Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Μυθοπλασίες!



3/12       Η βέργα έχει δύο άκρες!

Του Στέργιου Μπακολουκά

Ήταν μεσόκοπος, ψηλός, ευθυτενής και  καλοβαλμένος, με σοβαρό ύφος και  αξιοπρεπή συμπεριφορά. Είχε αραιά κάτασπρα ίσα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω και ανοιχτόχρωμο δέρμα. Με δυο λόγια παρέμενε ένας καλοβαλμένος  άντρας, αν και τα χρόνια είχαν περάσει. Δυο πράγματα δεν τον είχαν εγκαταλείψει, η κομψότητα της εξωτερικής του εμφάνισης, που τον έφερνε ηλικιακά μικρότερο απ’ ότι ήταν και που ναι μεν αυτή η νιότη πάντα είναι εφήμερη, όμως μερικούς ανθρώπους, όπως αυτόν,  τους ακολουθάει για πολλά χρόνια, ακόμα και όταν γερνάνε, προσδίνοντας σ’ αυτούς  στο τέλος, σαν «κύκνειο άσμα» μια αρχοντιά και μια επιβλητικότητα, κάνοντάς τους να ξεχωρίζουν. Το δεύτερο ήταν το ….χιούμορ του, που ήταν γραμμένο στο πετσί του και του είχε γίνει  χούι. Φαινόταν ότι πρώτα θα έβγαινε η ψυχή του και ύστερα αυτό θα τον εγκατέλειπε.

Η αριστοκρατική του εμφάνιση ακτινοβολούσε στην αγορά, της οποίας ήταν ακόμα ένα από τα ενεργά μέλη της. Το ιδιαίτερο χιούμορ του ξεπερνούσε τα σύνορα του παζαριού, κάνοντάς τον γνωστό  σε όλο το  χωριό για της «πλάκες» του που, αν και πολλές φορές ήταν   …χοντρές, πάντα ήταν πετυχημένες.
Το μαγαζί του, χωρίς να έχει σπουδαίο εξοπλισμό και χωρίς να καταλαμβάνει μεγάλη επιφάνεια,  βρισκόταν σε κεντρικό σημείο. Το αντικείμενο της δουλειάς του ήταν να φτιάχνει και να πουλάει γιαούρτια.

Είχε και μοτοσικλέτα  «μπεμβε»,  με ξύλινη καρότσα στο πλάι, με την οποία απ’ τα χαράματα κάθε μέρας, επισκεπτόταν τις στρούγκες της περιοχής, συλλέγοντας γάλα και «πήζοντας» γιαούρτι στη συνέχεια.

Από τις δέκα το πρωί και για όλη την ημέρα μέχρι αργά το βράδυ, τα γιαούρτια ήταν έτοιμα, σε δυο συσκευασίες, μία  ατομική και ακόμα μια μεγαλύτερη, του κιλού, περιμένοντας τους καταναλωτές, τοποθετημένες με τάξη στη γυάλινη βιτρίνα του μεγάλου ψυγείου του.

Σ’ αυτή την τέχνη ήταν  …ιδιοφυία,  όπως σοφά  το αποτύπωσε ο δάσκαλος, σ’ ένα σατιρικό αποκριάτικο στιχάκι του:

«Γιαούρτι λες πως είναι αυτό
Α……..ο που πασάρεις;
Μην περιμένεις έπαινο
για το νερό να πάρεις.
Κι, όμως, του πρέπει έπαινος
και μπράβο του, αξίζει.
Γιατί ποιος δύναται νερό
γιαούρτι να το πήζει;

Το κατάστημα ήταν μια ψηλοτάβανη μακρόστενη «σούδα», δυο - τρία μέτρα φάρδος και καμιά εικοσαριά μήκος. Απ’ την κορφή της κρέμονταν τρεις σκάφες με διπλές λάμπες «νέον»   λευκού φωτισμού, μια στο βάθος και δυο κατά μήκος.

Η διπλή, βαμμένη σε ξεθωριασμένο γκρι ανοιχτό χρώμα, ξύλινη πόρτα ήταν η είσοδος του καταστήματος, που όταν την πέρναγες πάταγες σε ένα πεντακάθαρο  πάτωμα από σανίδες, μπατανισμένο με  ώχρα κίτρινη. Αυτές  κάπου - κάπου μεταξύ τους άφηναν κάποιες ζγράδες (χαραμάδες), που κοίταγαν  σαν  μαγικά  βλέφαρα το υπόγειο, όπου ο Α……ος  έπηζε τα γιαούρτια του.

Στην αριστερή μεριά κατά μήκος, αναπτύσσονταν τέσσερα πέντε ξύλινα τραπέζια με μαρμάρινη επιφάνεια, ακουμπισμένα  στον ένα τοίχο, με δυο καρέκλες δεξιά και αριστερά, από μια  στην κάθε πλευρά, ενώ στον άλλο τοίχο απέναντι, ένας μεγάλος μακρόστενος καθρέφτης, χωρίς κορνίζα, έδειχνε   ανάστροφα τα είδωλα, όσων έβλεπε να περνούν.

