Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ ΤΟ 1890

 


Επί του Παρνασσού

     Ούτως ηρξάμεθα της αναβάσεως περί την 9 ½ εσπερινήν ώραν. Προηγείτο το ζώον γνωρίζον κάλλιστα την ατροπόν, εφ’ου είχομεν θέσει διάφορα σκεπάσματα, τροφάς και το ύδωρ διότι καθ’ οδόν εις εν μόνον μέρος υπάρχει τοιούτον, είπετο ο οδηγός κρατών φανόν, διότι άλλως δεν θα ηδυνάμεθα να βαδίζωμεν, και τελευταίως ηκολούθουν εγώ, κρατών ανά χείρας το πολύκροτον διά παν ενδεχόμενον. Μετά 1 ½ ώραν εφθάσαμεν διά πετρώδους οδού εις τινας καλύβας των γεωργών του Καστρίου. Οι κύνες ώρμησαν μανιώδεις, αλλ’ απεκρούσθησαν επίσης γενναίως, μετ’ ολίγον εισήλθομεν εις δάσος τι εξ αραιών ελατών, εξελθόντες δ’ αυτού διήλθομεν παρά τον λόφον του Κωρυκίου άντρου, όπερ θα επισκεφθώμεν κατά την κάθοδον, και μετά 3 εκ Δελφών ώρας εφθάσαμεν ολίγον μετά το μεσονύκτιον εις τα Καλύβια, θερινόν χωρίον εξ 20 περίπου οικίσκων και καλυβών, το υψηλότερον επί του Παρνασσού. Ενταύθα υπάρχει μικρά πεδιάς και προς καλλιέργειαν ταύτης ανέρχονται το θέρος εις Καλύβια χωρικοί τινες εξ Αραχώβης. Προ του χωριδίου τούτου παρά κατηρειπωμένον ναόν και υπό τινα ιτέαν υπάρχει φρέαρ, παρά το οποίον εμείναμεν περί το εν τέταρτον προς μικράν ανάπαυσιν. Εξακολουθούντες την πορείαν ημών, διήλθομεν την πεδιάδα και μετά 1 ½ ώραν, ηρξάμεθα της αναβάσεως των αποτόμων κορυφών του Παρνασσού, και κατ’ αρχάς μεν διηρχόμεθα αραιά τινα εξ ελατών δάση, αλλά μετά τινας ώρας δεν ανηρχόμεθα η πετρώδεις κορυφάς, ένθα ουδέ θάμνος φύεται.
     Τέλος πάντων μετά 7 ½ ωρών εκ Δελφών πορείαν εφθάσαμεν περί το γλυκοχάραγμα εις τον Γεροντόβραχον, άνωθι του οποίου υψούται η τελευταία κορυφή απότομος και βραχώδης όσον δεν δύναταί τις να φαντασθή. Το ψύχος ήτο δριμύ και ηναγκάσθην να περιτυλιχθώ εντός κάππας. Εδώ εσβύσαμεν πλέον τον φανόν και αφήσαμεν το ζώον, λαβόντες δε όλα τα σκεπάσματα, ηρξάμεθα της αναρριχήσεως του αποτόμου βράχου, εις την κορυφήν του οποίου εφθάσαμεν εντός ½ ώρας. Εκ της αϋπνίας, διότι και την προτεραίαν εν Αμφίσση δεν είχον σχεδόν κοιμηθή, εκ του καμάτου και του ψύχους ήμην σχεδόν ημιθανής, άνευ συνεχών δόσεων ρουμίου και δύο καππών δεν θα ηδυνάμην ν’ ανθέξω, οι οφθαλμοί δακρύουσι και αι χείρες τρέμουσι, μόλις ηδυνάμην να κρατήσω το τηλεσκόπιον. Εντός των ρωγμών βλέπω μικράς στιβάδας χιόνος. Αλλ’ αδιάφορον, είχομεν φθάσει εγκαίρως. Οποίον μεγαλοπρεπές πανόραμα, οποία εξαισία σκηνογραφία! Ίνα απολαύση τις ταύτης και διπλασίους κόπους εν ανάγκη δέον να καταβάλη. Προεπορεύετο το άρμα της Ηούς και η Ανατολή επορφυρούτο. Τέλος επεφάνη ο ξανθός φοίβος λάμπων και μεγαλοπρεπής εκ της θαλάσσης αναδυόμενος, αι πρώται του ακτίνες εχρύσισαν τας υψηλάς κορυφάς των ελληνικών ορέων. Οποίον λαμπρόν θέαμα! Από του Ολύμπου μέχρι του Ταϋγέτου η Ελλάς ευρίσκετο υπό τα όμματά μου. Ολόκληρος ιστορία 25 και πλέον αιώνων.
