Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Μυθοπλασίες!




4/12. Ρέκβιεμ!

Ένα παραμύθι δίχως όνομα, στο τέλος του οποίου ο καθένας μπορεί να προσθέσει τα δικά του συμπεράσματα!

Του Στέργιου Μπακολουκά

    Το μεγάλο αγροτόσπιτο στην κάτω συνοικία του χωριού ήταν το τελευταίο πριν την εξοχή. Ένα πέτρινο, δίπατο  κτήριο δέσποζε στο χώρο, που μπροστά του απλωνόταν ένα μικρό χωράφι τριγυρισμένο από ένα χαμηλό μαντρότοιχο.

Στη μια άκρη του χωραφιού υπήρχε ένας μικρός στάβλος, όπου φιλοξενούνταν αρκετά οικόσιτα ζώα και στην αντίθετη άκρη καλλιεργείτο ο λαχανόκηπος της οικογένειας. Πέντε-έξι κότες κι ένας κόκορας, μια προβατίνα και μια γίδα, καθώς και μια αγελάδα έβοσκαν αμέριμνα εκεί. Ένα γερό σκληραγωγημένο μουλάρι μπαινόβγαινε στο στάβλο, χωρίς να είναι δεμένο, απολαμβάνοντας τη ζωή του, γιατί  είχε πλέον  μερική απασχόληση.

Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού και των ζώων, μετά από πολύ δουλειά και αρκετό χρόνο και κόπο, καθώς και από συνετή διαχείριση, τα είχαν καταφέρει οικονομικά συσσωρεύοντας αρκετό βιός, έχοντας επάρκεια τροφής, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για τα ζώα του σπιτιού, που και αυτά είχαν δουλέψει σκληρά, για να μπορούν τώρα να ζουν αρμονικά με λιγότερη δουλειά, λιγότερο κόπο  και αφθονία αγαθών. Το κάθε ζώο απολάμβανε την ευτυχία της ατομικής και οικογενειακής του ζωής, χωρίς να νοιάζεται για τα προβλήματα των άλλων. 
Ένα ανοιξιάτικο γιόμα, ένας νεαρός ποντικός, γεννημένος και αυτός εκεί και θεωρώντας το αγροτόσπιτο πατρικό του, κόβοντας βόλτες στο κτήριο  αναζητώντας τροφή, πέρασε από το σαλόνι του σπιτιού. Εκεί έντρομος, είδε τον άντρα του κτήματος  να δείχνει στη γυναίκα του μια φάκα! για ποντίκια, που είχε φέρει από την αγορά του χωριού. Φοβήθηκε τόσο πολύ που πανικόβλητος έτρεξε να συναντήσει τον παππού του, το γέρο πόντικα, για να του πει τα καθέκαστα. Αυτός, μόλις άκουσε εκείνα που ο μικρός είχε να του ιστορίσει για το γεγονός, και με την πείρα που είχε αποκτήσει από τη ζωή, μονολόγησε πως μεγάλο κακό θα έβρισκε το σπίτι και αιτία θα ήταν αυτή η φάκα! που φανερώθηκε ξαφνικά μπροστά τους.

Χωρίς να χάσει καιρό, έστειλε αντιπροσώπους για να μαζέψει σε συγκέντρωση (σύσκεψη που λένε) τα άλλα ζώα, με σκοπό να δούνε όλοι μαζί τι θα κάνουν με τη φάκα που τους κουβάλησε τ’ αφεντικό του σπιτιού. Δυστυχώς, όμως, κανένα ζώο δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του γέροντα, γιατί, όπως είπαν, η φάκα δεν προοριζόταν γι’ αυτούς και άρα δεν τους ενδιέφερε. Τότε ο γέρο ποντικός αποφάσισε να πάει μόνος του να βρει ένα - ένα ξεχωριστά τα ζώα και να τους εξηγήσει. Έβαλε τα καλά του και ξεκίνησε.

