Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ’ ΤΟ ΒΟΥΝΟ



ΤΟΥ  ΦΟΙΒΟΥ ΔΕΛΦΗ
ΙΟΥΝΙΟΣ 1940

Ένα γράμμα με σταμάτησε πάλι σήμερα, μου λέει για τις χαρές και τις ξέγνιαστες ώρες της εξοχής, μου το στέλνει ο φίλος μου ο Αντρέας ο Ζηνέλης απ’ τους Δελφούς, που τόγραψε στα γόνατα πάνω σ’ ένα καραούλι του Παρνασσού. Δεν είναι ένα συνηθισμένο γράμμα, το γράμμα του φίλου μου, είναι ένας κόσμος ολάκερος, αγνός και παρθενικός. Το περίμενα τώρα και τόσον καιρό, μου το είχε υποσχεθεί, μόλις θ’ ανέβαινε στο βουνό. Σαν να μάντευε την αγωνία μου δεν άργησε και τόσο πολύ. Ήρθε απάνω στην ώρα. Το φάκελλο φέρνει τα ίχνη της βροχής απάνω του, απ’ τις συγνεφιασμένες «μπουλμπιριές», τα ίχνη της περιπέτειας ώσπου να ρθεί σιγά-σιγά απ’ τη μάνα του Ουρανιώ στο χωριό.

Πίσω διαβάζει κανείς λακωνικά τον αποστολέα του: Β.Β. Δελφοί=βασανισμένος βοσκός. Τούτο είναι το ψευδώνυμο του μπιστικού. Ο πατέρας του, ο μπάρμπα-Νικόλας, είναι ο αρχιτσέλιγγας του Καστριού. Ο Αντρέας κι’ ο Θύμιος ακολουθάνε το προβατοκοπάδι. Φέτος μούλεγε για το καινούριο τσοπανόσκυλο που πήρανε. Του Αντριγιά η ζωή περνά με διαβάσματα και με τεχνουργοσκαλίσματα, είναι ο νεροκουβαλητής κι’ ο μάγειρας της στάνης.

Πίσω που κάθεται στη στρούγκα βρίσκει τον καιρό να γράφει κάνα γράμμα από κείνα που ξέρει να ιστορεί τόσο όμορφα, σαν περίτεχνα σκαλίσματα πάνω σε μυρωδάτο ελάτινο ή κέδρινο ξύλο. Ανοίγω το φάκελλο και με παίρνει η ευωδιά του βουνού, πλήθος βελόνες (λατσ’ δάγκαθα=λατσουδάγκαθα=φύλλα ελατοκλαδιών) μου είχε ρίξει. Μοσκοβολάνε.

Είναι ένα μέσο κι’ αυτό να πλησιάσει κανείς το βάθος της χωριάτικης ψυχής. Τα παίρνω και τα χορεύω στην παλάμη μου κι’ έπειτα λέω: να ζήσεις γέρο-Παρνασσέ!.. Μα τούτο το γράμμα είναι πάλι ένα ποίημα, με γιομίζει με το μυστήριο του βουνού, ένας Θεόκριτος θα το υπαγόρευε μέσα του.

Η απλή τέχνη του θεού μίλησε απ’ το στόμα του βοσκού. Η απλότητα, η άγια απλότητα είναι μονάχα τέχνη αληθινή. Κι’ ο φίλος μου δεν κάνει παρά να πατεί διαρκώς και να πλέκει τον ιστό της τέχνης του, της σκέψης του, απάνω στον ντορό που περνάει η ζωή, οι άνθρωποι, τα πουλιά και τ’ αγρίμια. Βαδίζει πιστά και τίμια τον χιλιοπάτητο ντορό του νατουραλιστικού κόσμου.

Τ’ αυτιά του λικνίζονται απ’ τις παράξενες, μυστηριακές φωνές του αγέρα, απ’ τη βαθειά αυτή μουσική του απόκοσμου και τα μάτια του λούζονται μέσα στο αιώνιο φως. Γεμάτη απ’ το περίσσευμα της καρδιάς του, απ’ τη σοφία είναι η φύση. Είναι ο ορφικός μύστης της μάνας γης που διάβασε με κατάνυξη τα μυστικά της ζωής και του κόσμου σ’ αυτό το απέραντο, απλωμένο βιβλίο απ’ τα δέντρα, τα βράχια, τους ουρανούς, τ’ αγρίμια και τα πουλιά, τα νερά και τα χιόνια, τα χρώματα και τα σύγνεφα.

Τέτοια γράμματα μας ξανανιώνουν, μας πλημμυρίζουν με τις ευλογίες του υπαίθρου. Τα στέλνει κάποιος θεός. Ίσως ο θεός ο προστάτης των κοπαδιών και του δάσους. Και τι όμορφες εικόνες μέσα σ’ αυτό και τι ζωντανές οι περιγραφές του!..

Πόσο μακαρίζω τέτοια γράμματα πόρχονται ολόϊσα απ’ τα βουνά, που είναι όξω απ’ το νόημα και την οδύνη της τραγικής μας εποχής, που δεν τα σκάβει καμμιά εσώτερη αγωνία, που δε φέρνουν απάνω τους κανένα ίχνος απ’ τη σκληρή τούτη δοκιμασία που περνάει ο κόσμος. Ίσως να συμβαίνει λέω πάλι αυτό, όχι από αδιαφορία του φίλου μου που είναι μια πολύ ευαίσθητη ψυχή, αλλά από την τέλεια ασκητική του απομόνωση που τον κάνει να φαίνεται πως είναι έξω από τόπο και χρόνο.