     Προς ανατολάς η πεδιάς της Βοιωτίας και η Κωπαΐς, η Αττική, η Εύβοια, αι νήσοι του Αιγαίου κολυμβώσαι ως νήσσαι εν τω ηρεμούντι αιγιαλώ. Προς βορράν η Οίτη, η Πίνδος το Πήλιον, και μακράν πολύ μακράν ο Όλυμπος και ο Άθως, προς νότον ο μαρμαίρων ως γαληνιαία λίμνη Κορινθιακός και μετ’ αυτόν αι υψηλαί κορυφαί των ορέων της Πελοποννήσου, ων υπερέχει ο πολυκόρυφος Ταΰγετος, και πέραν το Ιόνιον πέλαγος. Περί εμέ έχαινον αι άβυσσοι των ορέων του Παρνασσού. Θέαμα μεγαλοπρεπές, θέαμα απερίγραπτον!....... Μόλις περί το τέταρτον ηδυνήθην να μείνω επί της αποτόμου ταύτης κορυφής του Παρνασσού, του δευτέρου κατά το ύψος των ορέων της Ελλάδος, (8070 πόδας). Υψηλοτέρα είνε η μεταξύ του Παρνασσού και της Οίτης υπέρ την Άμφισσαν υψουμένη Γκιώνα (Κόραξ) έχουσα ύψος 8300 ποδ. Αμέσως κατήλθομεν εις την θέσιν, ένθα αφήκαμεν το ζώον. Οι οφθαλμοί μου έκλειον πλέον ακουσίως και δεν ηδυνάμην να βαδίσω, ηναγκάσθημεν να μείνωμεν ενταύθα επί ολίγην ώραν, όπως προγευματίσωμεν και αναπαυθώμεν, την 8 ½ ηρξάμεθα της καταβάσεως. Ήδη οι ποιμένες ηλιοκαείς, ολίγον άγριοι με την λερήν φουστανέλλαν ωδήγουν τα πρόβατά των ανά τα όρη, είνε περίεργον πως ταύτα ευρίσκουσιν επαρκή τροφήν επί των βραχωδών τούτων βουνών, ένθα βασιλεύει χειμών διαρκής. Εν τούτοις εκ του γάλακτος των ενταύθα προβάτων κατασκευάζονται αι φουρμαγέλαι, οίτινες αγνοώ διατί εν Αθήναις δεν καταναλίσκονται.
     Περί την μεσημβρίαν εφθάσαμεν εις Καλύβια, ένθα εμείναμεν παρά το γνωστόν φρέαρ μέχρι της 3ης μ.μ. οπότε εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας. Μετ’ ολίγον ανερριχώμεθα επί του λόφου, ένθα το Κωρύκιον άντρον, εις ο εφθάσαμεν μετά ½ ώρας κοπιώδη ανάβασιν. Το άντρον τούτο, όπερ ήτο αφιερωμένον εις τον Πάνα και τας Μούσας, υπήρξε κατά τους χρόνους της ληστείας καταφύγιον των επί του Παρνασσού ληστών.
     Η είσοδος αυτού είνε στενοτάτη, προχωρών τις ένδον, ευρίσκει μέγα οιονεί δωμάτιον 30 περίπου μέτρων μήκους και 12 ύψους πλήρες σταλακτιτών, απωτέρω υπάρχει υψηλότερον έτερος σκοτεινός χώρος, ένθα ανέρχεταί τις αναρριχώμενος επί υγρού βράχου. Ηνάψαμεν τον φανόν και διεκρίναμεν εις το μυστηριώδες τούτο άντρον πλείστους σταλακτίτας διαφόρων σχημάτων, και πολλάς επιγραφάς. Έκαστος επισκέπτης φιλοδοξεί να γράψη το όνομά του επί του βράχου. Ανά ολίγα δευτερόλεπτα ακούω να πίπτωσιν άνωθεν σταγόνες ύδατος. Εκ του μέρους τούτου επυροβόλησα προς τα έξω διά του περιστρόφου, φοβερός δε κρότος επ’ ολίγα λεπτά ετάραξε του σιωπηλού άντρου την ηρεμίαν, ήτις βασιλεύει ενταύθα αφ’ότου εξεδιώχθη ο Παν και αι Μούσαι και εξολοθρεύθησαν οι λησταί. Κατά την είσοδον αυτού, επί τινος λίθου υπάρχει και αρχαία επιγραφή, εντεύθεν κατήλθομεν περί την 7 ώραν εις τους Δελφούς, ένθα εύρομεν τον φύλακα των αρχαιοτήτων ανησυχούντα διά την μικράν βραδύτητά μας. Από Αμφίσσης εις Δελφούς ώραι τρεις. Προς ανάβασιν και κατάβασιν του Παρνασσού και επίσκεψιν του Κωρυκίου άντρου ώραι πορείας 16. Ήτοι εντός 24 ωρών επεζοπόρησα 19 ώρας επί των αποτομωτέρων ορέων αναπαυθείς τας λοιπάς ώρας, ουδόλως όμως κοιμηθείς. Τούτο αποτελεί μέχρις ώρας το μεγαλήτερον πεζοδρομικόν κατόρθωμά μου, το οποίον σημειώ ιδιαιτέρως, όπως παρακινηθώσι και άλλοι και διανύσωσι την αυτήν οδόν εις ολιγώτερον χρόνον. Μόλις κατήλθον του Παρνασσού, και εύρον ευτυχώς καλλίστην τροφήν και καθαράν κλίνην, ένθα ελησμόνησα πάντα κόπον.