Αφήνοντας το σπίτι και μπαίνοντας στο χωράφι συνάντησε μια από τις  κότες που εκείνη τη στιγμή είχε γεννήσει ένα αβγό και διαλαλούσε τη χαρά της τραγουδώντας ευχαριστημένη. Της είπε να φωνάξει και τις άλλες συντρόφισσές της, καθώς και τον καπετάν κόκορα, για να τους πει τα καθέκαστα.

Ο κόκορας, εκπροσωπώντας ολόκληρο το κοτέτσι και παίρνοντας την ευθύνη απάνω του,  του  αποκρίθηκε ευγενικά ότι, ναι μεν συμπονάει αυτόν και τα παιδιά του, για το κακό που θα τους έβρισκε λόγω της φάκας, αλλά δεν ήταν δικό τους πρόβλημα και άρα δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Έφυγε στενοχωρημένος και απογοητευμένος! Απόθεσε, όμως, τις ελπίδες του στα υπόλοιπα ζώα.

Πιο κάτω ο ποντικός βρήκε το πρόβατο μαζί με την κατσίκα του σπιτιού, που αναχάραζαν στον ίσκιο της μάντρας. Τους επανέλαβε τα ίδια, για να εισπράξει κι απ’ αυτά την ίδια συμπόνια, την ίδια κατανόηση, αλλά και την ίδια άρνηση για βοήθεια! Ήταν η δεύτερη ήττα και η δεύτερη άπραγη αποχώρηση του ποντικού σε λίγο χρόνο.

Οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν  βλέποντας λίγο πιο μακριά την αγελάδα να βόσκει αμέριμνα, τινάζοντας που και που την ουρά της, διώχνοντας έτσι τα ενοχλητικά έντομα. Ξεχνώντας τις δυο αρνήσεις που μέχρι τώρα είχε εισπράξει την πλησίασε, τη χαιρέτησε και μετά τις εξηγήσεις που της έδωσε για το πρόβλημα  ...βρήκε ακριβώς την ίδια αντιμετώπιση, όπως και από τα προηγούμενα ζώα. Αφού και αυτή τον συμπόνεσε με όλη την ψυχή της, για τα δεινά που βρήκαν τη φαμελιά του, αρνήθηκε ευγενικά να βοηθήσει στη λύση του προβλήματος, λέγοντας στον ποντικό ότι ο καθένας πρέπει να κοιτάζει τα δικά του προβλήματα και εκείνη είχε τα δικά της να φροντίσει!

Ο γέρο-ποντικός, παρ’ όλες τις αρνήσεις, δεν το έβαλε κάτω. Τράβηξε για το στάβλο και, αφού πέρασε την ξύλινη πόρτα του, βρέθηκε μπροστά στο μεγαλόσωμο μουλάρι. Βλέποντάς το αισθάνθηκε τη σιγουριά που απέπνεε η στιβαρή ρώμη του ζώου. Σ’ αυτό πίστεψε ότι μπορεί να εμπιστευτεί το μέλλον των δικών του και πάνω του απέθεσε τον τελευταίο κόμπο απ’ τις προσδοκίες του. Χαιρέτησε με σεβασμό τον «Τσάρκο» - έτσι το έλεγαν - και του ζήτησε να τον ακούσει. Του εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τα  γεγονότα, τονίζοντάς του ότι αυτός και η οικογένειά του στηριζόταν στην αλληλεγγύη, που εκείνο  θα τους παρείχε και ότι επιφυλασσόταν να  επιστρέψει αυτή τη χάρη, όταν εκείνο θα είχε αντίστοιχη ανάγκη.  Αυτή η τελευταία ψυχρολουσία που πήρε, μετά την κατηγορηματική άρνηση  από το ευγενικό ζώο ήταν η χειρότερη.

Το μουλάρι, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή σε αυτή την υπόθεση, λέγοντάς του με υπεροψία ότι δεν ταιριάζουν οι θέσεις που κατείχαν τα δυο ζώα, όχι μόνο λόγω του μεγέθους τους, αλλά και λόγω της προσφοράς τους στο σπίτι και ο ίδιος δεν στηριζόταν σε κανέναν παρά μονάχα στις δικές του δυνάμεις. Όταν ο ποντικός του αντέτεινε ψελλίζοντας ότι «Όλοι χρειαζόμαστε, σε τούτη δω την πλάση» το μουλάρι το δέχτηκε  …ξανόκαρδα,  αλλά δεν θέλησε να συνεχίσει την κουβέντα και γι’ αυτό καλότροπα τον ξεπροβόδισε.   