Άλλωστε κ’ η ίδια η φύση μας διδάσκει την αταραξία και τη γαλήνη… Κατά βάθος ξέρω πόσος είναι ο ανθρώπινος πόνος του!..

Ίσως ακόμα να συμβαίνει τα Θεοκριτικά του διαβάσματα να μην του έχουν αποκαλύψει το τραγικό βάθος της ζωής, που ανάγλυφα κι’ ασύγκριτα μας δίνεται στα δράματα των τραγικών μας ποιητών.

Μα εδώ για μένα έχει αξία απόλυτη σήμερα τ’ όμορφο γράμμα του, που πνέει το ζωογόνο αγέρα του βουνού και μοσκοβολά τις αθάνατες ανοιξιάτικες ευλογίες. Πόσο συγκινητικά κι’ ανθρώπινα τα λόγια του για τον κούκο, το αγαπημένο του πουλί. Πόσο τον αγγίζει η μουγκαμάρα του !...

«Κρόκι Παρνασσού, 9-6-40.

Γειά σου λεβέντη Γιώργο, τι γίνεσαι;

Βρίσκομαι στο βουνό από την Τρίτη 4 Ιουνίου, όποιος δεν έζησε στο βουνό αυτή την εποχή δεν ξέρει τι θα πει βουνό. Πως ν’ αρχίσω να σου περιγράψω ετούτα τα ωραία πράγματα που ακούω και που βλέπω, έπρεπε να έχω εσένα εδώ. Είμαι στο Κρόκι στο καραούλι και βλέπω κατά την Κεφαλή, έχω μπροστά μου όλο το πλάϊ, και μαυροκιτρινίζουν τα έλατα, τα πρόβατα έχουν σκαρίσει από ώρα, τα κουδούνια και τα κελαηδίσματα των πουλιών είναι η μόνη μου συντροφιά.

Σε όλη αυτή τη γλυκειά μουσική, κελαηδίσματα πουλιών και κουδούνια ακούω και τον κούκο να το λέει βραχνά και αργά πέρα στο Σαρανταύλι, γιατί μόνον εκεί βρίσκει πουρναρο-ρόδαμα το μόνο του φαΐ, και δακρύζει το μάτι μου, γιατί το πουλί αυτό που φέρνει την άνοιξη, ύστερα από καμμιά εικοσαριά μέρες θα μ’ καθεί (μουγγαθεί=βουβαθεί), και ποιος ξέρει του χρόνου εάν θα είμαστε να το ξανακούσομε…

Κατά του «Παπά το Κτσούρ» ένας κότσβας το λέει κι’ αυτός λυπητερά, με τη γλυκειά του σφυρήχτρα.

Σα να είναι κατάδικος βαριπεινίτης στη φυλακή, ο γέρο-κουρφανταργιασμένος Παρνασσός, με τις πολλές χιονιές δεν τον είδα μια μέρα, από τότε που ήρθα στο βουνό, να γελάσει, πάντα συννεφιασμένος βρίσκεται.

Πέρα το Λιβάδι το αραχωβίτικο, είναι ολοπράσινο απ’ άκρη σ’ άκρη, έχουν στάρια καλά, τα ακολούθησε ο καιρός, και τα βουνά τα δικά μας Γιώργο έχουν χορτάρια πολλά, θα φάνε φέτος οι προβατίνες. Ύστερα από πέντε μέρες θα φύγει ο γαλατάς και θα πάμε τις στρούγκες στην Κεφαλή, στα παλιά μας λημέρια και κει θα σε περιμένομε με το καλό να ρθείς.

Ο γέρο-Παρνασσός κάθεται κατσουφιασμένος σα να είναι κάνας δικαστής, που δε μιλάει για να κρατεί τον κόσμο σε απόσταση, μην του ζητήσουν καμμιά χάρη, για να ιδούμε δε θα γελάσει και αυτός;

Έχε λοιπόν χαιρετίσματα από τα βουνά μας και από τους τσοπάνηδες Θύμιο, Ηλία, Τρύπα και Τρυπάκια είναι όλα εδώ. Μ’ αγάπη Αντρέας».

Ξέχασε να μου βάλει μέσα και λίγο χώμα απ’ τον αγαπημένο μου Παρνασσό. Το γράμμα του μου θύμισε μιαν άλλη αδερφή του ψυχή, τη Μορφιά Φλώρου απ’ την Αράχωβα και το φίλο μου Μέγα.

Καλότυχοι όλοι εσείς φίλοι μου που ζείτε τη βασιλεία του λεύτερου πουλιού. Όλοι εμείς σας ζηλεύουμε, είμαστε τόσο δυστυχισμένοι.

Με τα γράμματά σας και την ανάμνησή σας ζούμε λίγο ύπαιθρο κι’ αναπνέουμε το μοσκοβολισμένο αγέρα του χωριού. Η μεγάλη μου χαρά να μου γράφετε και να σας γράφω. Μη μου στερήστε ποτέ τον επιούσιο αγροτικό πνευματικό αυτόν άρτο μου.


Μαζί σας είναι η ψυχή μου την πάσα ώρα !...