Από Δελφών δι’ Αραχώβης και Οσίου Λουκά εις Λεβαδείαν.

     Την 2 ½ μ.μ. κατέλιπον τους Δελφούς, διά μεγάλων δε αμπελώνων βαίνων επί ομαλής οδού έφθασα μετά 2 ώρας υπό ραγδαίαν βροχήν εις την μεγάλην κώμην Αράχωβαν, την πεφημισμένην διά τους γενναίους και ρωμαλαίους αυτής άνδρας και τας ωραίας γυναίκας της, ολίγον προ του χωρίου συνήντησα ευειδή νεανίδα καθημένην επί ημιόνου και νήθουσαν το νήμα της 

- Καλησπέρα, ποιόν δρόμον να πάρω; Τούτον ή τον άλλον; 

- Τούτον που πάω εγώ 

- Τόσον το καλλίτερον που θα έχω συντροφιάν 

- Και πως έτσι με τα πόδια στα μέρη μας; 

- Ήλθα να ιδώ το χωριό σας που είνε πολύ ωραίο. Ακούω πως έχει πολύ ώμορφαις κοπέλλαις. 

- Παντού έχει ώμορφαις και άνοσταις, απεκρίθη μετά συστολής ερυθριώσα η νέα, και κτυπήσασα το ζώον της εισήλθεν εις το χωρίον, αφού μοι έδειξεν την εις την αγοράν άγουσαν. Εκεί πλείστοι επροθυμοποιήθησαν να με φιλοξενήσωσιν, οι χωρικοί δε εξερχόμενοι των καφφενείων, εφιλονείκουν περί της ιδιότητός μου. 

- Είνε λόρδος, ένας περιηγητής. 

- Μπα είνε μηχανικός διά τον σιδηρόδρομον. Σώπα είν’ Εγγλέζος. 

- Είνε Έλληνας. 

- Δεν ντρέπεσαι! 

- Διά να ζητά να του διορθώσουν τα τσαρούχια θάνε κανένας ξεπεσμένος! 

- Μιλά ελληνικά σαν Έλληνας. κλπ. 