Ο διάδρομος που περίσσευε μπροστά από τα  τραπέζια ως τον απέναντι τοίχο, φάνταζε σαν υποχρεωτική πασαρέλα των πελατών που διάβαιναν  για να βρεθούν στο βάθος, όπου ήταν η βιτρίνα της πραμάτειας του καταστήματος. Εκεί, δέσποζε το μεγάλο ψυγείο, τοποθετημένο κάθετα σχεδόν από τοίχο σε τοίχο, μπροστά από ένα ξύλινο δίφυλλο παράθυρο πάντα κλειστό και μανταλωμένο, γιατί αγνάντευε στο τυφλό πίσω σοκάκι. Σ’ αυτό το ψυγείο, που χωριζόταν στη μέση από ένα  μαρμάρινο πάγκο, χρήσιμο για την τοποθέτηση των γιαουρτιών πριν πουληθούν, ο πελάτης μπορούσε να δει, μέσα από το γυαλί της μόστρας του, τα καλούδια του εσωτερικού του, επιλέγοντας έτσι το προϊόν της αρεσκείας του. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι λευκοί  και το νταβάνι του μαγαζιού, όπως και  τα τραπεζοκαθίσματα είχαν το ίδιο χρώμα με την πόρτας, γκρι ανοιχτό.

Αυτό το σκηνικό ήταν η καθημερινός τόπος της  ορχήστρας του γιαουρτά, απ’ όπου έβγαζε το ψωμί του  και όπου έστηνε τις πλάκες του.

Ήταν ένα καλοκαιρινό Σαββατιάτικο απόβραδο του έτους 196… . Οι πλατείες των καφενείων  της αγοράς  είχαν αρχίσει να γεμίζουν από ενήλικες, άντρες,  χωρικούς, που έπιναν τον καφέ τους συζητώντας. Ο γιαουρτάς ακουμπισμένος στον παραστάτη της εξώπορτας του μαγαζιού του, παρακολουθούσε τους περαστικούς απαντώντας στους  χαιρετισμούς τους.

Απ’  το δρόμο - σοκάκι στο βάθος απέναντι, που καταλήγει ακόμα στο μικρό κεντρικό πλατειάκι μπροστά από το γαλακτοπωλείο, φάνηκε να έρχεται προς το μέρος του ένας συγχωριανός του,   ο Λ….. Περπάταγε αργά και τον κοίταζε. Κατάλαβε, αμέσως, ότι είχε χαράξει πορεία για το μαγαζί του, ίσως για να ψωνίσει. Ασυναίσθητα τραβήχτηκε προς τα μέσα και στάθηκε πίσω από τον μαρμάρινο πόστο του. Πράγματι, σε λίγο ο Λ…. με το κορμί του έκλεισε την είσοδο του καταστήματος. Κοίταξε το μαγαζάτορα στο βάθος και σηκώνοντας το χέρι του τον χαιρέτησε εγκάρδια.

Καλησπέρα,  Α…!

Καλώς το Λ…..,  Καλησπέρα!

Ο άντρας προχώρησε λίγα βήματα και κάθισε στη μια από τις δυο καρέκλες, του πρώτου τραπεζιού που συνάντησε. Ύστερα στράφηκε και πάλι προς τον γαλατά λέγοντάς του:

Α…..,  φέρε μου σε παρακαλώ ένα γιαουρτάκι. Θα το φάω εδώ, γιατί έχω μια μυστήρια  λιγούρα!.

Αμέσως,   …Έφτασε Λ…!

Ξαφνικά, μια ακαταμάχητη ιδέα τριβέλισε το κεφάλι του  καταστηματάρχη. Μπήκε στο μυαλό του ο  …..σαϊτάνης και τον έσπρωξε  ν’ αποφασίσει να κάνει πλάκα στον πελάτη του και μάλιστα  …χοντρή!

Τράβηξε από το ψυγείο και τοποθέτησε  στο μάρμαρο μπροστά του ένα ατομικό γιαουρτάκι, για να το σερβίρει στον συντοπίτη του που το παράγγειλε. Με το δεξί του χέρι σήκωσε την πέτσα του γιαουρτιού και με το αριστερό, έτριψε πάνω από το λευκό πολτό ελάχιστη σκόνη από ένα κομματάκι ζωικής …..τυροπιτιάς!

Σκοπός του ήταν να φάει ο Λ…. το γιαουρτάκι και μαζί με αυτό την τυροπιτιά και, αφού μετά θα πήγαινε στον καφενέ για να συναντήσει  τους φίλους του, να τον «έκοβε» η πυτιά και ο Λ….  να  μην προλαβαίνει να μαζεύει τα  …..βρακοζώνια  του, ενώ ο αυτός θα γέλαγε με  το πάθημά του! Βλέπετε η τυροπιτιά είναι ακαριαίο καθαρτικό και οι συνέπειές της είναι πάρα πολύ γρήγορες! και  άμεσα …φανερές!