Ο γέρο - ποντικός έφυγε για την τρύπα του απογοητευμένος και στενοχωρημένος. Ήξερε ότι αυτή η φάκα μια μέρα θα κάνει σε όλους ζημιά, όμως, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει με σαφήνεια και επομένως αδυνατούσε να πείσει τα υπόλοιπα ζώα για τα κακά που θ’ ακολουθούσαν!

Πέρασε αρκετός καιρός, ώσπου μια καλοκαιρινή νύχτα, ακούστηκε ένας ξερός θόρυβος μέσα στο σπίτι. Ήταν ο κρότος απ’ το απότομο κλείσιμο της φάκας! Η γυναίκα του σπιτιού ξύπνησε και σηκώθηκε να δει το ποντίκι που προφανώς πιάστηκε σ’ αυτή. Όμως αλλοίμονο, η φάκα, αντί για ποντικό είχε μαγκώσει την ουρά ενός φιδιού που κατά λάθος είχε μπει από το ανοιχτό παράθυρο και απ’ το φόβο του, όταν πιάστηκε,  δάγκωσε τη γυναίκα που πλησίασε  μέσα στο σκοτάδι για να δει τι συμβαίνει.

Από  την ώρα αυτή και μετά, άρχισαν όλα τα βάσανα όσων ζούσαν σε αυτό το σπίτι. Η γυναίκα αρρώστησε από το δάγκωμα του φιδιού. Ο άντρας της, την πήγε στο γιατρό, ο οποίος του συνέστησε να την περιποιηθεί με καλό φαγητό και ξεκούραση. Γυρίζοντας πίσω στο σπίτι, διέταξε να σφάξουν τον κόκορα και ύστερα μια - μια τις κότες, για να θρέψουν με μαλακές σούπες  την κυρά του.
Οι μέρες πέρναγαν αλλά η γυναίκα, αντί να γίνει καλά, χειροτέρευε. Αρκετοί συγγενείς, φίλοι και γείτονες ήρθαν να την δουν. Για να τους ταΐσει ο άντρας αναγκάστηκε να σφάξει πρώτα το πρόβατο και ύστερα τη γίδα. Η εποχή άλλαξε και ήρθε το φθινόπωρο,  αλλά  η υγεία της γυναίκας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Χρειάστηκε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, όπου για τα φάρμακα και τα νοσήλια απαιτήθηκαν  αρκετά χρήματα. Ο άντρας αναγκάστηκε να πουλήσει το μουλάρι, έτσι κι αλλιώς δεν το χρειαζόταν, σε κάποιον με πολλά χωράφια, που το δικό του μουλάρι που τα όργωνε είχε ψοφήσει και συνεπώς ήθελε ένα άλλο για να το αντικαταστήσει. 

Μετά από μια μεγάλη βασανιστική και θλιβερή περίοδο, η γυναίκα δεν  κατάφερε να γίνει καλά. Πέθανε, γεμίζοντας πόνο και οδύνη  τους δικούς της και αφήνοντας ένα σπίτι αποδιοργανωμένο  κι ερημωμένο. Στην κηδεία της ήρθαν όλοι οι γείτονες, πολλοί συγχωριανοί και ολόκληρο  το σόι τους. Ήρθαν και αρκετοί φίλοι και συγγενείς από τα διπλανά χωριά. Ο άντρας αναγκάστηκε να σφάξει και την αγελάδα, για να μπορέσει να ταΐσει τόσο κόσμο μετά την κηδεία.

Αυτά έβλεπε ο γέρο πόντικας από την τρύπα του και κούναγε το κεφάλι του, γιατί όταν τους τά΄λεγε κανένας δεν τον άκουγε….