Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΑΡΑΧΩΒΑ 1896: ΑΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ



Αραχωβίτες στην παλιά αγορά το 1896.
(Συλλογή Λ. Παπαλεξανδρή)
Σπάνια γκραβούρα από Γαλλικό περιοδικό.

(Χριστουγεννιάτικη ιστορία)


Είμαι μονάχος μου τώρα. Περπατώ σε δρόμο, που πρώτος εγώ ανοίγω, καθότι η λευκή του Βορρά Κόρη είναι εξαπλωμένη επί των καλτεριμοστρωμένων οδών της Αράχωβας. Είμαι μετανοημένος διότι αφήκα την νόστιμη συντροφιά του κυρ Γιάννη και της κυρά Γιάννενας, οι οποίοι από τα Χριστούγεννα μ’ είχαν καλεσμένον, χριστιανικώς γιορτάζοντες, αφού μάλιστα είχανε και Χρήστο, τους υποσχέθηκα να συμφάμε ύστερα από έξη ημέρας, την παραμονή του Αγ.Βασίλη, που είναι σήμερα, και να τα κάψουμε και λιγάκι για την καλή χρονιά.

Αλήθεια, καλή συντροφιά, κλεισμένοι μέσα μ’ όλα τ’ αγαθά μας, με δυο τρείς άλλους από τις οκτώ το βράδυ, απάνω σε χειμωνιάτικη φωτιά και δίπλα με δυο τρείς χιλιάρικες μποτίλιες, με μαύρο αραχωβίτικο, που θέλουν να το λέγουν αθάνατο διότι απ’ αυτό έπιναν και αι αθάνατοι του Παρνασσού Μούσαι, δεν εκαταλάβαμε πότε ο λευκογέννης είχε στείλει την κόρη του να μας επισκεφθεί. Είναι δωδεκάτη τα μεσάνυκτα, η ώρα η δαιμονισμένη.

Στο φιλικό σπίτι του κυρ Γιάννη, ύστερα από πολλά άλλα, περί του πως γεννούν αι κότες, περιέργεια μεγάλη της κυρά Γιάννενας, και αν τα ψημένα αυγά βγάζουν πουλιά, είπαμε για ξωτικά, για βασκανίες για φαντάσματα και πολλά άλλα.

Τώρα τρέχω μόνος, με μεγάλη μου χαρά πατών την λευκήν κόρην, αφού δεν κατόρθωσα στη ζωή μου ν’ αποκτήσω καμμιά κόκκινη ή ξανθιά, την πατώ κατά γης και εκείνη νωπή, νωπή τρίζει. Ο πατέρας της ζητεί να βασιλεύσει και πέραν της δωδεκάτης, ν΄ άρξει και της αυριανής πρωτοχρονιάς, συρίζει και φυσά, που τα’ αθώα σύννεφα, ανεμοδαρμένα και τρέχοντα, αφανίζονται κάτω, μακρυά, εις την Κασταλίαν των Δελφών Πηγήν κάτω προς την θάλασσαν.

Να τώρα ξαφνικά πετιέται η αθώα Σελήνη κάτω απ’ το Ζεμενό και απ’ το Ξεροβούνι σιγά-σιγά, που χαμηλότερα καθρεπτίζεται το μνήμα του Μέγα και τα ταμπούρια των Νταβελαίων, ψηλά δε φιλιέται με την κάτασπρη Λιάκουρα και τον Γεροντόβραχο. Όλα τώρα έχουν αλλάξει η νύκτα μοιάζει σαν μέρα.

Από πάνω η Σελήνη κάτω στρωμένη η λευκή κυρά. Τρέχω, τουρτουρίζων όλο τρέχω, να βγω όξω, όσο μπορώ υψηλά, ν’απολαύσω, να σφυρίξω να φωνάξω για να διώξω και εγώ καθώς κάμνουν οι Αθηναίοι τον παλιό χρόνο.

Φθάνω στο υψηλότερο της Αράχωβας μέρος, μπαίνω από μεγάλη πόρτα, στρέφω γύρω μου, είμαι μέσα σε παλιό τοίχο, χωρίς να το εννοώ βλέπω ότι πατώ πάνω σε μνήματα, τι κρίμα! Τα μνήματα έχουν φωτισμένα φανάρια, αλλά τα φανάρια δεν φέγγουν τη μέρα, είναι μέρα! Αρχίζω να εννοώ, είμαι σε νεκροταφείο(1), είμαι μέσα στον Αγ. Γιώργη, στην εκκλησιά του Αγίου που βοήθησε τους Ρωμιούς.

Ο νους μου τρέχει τώρα σε παλιά χρόνια, ενθυμούμαι την ιστορίαν, μου την φέρνει ολοζώντανη η περίστασης, το χιόνι, ο βοριάς η νύκτα όλα μ’ ένθυμίζουν την εποχή του Μουστάμπεη, πατώ επάνω εις μνήματα νεωτέρων, αλλά βαθύτερα φαντάζομαι τους ήρωας θαμμένους, τους καταστροφείς των φουσάτων του Μουστάμπεη, τους βλέπω μαζεμένους όλους εκεί μέσα, στα χιόνια με την πάλα στο χέρι να θερίζουν βάρβαρα κορμιά, τριγύρω βλέπω τον τοίχο σωζόμενο ακόμη με τις ιστορικές τουφεκύθραις του, πηγαίνω κοντά στον τοίχο, δοκιμάζω με το ραβδί μου, ο βοριάς συρίζει.