     Δυνάμει συστατικού τινος, όπερ έλαβον εξ Αμφίσσης, έτυχον ευγενεστάτης φιλοξενίας παρά τινι ενταύθα εμπόρω. Η Αράχωβα κειμένη εις τους πρόποδας του Παρνασσού είνε μεγάλη κώμη έχουσα περί τους 5.000 κατοίκων, καλλίστας οικίας, ων πολλαί διώροφοι και τριώροφοι, και άφθονα κατάψυχρα ύδατα αυλακούντα το χωρίον. Διό ενταύθα υπάρχει αρκετή υγρασία και ψύχος. Οι κάτοικοι είνε φιλόξενοι, αι δε γυναίκες, αίτινες κατασκευάζουσιν ωραιοτάτους τάπητας, εύρωστοι και υγιείς. Η τροφός του Διαδόχου εξελέγη μεταξύ των ευρωστοτέρων Αραχωβιτισσών. Τα εξυμνούντα το κάλλος των ενταύθα γυναικών δίστιχα είνε πάμπολλα.

Σαν πήραν τον ανήφορον η Αραχωβιτοπούλαις
ανάλαγες κ’ αστόλιστες σαν ταις νεραϊδοπούλες

***

Η Αραχωβιτοπούλες χαμηλοζώνουνται,
κάνουν τα παλληκάρια και βαλλαντώνουνται.(τρελλαίνονται).

     Την επαύριον περί την 5 ½ της πρωίας κατήλθον διά των μεγάλων αμπελώνων, οίτινες εκτείνονται εις μεγάλην απόστασιν περί την Αράχωβαν, εις τον ρύακα Πλειστόν, ένθα απολέσας την οδόν περιεπλανήθην υπέρ την ημίσειαν ώραν, αλλ’ουδόλως διά τούτο εστενοχωρήθην. Το κελάρυσμα του ψυχρού και διαυγούς Πλειστού, η ηδύμολπος λαλιά του κοσσύφου, οι προκλητικοί υπό τα φυλλώματα βότρυς λευκών και μαύρων σταφυλών, τέλος η μαγεία της πρωίας, παρείχον αρκούντα θέλγητρα, όπως μη φροντίσω να εύρω αμέσως την οδόν. Εν τούτοις αγροφύλαξ τις εννοήσας, ότι ήμην ξένος και ότι έχασα τον δρόμον, έσπευσε να με οδηγήση προς ανεύρεσιν της οδού, φωνάζων δυνατά από του αντίπεραν βουνού. Εντεύθεν ανήλθον την Κίρφιδα, ης αι κορυφαί είνε κατάφυτοι και απροσδοκήτως κατήλθον εις τινα θέσιν, οπόθεν ολίγα βήματα απείχον της θαλάσσης του Κορινθιακού, υπέρ τον οποίον εφαίνοντο τα όρη της Πελοποννήσου. Μετά 3 ¼ εξ Αραχώβης ώρας έφθασα εις το χωρίον Δίστομον, επί τινος των λόφων του οποίου υπάρχουσιν ερείπια παλαιού φρουρίου,και μετά μίαν εντεύθεν ώραν διά της πεδιάδος εις το χωρίον Στείρι και μετά ετέραν μίαν ώραν εις την ιεράν Μονήν του Οσίου Λουκά του Στειρίτου, κειμένην παρά τους πρόποδας του Ελικώνος. Η μονή αύτη τιμωμένη επ’ ονόματι του Λουκά του Στειρίτου, καταγομένου εκ της πλησίον κώμης Στείρι, είνε μία των μεγαλητέρων και πλουσιωτέρων της Ελλάδος. Έχει πλήν των δοκίμων και υπηρετών 35 μοναχούς, έκαστος των οποίων λαμβάνει ετησίως ωρισμένον μέρος των εισοδημάτων της μονής και ζη εν ιδία οικία ούτως, ώστε ενταύθα δεν υπάρχει κοινόβιον, αλλά κοινότης, διό περί τον ναόν έκαστος των μοναχών έχει ιδιαιτέραν οικίαν, τινες εξ αυτών είνε κάλλισται, μικρά κομψά ηδυνάμην να είπω μέγαρα, με ωραίας αιθούσας, ανάκλιντρα κλπ. με πάσαν τέλος ανάπαυσιν.

[…]
Γ. ΦΡΑΓΓΟΥΔΗΣ