Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

Μ’ αρέσει ναμαι ’δω!



Του Χρίστου Ε. Μαυρόπουλου

Στο “ποτάμι” της Πατρίδος μου!

Δίχως σανίδα… δίχως βάρκα και κουπιά.

Μέσ’ στο νερό.

Στα βύθη και πότε στον αφρό.

Έτσι μας λεν αυτοί που “ξέρουν”, πως νιώθεις στα ίσια τη ζωή!

Όταν τσαλαβουτάς!

Όταν ’νειρεύεσαι, ζυμώνεσαι και όταν ταξιδεύεις!

Κι όμως.

Τι κι αν ταξίδεψα, ’νειρεύτηκα, ζημώθηκα, κολύμπησα, εγώ ήμουν πάντα εδώ!
Σα δέντρο ριζωμένος!

Με πράματα δεμένος!

Μ’ ένα παλιό ρολόϊ στους χτύπους της καρδιάς…

Ένα θαμπό καθρέφτη στα όνειρα του νου…

Και μια αχνή φωτογραφία, όλων αυτών π’ αγάπησα!

Όλων αυτών του κόσμου τους ξεχωριστούς σε μια φωτογραφία, πούχω βαθιά κρυμμένη στην καρδιά μου.

Έτσι πως κρύβουν τα παιδιά, αυτά που πιότερο αγαπούν!

Την μπάλα τους την πάνινη.

Το πρώτο τους τσιλίκι, την πρώτη μυστική αγάπη τους!

Μυστήριο κι αυτό.

Ίσως κι αδυναμία μου τα πράματα βαθιά να αγαπώ, και να τα συνταιριάζω με αναμνήσεις, αξίες και της ζωής κανόνες!

Ίσως κι αιχμαλωσία μου μπορώ να πω, που με κρατάει πάντα εδώ!

Εδώ στους δρόμους της Πατρίδος μου.

Στους δανιστές και τους εμπόρους, σιμά στη βάρκα που λικνίζεται,
στα πεφταστέρια του καλοκαιριού,
στη μυρωδιά του γιασεμιού!

Στις παρελάσεις, μα και στις… απεργίες.

Στο δίκιο που λειπόβαρα μοιράζουν οι γραφιάδες!

Στις διαφορές, και στους συχνούς καυγάδες.

Στους περιστασιακούς πολιτικούς και φωνακλάδες!

Στων ταπεινών δασκάλων τις διαμαρτυρίες,
στον πυρωμένο ουρανό,
και στων λεωφορείων τις τάχα μου καλές αφετηρίες.

Μανία μου κι αυτή, να στέκω ακόμα εδώ!

Στην ίδια μου πορεία,
ίσως κι αιχμαλωσία στα πράγματα ανάμεσα να ζω σαν ένα παλιό ρολόϊ, ένας θαμπός καθρέφτης, μια αχνή φωτογραφία, και κάθε τόσο να κρύβονται στα τρίσβαθα της ψυχής μου σαν όλα παν στραβά, και σαν τους άλλους να ισχυρίζομαι πως: “Ίσως και να μην κατάλαβα καλά..!”

Πάντα όμως, έστω κι έτσι, πάντα μου άρεσε να είμαι εδώ.

Κι ας χτυπιέμαι, κι ας πονώ! Κι ας με ενοχλεί η γκρίνια, η μιζέρια, το άδικο, κι αυτά τ’ αγάλματα που πλιόνε δεν μιλούν!

Κι ας θλίβομαι
που φωνασκούν βραχνά στους δρόμους συνταξιούχοι, την ώρα που χειρονομούν απέναντί τους οι ραβδούχοι.

Κι ας αγοράζω τη δόλια μου υγεία, πανάκριβα μες’ στα νοσοκομεία!

Παρόλα αυτά μ’ αρέσει, σας τόπα, που βρίσκομαι και σήμερα εδώ, κι όχι σε άλλη χώρα που ίσως και όλα είναι στα ίσα και με… φόρα!

Αυτή είναι η αδυναμία μου.

Ίσως κι η αιχμαλωσία μου, να βρίσκομαι εδώ στο φουσκωμένο ποταμό πότε στα βύθη και πότε στον αφρό!

Ένας συνταξιούχος των πεντακόσιωνε ΕΥΡΩ!
Ένας συμβασιούχος, που ίσως αύριο ν’… απολυθώ!
Ένας εργάτης στα δυό μαδέρια της οικοδομής!
Ένας νεόπλουτος, μιας ανερμήνευτης στιγμής!
Ένας υπάλληλος του ονείρου και της παρακμής!

Ένας χωρίς ταλέντο, γραφιάς και ποιητής!!