Αντίκρυ είναι η Βρύση. Η Βρύση του Αγ. Γεώργη, εκεί λέγουν, χωρίς να γνωρίζουν, οι νεώτεροι, ήρθε και στάθηκε υπερήφανος ο Μουστάμπεης ποτίζων τ’ άλογό του κ’ όπου βόλι παλληκαριού του ’κοψε ταις ημέραις. Θέλω να βγω στη Βρύση, βάζω τα μάτια μου στις τουφεκίθρες θέλω ν’ αντυκρίσω τη Βρύση, πηγαίνω προς την πόρτα που βγαίνει μπροστά, δεν ανοίγει είναι κλειστή, τα χιόνια του Κατεβατού την έχουν σφαλίσει, παγώσει.

Δοκιμάζω από τον τοίχον ν’ αναβώ, κάθομαι επάνω, η ώρα είναι μεσάνυκτα, βλέπω τώρα τη Βρύση, αλλά πως τώρα ταράσσομαι, φοβούμαι, τα χάνω, πέφτει το ραβδί μου προς τη Βρύση θέλω να καταβώ αλλά δεν τολμώ.
Τριγύρω στη Βρύση βλέπω όμορφα, όμορφα ντυμένες παρθένους με λευκά κάτασπρα χεράκια λευκότερα και της χιόνος, ξέπλεγα πίσω ριγμένα άλλα ξανθά και άλλα κατάμαυρα μαλλιά, είναι νεράϊδες! Άλλες ανεβαίνουν, άλλες κατεβαίνουν, φθάνουν στη Βρύση ρίχνουν κάτι πράγματα που κρατούν μέσα σε κάνιστρα, στο τρεχούμενο νερό, γεμίζουν μια στάμνα που κρατούν, και φεύγουν, δροσάτες, χωρίς να μιλήσουν, μόνο η Σελήνη από ψηλά φανερώνει το γλυκύ, γλυκύτατον χαμόγελό των.

Θέλω να τις μιλήσω αλλά τα λόγια της κυρά Γιάννενας   π’ άκουσα απόψε, ότι χάνει τη φωνή του όποιος μιλήσει σε νεράϊδα μ’ εμποδίζουν, φεύγω κρυφά, πηδώ από τον τοίχο, βγαίνω απ’ εκεί που μπήκα και τρέχω φοβισμένος νομίζοντας από πίσω μου ότι έρχονται οι νεράϊδες.

Αλλοίμονο τις βρίσκω μπροστά μου, περνώ απ’ άλλη βρύση, την λένε ’Κονομόβρυση, άλλες εκεί νεράϊδες με πρόσωπο κρασάτο, και μαλλιά μαύρα σαν αραχωβίτικη ελιά, έρχονται, φεύγουν, χωρίς μιλιά για να πάνε τ’ αμίλητο νερό σπίτι τους.

Χάθηκα, γυρίζω απ΄άλλο δρόμο και όλο τρέχων φθάνω στο σπίτι μου κατατρομαγμένος και αφού έκαμα την προσευχή μου μάτην προσπάθησα να κοιμηθώ, οι νεράϊδες της Αράχωβας μου ’χαν πάρει το μυαλό μου, ιδίως μια μικρή κοντή μελαχρινή που όλο μπροστά μου ήτο. Το πρωί ήλθε ο δάσκαλος για τα χρόνια πολλά, τρομαγμένος ακόμα του διηγήθηκα το πάθημά μου.
Και ο δάσκαλος σαν δάσκαλος χάσκων μου λέγει: « Χα! χα! χα! Ακόμη δεν γνώρισες τα συνήθεια του τόπου μας, ξέχασες ότι ήτο Πρωτοχρονιά και όλα τα κορίτσια μας πήγαν στις βρύσες για να ρίξουν τη νύκτα τα γλυκά και να πάρουν τ’ αμίλητο νερό;»

Τον ευχαρίστησα διότι μ’ έβγαλε από την απάτην μου! Και του εσύστησα να βγάλει ένα βιβλίο που να λέει τα συνήθεια του τόπου του, για να μη απατώνται οι ξένοι όπως εγώ(2).
Δ.Ξ.

(1) Τους νεκρούς εκείνη την εποχή στην Αράχωβα τους έθαβαν στον περίβολο των εκκλησιών, εκεί ήταν το νεκροταφείο. Το 1909 επί δημαρχίας Λάζαρου Παπασταθοπούλου εγκαινιάστηκε το καινούργιο νεκροταφείο όπου έχουμε και σήμερα.
(2) Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, και ο αείμνηστος δάσκαλος του χωριού Ηλίας Λιάκος από τη δεκαετία του ’50 καταπιάστηκε και κατέγραψε τα «συνήθεια» του τόπου όπως συνέστησε ο ξένος στον δάσκαλο του χωριού τότε, οπότε η επιθυμία του ολοκληρώθηκε.


ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 10/1/1897