Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Το Αυγουστιάτικο
μελτεμάκι ίσα που ανάσαινε και μια λούνα απ’ τα μαλλιά της χάϊδεψε το
σταρόχρωμο πρόσωπό της. Σήκωσε ανάλαφρα το χέρι της και πάσχισε να βάνει τάξη
στο ξανθό χείμαρο των μαλλιών της. Παιχνίδισε το ολόλευκο φόρεμά της σε τούτη
την κίνηση και μια αχνή καμπύλη φάνηκε κοντά εκεί στη μέση της να πάλλεται για
λίγο, μα τόσο λίγο, όσο ακριβώς κρατάει ένα δειλό φιλί!
Ο ήλιος τη διαπερνούσε
ολάκερη έτσι πως έστεκε λουλούδι – θαρρείς – φλογισμένο στο στόμα του φωτός. Ασάλευτη ακόμα κι όταν
ξανάρθε εκείνη η αλμυρή της θάλασσας η ανάσα κι έριξε στο πλάϊ τη λεπτή τιράντα
του φορέματός της αφήνοντας τον αλαβάστρινο ώμο της γυμνό και μια απόμακρη
υποψία ολοστρόγγυλου στήθους να φανεί.
Ταράχτηκαν στη θωριά τους
οι πέτρες στο μικρό λιμανάκι του Ρεθύμνου κι ο παλιός από χρόνια σβυστός
Βενετσιάνικος φάρος αστραποβόλησε για μια στιγμή! Το λεπτό της χέρι κινήθηκε
πάλι κι αφού ανασήκωσε τη γερμένη τιράντα της, ακούμπισε ανάλαφρα την παλάμι της
στο κρύο κορμί μιάς όρθιας κι ανάστροφα μπηγμένης κατά γης μπομπάρδας.
Ω, Θεοί του ήλιου και
των λουλουδιών! Της θάλασσας άνεμοι κι αφεντάδες, μετρήστε εσείς τώρα το σεισμό
στο κορμί του παλιού σκουριασμένου κανονιού! Το σεισμό από ετούτο το λεπτό
άγγιγμα του χεριού της. Ήταν αλλιώτικο το άγγιγμα ετούτο. Δεν έμοιαζε στάλα μ’
αυτά των ψαράδων που δέναν’ απάνω του τόσα χρόνια τα χοντρά σκοινιά των
καϊκιών. Μα μήτε και με τ’ άλλα, αυτά των παιδιών έμοιαζε όταν αυτά ψαχούλευαν
τα βαθουλώματα στο σκουριασμένο κορμί του, μ’ εκείνα τα περίεργα, επίμονα κι
αχαμνά δάχτυλά τους.
Όχι. Ετούτο το άγγισμα
ήταν ανάλαφρο. Ήταν αέρινο, ζεστό… Ήταν γλυκό νυστέρι θαρρείς πούφτανε στα
φυλλοκάρδια του κανονιού κι ένιωθε ένα ανομολόγητο τράνταγμα στο σκληρό κορμί
του… Ένιωθε εκείνη τη σιωπηρή γλώσσα των σωμάτων και των πραγμάτων να του μιλεί
με λόγια απλά, αργά για τις μικρές στιγμές της χαράς, για την ατέλειωτη ομορφιά
του κόσμου, για…
Και το ξανθόμαλλο
κορίτσι, συνέχιζε να στέκει εκεί δίπλα στην μπομπάρδα αμίλητο, μαρμαρωμένο
αγναντεύοντας μια την πανέμορφη πόλη του Ρεθύμνου και μια τον ολόγυμνο ήλιο που
βουτούσε αγάλι – αγάλι στο βαθύ το πέλαγος. Σε λίγες ώρες έφευγε. Έφευγε για
την μακρυνή πατρίδα της στο Βορρά, λουσμένη στο βαθυγάλαζο νερό της Ρεθυμνιώτικης
θάλασσας, εκμηδενισμένη κάποιο βράδυ στην αστρόφεγγη νύχτα, και μ’ ένα σταρένιο
χρώμα στο κορμί και στην καρδιά της που σίγουρα θ’ αργούσε να ξεβάψει…
Κοίταξε το ρολόϊ της μ’
ένα σκούρο θάμπος στα γαλάζια της μάτια, κι απομακρύνθηκε μ’ ανάλαφρη
περπατησιά μεσ’ στο σούρουπο. Οι διακοπές είχαν τελειώσει.
ΠΗΓΗ: ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΡΕΘΥΜΝΟ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1991 – ΤΕΥΧΟΣ 3/4