Όμως  η βέργα έχει πάντα δύο άκρες και η πλάκα, μερικές φορές, γυρίσει μπούμερανγκ! σ’ αυτόν που την οργανώνει.

Ο Λ….. ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος και εξίσου, αν όχι μεγαλύτερος πλακατζής απ’ τον γαλατά. Πολλές φορές  αυτός και  πλάκες έκανε, αλλά  και τέτοιες δεχόταν.

Όταν λοιπόν ο μαγαζάτορας έριχνε το καθαρκτικό κάτω από την πέτσα του γιαουρτιού, αυτός, μέσα από το τζάμι της βιτρίνας του ψυγείου τον είδε τι έκανε και κατάλαβε την κασκαρίκα που του σκάρωνε. Δεν είπε, όμως, απολύτως τίποτα. Δεν αντέδρασε με κανένα τρόπο! Απλά αγέρωχος, κάνοντας τον αδιάφορο, περίμενε στο κάθισμά του, χωρίς να δείχνει ότι έπεσαν στην αντίληψή του οι προθέσεις του Α…  Οργάνωνε όμως με το μυαλό του την  …..αντι - πλάκα, τον τρόπο δηλαδή της αντιμετώπισης του κάζου που του ετοίμαζε  ο γαλατάς.

Σε λίγο ένας ξύλινος δίσκος ακούμπησε πάνω  στο μαρμάρινο τραπέζι μπροστά του και το λαχταριστό γιαουρτάκι σερβιρίστηκε κι από κοντά ένα κουταλάκι του γλυκού, βουτηγμένο στον κεσέ του  γιαουρτιού  απ’ τον οποίο εξείχε η λαβή του. Συνοδευόταν και από ένα ποτήρι κρύο νερό.

Ο μαγαζάτορας παίνεψε στον πελάτη την πραμάτεια του κι ύστερα αποσύρθηκε πίσω από το ψυγείο του, παραμονεύοντας με τρόπο τις αντιδράσεις του υποτιθέμενου θύματός του!

Ο Λ…. όπως είπα, είχε δει τι είχε βάλει ο Α…. στο γιαούρτι, είχε καταλάβει την πλάκα που του ετοίμαζε, αλλά συγχρόνως είχε ετοιμάσει και την αντεπίθεσή του.

Πήρε λοιπόν το κουτάλι και  ...έφαγε βουλιμικά το γιαουρτάκι!  Κάνοντας  τον Α… να χαμογελάει κρυφά για τα επακόλουθα της πράξης του, σε βάρος του Λ…

Αφού τελείωσε με το γιαούρτι και ήπιε το νερό του, αναδεύτηκε στο κάθισμα παίρνοντας καλύτερη θέση, άναψε τσιγάρο και ζήτησε από τον μαγαζάτορα να του φέρει ένα τασάκι.

Εκείνος θορυβήθηκε, μόλις τον είδε να κάθεται καλύτερα στην καρέκλα του, ν’ ανάβει τσιγάρο και να μη δείχνει διάθεση να φύγει.

Πήρε το τασάκι στα χέρια του και το ακούμπησε στο μάρμαρο του τραπεζιού. Στάθηκε για λίγο όρθιος κι αναποφάσιστος, μπροστά στον αρειμάνιο Λ…  και παραβλέποντας ότι όλα τα τραπέζια του μαγαζιού ήταν άδεια, του είπε μαλαγανιάρικα και κάπως αυστηρά:

- Λ…. όπως βλέπω  έχεις τελειώσει με το γιαούρτι, σε παρακαλώ θέλω να μου αδειάσεις το τραπέζι, γιατί περιμένω και  ….άλλους πελάτες!

Ο Λ…. τον κοίταξε κοροϊδευτικά, άλλαξε και πάλι θέση στην καρέκλα, τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του και αφού τίναξε με  ….τέμπο τη στάχτη στο τασάκι, απάντησε:

- Α…. μου, τους πελάτες σου μπορείς να τους τρατάρεις στ’ άλλα τραπέζια, αν νομίζεις ότι δεν θα ενοχληθούν από αυτό που θα συμβεί, πάντως εγώ δεν φεύγω.
Ο άλλος τον κοίταξε έκπληκτος και ένα  ασθενικό «γιατί;» ξέφυγε μέσα από τα δόντια του, αρχίζοντας να καταλαβαίνει  τι έχει στο μυαλό του ο πελάτης του. Και για του λόγου το αληθές, η απάντηση ήρθε σαν σφυριά, πλην όμως  κομψή και αποστομωτική από τον Λ…

- Διότι Α…,  εδώ τα …έφαγα και άρα εδώ θα τα  …κάμω!


Οι επόμενοι πελάτες που επισκέφτηκαν το γιαουρτάδικο εκείνο το βράδυ, βρήκαν το κατάστημα κλειστό! ενώ στο εσωτερικό του είχε φως και ακουγόταν θόρυβος, λόγω της ασταμάτητης καθαριότητας την οποία εφάρμοζε στο χώρο ο ιδιοκτήτης του...