Και ξέσπασ’ η λύσσα μιας ορδής,
τσακάλια φτάνουν μανιασμένα,
βαρειά τα μαύρα βήματά τους
στενάζει ο τόπος, χαρολαλεί φοβέρα,
τραντάζει η γης στο πέρασμά τους.
Έθνη ζητάνε για να σβύσουν
και πολιτείες δώθε, κείθε να σκορπίσουν!
………………………………………………………….
***
Μαύρη φοβέρα σαλπίζει σε βαρβάρων γλώσσα,
το αίμα μας με δίψα να ρουφήξουν!
Κι αντίς ν’ ανθίσουν φέτος τα λουλούδια,
το μαύρο ντύμα μας εφόρεσαν χλαμύδα!..
Σφαγή! Και πέρα βόγγει ο λόγγος
απ’ την ασίγαστη φοβέρα!
Σφαγή! Το αίμα μας ρουφάνε τα τσακάλια!...
***
Δίστομο ν’ αντισταθής; μη στοχαστής,
αντίσταση οι Ούνοι δεν γνωρίζουν!
Σφαγή! Σφαγμένα χάμου τα παιδιά σου,
Δίστομο στης δόξα σου το μεγαλείο!
Το αίμα αχνολογάει ποτάμι πέρα!
…………………………………………….
Σφάζουν και καίνε σπίτια,
τα σπίτια των Θεών και των ανθρώπων!
…………………………………………….
Πόσες φορές τα ρήμαξε του Γερμανού η φοβέρα!
***
Σέρνει η κατάρα της Ελλάδας
κορμιά σε κάρρα φορτωμένα,
σωρούς από κορμιά κι’ αχνό αίμα
για υπέρτερη θυσία της πατρίδας!
……………………………………………….
Σέρνει η κατάρα της Ελλάδας
κοπαδιαστά μπουλούκια.
Το δρόμο για το χάρο παίρνουν.
Παιδιά, μανάδες, γεροντάματα
και χαλασμός Κυρίου!
Μαχαίρι φτάνει στις καρδιές,
τουφέκι και χάμου πέφτουν στης ζωής τη δόξα!
***
Έτσι είναι, όπως το στοχάστηκαν
οι Σλαύοι στη σλαυϊκή απειλή τους
και σ’ έσυρε Δίστομο του αφανισμού ο καιρός
να σβύσης κάτω απ’ το γερμανικό τουφέκι!
……………………………………….
Παρθένες με το σταυρό στα στήθεια,
δεν δεχτήκατε, πεθαίνοντας με βία!
***
Κλαίνε μαννάδες γιατί πάνω τους φώλιασε
της άδικης ερινύας η φοβερή κατάρα
και σβύνει σε ξεψύχημα το πένθος!
Χρόνια περνούν. Η Ελλάδα δεν πεθαίνει
και πολιτείες ζωντανεύουνε και πάλι
και μια Ε λ λ ά δ α μεγαλώνει!!
ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ ΚΑΛΕΓΚΑΣ
Gary, Indiana.
Το παραπάνω ποίημα δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1950, στην εφημερίδα της Ελληνικής ομογένειας «ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ», που η έκδοσή της γινόταν στη Νέα Υόρκη.
Η φωτογραφία είναι της Βούλας Παπαϊωάννου.