγονότα δεν γινόταν, ή αργούσε λίγα δευτερόλεπτα να ξετυλιχτεί, τότε η ζωή του ζευγαριού ίσως, σ’ αλλιώτικα μονοπάτια θα οδηγούταν!

Όμως αυτό παραμένει μόνο ένα μεγάλο, αναπάντητο Αν! γιατί τ’ αποτέλεσμα έγινε πεπρωμένο και οι συνθήκες μοίρα!

Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια ο Ευριπίδης, στους τελευταίους στοίχους της Ανδρομάχης, επιχειρεί να ερμηνεύσει τη Μοίρα, την προέλευση και τη συμπεριφορά της, βάζοντας το χορό να συμπεραίνει: 

Χορός

’’Τα θεϊκά πολλές μορφές αλλάζουν ( μοίρα)/       
κι απρόσμενα οι θεοί πολλά τελειώνουν(κόντρα στη δική μας προσδοκία)./                                 
όσα προσμέναμε δε γίναν, ( γιατί δεν συμμετείχαμε στη διαμόρφωση!)/
όμως βρίσκει δρόμο για τ’ απροσδόκητο ο θεός/ (διότι όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο θεός χαμογελάει)’’.