Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Η φθινοποριάτικη νότα



Του Ηλία Λιάκου

   Οι πρώτες αντάρες άρχισαν να χαϊδεύουν το γεροντόβραχο και τον Τσάρκο. Οι πρώτες δροσιές ραντίζουν τη γη στα ψηλώματα. Τα φύλλα άρχισαν να εγκαταλείπουν τα δένδρα κιτρινισμένα κι ατροφικά.

   Πάει πια το καλοκαίρι, πάει η ξενοιασιά. Όλοι πίσω γύρισαν, ο καθένας στη δουλειά του, ανανεωμένος από την καλοκαιρινή ξεκούρασι. Ο γεωργός συγυρίζει τα σύνεργά του, γιατί πολλές δουλειές τον περιμένουν, εληές, οργώματα, τρύγος… Ο τσοπάνης κοιτάζει με γλυκειά μελαγχολία τη μουντή δύση και γεμίζει τις πλαγιές με απόηχα κι αντίλαλους νοσταλγικούς, που θα καταχωνιαστή, χειμώνα ολάκερο, στο μαραζιάρη κάμπο. Ο υπάλληλος κι ο τεχνίτης θ’ αρχίσουν πάλι το κυνήγι του χρόνου…

   Κι απομένει ο μαθητόκοσμος, η μόνη χαρούμενη κι ανοιξιάτικη νότα στη μελαγχολία της εποχής. Με τα ξεφωνητά του, το σφρίγος του, την ξενοιασιά του και την ικμάδα του, θα γεμίσει και πάλι τα σχολεία, τους δρόμους, τα σπίτια ζωή.

   Το σχολείο σε λίγο θα μεταβληθή σε εργατική κυψέλη σφίζοντας από οργασμό. Οι αίθουσες φρεσκαρισμένες περιμένουν τους άμισθους ενοίκους των. Τα θρανία, όλο το καλοκαίρι βάρυπνα ξύλα και σκονισμένα, θα ξαναβρούν τον εαυτό τους πάλι, την παληά τους ζωή.

   Τα θρανία…

   Και τι δε θυμίζουν σε όλους μας. Πόσα χρόνια μας φέρνουν πίσω στη ξένοιαστη κι ανέμελη ζωή. Στη ζωή που τόσο γρήγορη, μα όμορφη κι ωραία πέρασε, αφήνοντας πίσω της τις πιο νοσταλγικές αναμνήσεις. Αν είχαν στόμα και τι δε θα έλεγαν για τον καθένα. Πόσες λαχτάρες και καρδιοχτύπια, πόσα όνειρα και μικροχαρές. Τις πρώτες ανησυχίες μας, τα πρώτα σχέδιά μας, την πρώτη δίψα μας για ζωή και πρόοδο, αυτά την πρωτάκουσαν. Αυτά πρώτα απόλαυσαν το χαμογέλιο από τον έπαινο και ρούφηξαν το δάκρυ από την τιμωρία. Και πάντα αυτά μας παραστάθηκαν πονετικά σαν μάνα και πατέρας κι αδελφός μαζί. Και τόσο δεθήκαμε μαζί τους, που φροντίσαμε πριν για πάντα τ’ αφήσουμε, να χαράξωμε επάνω τ’ όνομά μας, δεμένο να μείνη μαζί τους, μην τάχα και μας λησμονήσουν όσο ζουν και ζούμε, όπως κι’ εκείνα δεμένα έμειναν με μας…

   Τάχα να διαισθάνεται ο μαθητόκοσμος ότι αυτό είναι το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής του; Και σκέφθηκε ποτέ πόσα χρωστάει στα άψυχα θρανία που του πλάθουν την ψυχή;


   Τα σχολεία αρχίζουν. Σκύψτε, παιδιά, στο θρανίο σας, ακούστε το, ψιθυρίζει. Έχει τόσα να σας πη, τόσα να σας μάθη. Ακούστε το με σεβασμό και προσοχή, πιστέψτε το, εμπιστευθήτε το, είναι σαν μάνα και πατέρας κι αδελφός μαζί…

Το χρονογράφημα του αειμνήστου δασκάλου Ηλία Λιάκου, δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα «Η Αράχωβα του Παρνασού» του Γεωργίου Παπαστάθη, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1973.